Η εισήγησή του Τηλέμαχου Κώτσια στο Αρχείο Ιστορίας & Τέχνης-Αρχείο Πολέμου στις 28 Ιανουαρίου.
Τα σύνορα του νεοσύστατου αλβανικού κράτους ορίστηκαν προσωρινά από τις Μεγάλες Δυνάμεις το 1913. Καίριο ρόλο στη χάραξή τους έπαιξε η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία, η κάθε μια για τα δικά της συμφέροντα: η μεν Ιταλία για να δημιουργήσει ένα κράτος δορυφόρο της και κάνει πιο εύκολη τη διείσδυση στα Βαλκάνια, η δε Αυστροουγγαρία για να για ένα κράτος αντίβαρο προς την αντίπαλό της τη Σερβία. Προκειμένου όμως να μην γεννηθεί μια νέα Τουρκία στα Δυτικά Βαλκάνια, αφαίρεσαν ένα μεγάλο τμήμα της που κατοικούταν κυρίως από αλβανικό πληθυσμό, το Κοσσυφοπέδιο, και το παραχώρησαν στη Σερβία που το διεκδικούσε. Η δημιουργία του αλβανικού κράτους δεν ήταν αποτέλεσμα των ευσεβών πόθων του αλβανικού λαού και του κινήματος της Εθνικής Αναγέννησης, που έπαιξε και αυτό το ρόλο του, αλλά γεωστρατηγικών ισορροπιών.
Δυο μεγάλα αποσταθεροποιητικά κινήματα στο εσωτερικό της χώρας βρήκαν εκείνον τον καιρό μεγάλη απήχηση στο λαό: το κίνημα του Χατζί Κιαμίλ που ζητούσε επανένωση με την Τουρκία, αδύνατο πλέον από γεωγραφικής άποψης, και το αυτονομιστικό κίνημα της Βορείου Ηπείρου που ζητούσε την ένωση με την Ελλάδα ως απώτερο σκοπό, δηλαδή ένα μεγάλο μέρος του αλβανικού λαού δεν επιθυμούσε τη δημιουργία του αλβανικού κράτους.
Ο ελληνικός στρατός, αφού απελευθέρωσε τα Ιωάννινα, κατέλαβε και το βόρειο τμήμα της Ηπείρου, το οποίο επιδικάστηκε προσωρινά στην Αλβανίας, διεκδικώντας να το συμπεριλάβει στην επικράτειά της Ελλάδας, παρά τις αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων.
Τα νέα σύνορα της Αλβανίας διαμέλισαν την Ήπειρο σε Βόρεια και Νότια. Από τότε δημιουργήθηκε ο όρος Βόρειος Ήπειρός. Στη Βόρεια ‘Ήπειρο υπήρχε ελληνικός πληθυσμός ο οποίος έμεινε στη συνέχεια ως μειονότητα. Ο ελληνικός στρατός υποχρεώθηκε να υποχωρήσει από την περιοχή αυτή καθώς ο Βενιζέλος τελικά συμμορφώθηκε με τις εντολές των Μεγάλων Δυνάμεων.
Εδώ θα πρέπει να διευκρινιστεί η διαφορά του όρου Βόρειος Ήπειρος από τον όρο Ελληνική Μειονότητα της Αλβανίας, που θα χρησιμοποιήσουμε στη συνέχεια για τους Έλληνες της περιοχής αυτής. Στο βόρειο τμήμα της Ηπείρου υπήρχαν πληθυσμοί Χριστιανοί Αλβανόφωνοι, αλλά και Βλαχόφωνοι που στην πλειοψηφία ήταν δίγλωσσοι, οι λεγόμενοι αρβανιτόβλαχοι, καθώς επίσης και οι καθαρά ελληνόφωνοι πληθυσμοί. Υπήρχαν επίσης και Μουσουλμάνοι Αλβανόφωνοι. Κοινό χαρακτηριστικό των χριστιανικών πληθυσμών ήταν ότι η γραπτή γλώσσα που διδάσκονταν στα σχολεία, καθώς και η γλώσσα της λειτουργίας της ορθόδοξης εκκλησίας ήταν τα ελληνικά. Ελληνικά διδάσκονταν κι ένα μεγάλο μέρος του μουσουλμανικού πληθυσμού, καθώς η δευτεροβάθμια εκπαίδευση στα τουρκικά υστερούσε σε σχέση με τα ελληνικά. Ας θυμηθούμε τη Ζωσημαία σχολή των Ιωαννίνων, το Ιεροδιδασκαλείο Βελλάς, αλλά και τα Ζωγράφεια Διδασκαλεία στο Κεστοράτι, στις οποίες σχολές είχε φοιτήσει η πλειοψηφία των αλβανών διανοούμενων εκείνης της περιόδου.
Οι Χριστιανοί Βορειοηπειρώτες, ελληνόφωνες, βλαχόφωνοι, αλλά και αλβανόφωνοι, έχοντας ελληνική συνείδηση, αποφάσισαν να κινητοποιηθούν ζητώντας την προσάρτηση στην Ελλάδα, βοηθούμενοι και από Έλληνες παραστρατιωτικούς που προωθούσε ο Βενιζέλος. Οι Χριστιανοί αλβανόφωνοι δεν επιθυμούσαν να βρίσκονται στο ίδιο κράτος με τους Μουσουλμάνους ομόγλωσσούς, που τους θεωρούσαν Τούρκους, οι οποίοι τους καταπίεζαν για πεντακόσια χρόνια, τις ληστρικές συμμορίες των οποίων ήταν υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουν, γι’ αυτό και προτιμούσαν να βρίσκονται στο ίδιο κράτος με τους αλλόγλωσσους πλην ομόθρησκους Έλληνες, τη γλώσσα και τον πολιτισμό των οποίων είχαν αφομοιώσει πλήρως καθ’ όλη την Ιστορία τους, παρά με τους ομόγλωσσούς τους αλβανόφωνους. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγαλύτεροι ευεργέτες του ελληνικού έθνους προέρχονται από τους κόλπους αυτής της κατηγορίας ανθρώπων: των αλβανόφωνων και των βλαχόφωνων Βορειοηπειρωτών: Ζάππας, Αρσάκης, Μπάγκας, Σίνας, Ζωγράφος κλπ. Η Μοσχόπολη εκείνου του καιρού ήταν ένα ακμάζων κέντρο του ελληνικού πολιτισμού: υπήρχε εκεί το μοναδικό τυπογραφείο στα Βαλκάνια, το δεύτερο μετά της Κωνσταντινούπολης, όμως την πόλη αυτή την πυρπόλησαν και την κατέστρεψαν οι Μουσουλμάνοι Αλβανοί, οι λεγόμενοι Τουρκαλβανοί, από τους κόλπους των οποίων είχαν βγει οι πιο διακεκριμένοι στρατιωτικοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η αφρόκρεμα του οθωμανικού στρατού και συγκυβερνούσαν την Αυτοκρατορία. Όμως, στα μέσα του Δέκατου Ένατου Αιώνα γεννήθηκε στην Αλβανία η λεγόμενη Εθνική Αναγέννηση του αλβανικού έθνους, αν και ό όρος αναγέννηση φρονώ είναι κατά κάποιον τρόπο πολύς, διότι ουδέποτε υπήρξε αλβανικό έθνος κράτος που να καταστράφηκε και να προσπαθήσει να ξαναγεννηθεί. Ο όρος αναγέννηση συνιστούσε εμψύχωση στα πλαίσια της αλβανικής εθνικής εμψύχωσης και της εθνικής αφύπνισης. Ωστόσο, από τους Χριστιανούς κυρίως αλλά και από Μουσουλμάνους ελληνοσπουδαγμένους, γεννήθηκε η ιδέα ότι όλοι οι αλβανόφωνοι, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, είναι ο ίδιος λαός και πρέπει να γίνει ένα έθνος. Άρχισαν να καλλιεργούν, έστω και πειραματικά, την αλβανική γλώσσα, να γράφουν τα πρώτα ποιήματα και πεζογραφήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι από του ίδιους αυτούς κόλπους που έβγαλε τους μεγαλύτερους ευεργέτες του ελληνικού έθνους βγήκαν και οι πρώτοι πιονιέροι του αλβανικού έθνους. Επίκεντρο αυτών των προσπαθειών αυτών ήταν η Κορυτσά, στην οποία άνοιξε και το πρώτο αλβανικό σχολείο το 1887, το οποίο όμως στη συνέχεια έκλεισε, αλλά έδωσε τη σπίθα για να ανοίξουν και άλλα αλβανικά σχολεία. Όμως μόνο το 1908 διεξήχθη στο Μοναστήρι ένα παναλβανικό συνέδριο προκειμένου να συμφωνήσουν οι διανοούμενοι Αλβανοί και να ορίσουν ένα ενιαίο αλβανικό αλφάβητο και να μην γράφουν όπως πρώτα ο καθένας με το δικό του, με λατινικά, ελληνικά, τουρκικά στοιχεία, ή και ανάμεικτα. Για την ιστορία, στο συνέδριο προτάθηκαν δυο τύποι λατινικού αλφαβήτου αλλά δεν πάρθηκε καμία απόφαση, απλώς επικράτησε αυτό που χρησιμοποιεί σήμερα η αλβανική γλώσσα. Ωστόσο η αλβανική εθνική συνείδηση δεν μπορούσε να επικρατήσει στο λαό χωρίς την εκπαίδευση στη μητρική γλώσσα, την οποία έβλεπαν καχύποπτα και οι Τούρκοι. που ήθελαν Τούρκους όλους τους Αλβανούς Μουσουλμάνους, αλλά και οι Έλληνες που ήθελαν Έλληνες όλους τους Αλβανούς Χριστιανούς. Εκτός αυτού, οι οπαδοί των δυο θρησκειών των Αλβανών διχάστηκαν: οι μεν Χριστιανοί ζητούσαν την απελευθέρωση του αλβανικού έθνους από τον τουρκικό ζυγό, όπως οι Έλληνες, οι δε Μουσουλμάνοι ζητούσαν μια ευρεία αυτονομία εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προκειμένου να μην χάσουν τα προνόμια τους. Στο Συνέδριο του Βερολίνου του 1878 η αίτηση αυτονομίας από μια ομάδα Αλβανών αντιπροσώπων απορρίφθηκε.
Με την υποχώρηση του ελληνικού στρατού το 1914, οι Βορειοηπειρώτες διεξήγαγαν αιματηρές συγκρούσεις με τον νεοσύστατο αλβανικό στρατό αλλά και με ντόπιους εθελοντές. Μετά την επικράτηση των αυτονομιστών, υπογράφηκε το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, σύμφωνα με το οποίο η περιοχή αυτή επιδικάζεται ξανά μεν στο αλβανικό κράτος, αλλά θα έχει καθεστώς αυτονομίας: ελληνικά σχολεία, τοπική αστυνομία κλπ.
Ο ελληνικός στρατός κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμος ξαναμπήκε στη Β. Ήπειρο και έμεινε για περίπου δυο χρόνια, αλλά στο τέλος υποχρεώθηκε να αποσυρθεί και να παραμείνουν οριστικά τα σύνορα όπως το 1913. Η μυστική συμφωνία μεταξύ του Υπουργού Εξωτερικών της Ιταλίας Τιτόνι και του Βενιζέλου το 1919, στα πλαίσια της Συνθήκης των Σεβρών, για παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα, τελικά δεν καρποφόρησε.
Το μεταξύ τα ελληνοαλβανικά σύνορα άφησαν και στην Ελλάδα αλβανόφωνο πληθυσμό, Χριστιανούς και Μουσουλμάνοι, τους λεγόμενους Τσάμηδες. Οι Μουσουλμάνοι που θεωρούνταν από την επίσημη Ελλάδα, αλλά και από τους θρησκευτικούς τους ταγούς, Τούρκοι, εντάχτηκαν στο πρόγραμμα ανταλλαγής των πληθυσμών με την Τουρκία, όμως μετά από δικές τους ενέργειες, απαλλάχτηκαν και θεωρήθηκαν Αλβανοί, ενώ οι Χριστιανοί αλβανόφωνοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους Έλληνες.
Η εθνική συνείδηση των αλβανόφωνων Χριστιανών που εντάχτηκαν εντός των συνόρων του αλβανικού κράτους, στα χρόνια του μεσοπολέμου, αλλά και από πιο πριν, άρχισε να μεταβάλλεται, από ελληνική σε αλβανική και να αποτελούν οι δυο θρησκείες των Αλβανών ένα ενιαίο έθνος με βάση την κοινή γλώσσα. Συνεπώς, πλέον Έλληνες στην Αλβανία θα είναι μόνο οι ελληνόφωνες, οι οποίοι θα είναι σαφώς μια μικρή μειονότητα, την οποία το αλβανικό κράτος προσπαθούσε, αν και ανεπιτυχώς να την συγχωνεύσει. Στην πραγματικότητα όμως συνέβαινε πολλές φορές το αντίθετο: οι Αλβανοί, λόγω της εκπαίδευσής τους αλλά και της μη ολοκλήρωσης της συνοχής του αλβανικού έθνους, γνώριζαν καλά ελληνικά, ενώ οι Έλληνες της Αλβανίας δεν γνώριζαν καθόλου αλβανικά. Τα σχολεία στην περιοχή συνέχιζαν να λειτουργούν στα ελληνικά και οι δάσκαλοι να πληρώνονται από τις κοινότητες μέσω του ελληνικού κράτους.
Το 1932 ο τότε βασιλιάς της Αλβανίας Αχμέτ Ζώγκου, ο οποίος ανέβηκε με ταχύτητα τις σκάλες της αλβανικής εξουσίας, ξεκινώντας από τη συμμετοχή του στην ίδρυση του αλβανικού κράτους, στη συνέχεια υπουργός Εσωτερικών, μετά Πρωθυπουργός, Πρόεδρος της Δημοκρατία και στο τέλος αυτοανακηρύχτηκε Βασιλιά, αποφάσισε, με μια μελετημένη κίνηση, να κλείσει όλα τα ξένα ιδιωτικά σχολεία στην Αλβανία. Κύριος στόχος του ήταν τα ελληνικά σχολεία τα οποία συντηρούσαν οι κοινότητες. Οι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής έκαναν αποχή και δεν έστελναν τα παιδιά στο σχολείο όταν η κυβέρνηση άρχισε να αντικαθιστά τους ελληνοδιδάσκαλους με αλβανοδιδάσκαλους και τα ελληνικά περιορίστηκαν ως δεύτερη γλώσσα. Έγινε αγώνας υπήρξαν πολιτικές διώξεις, εξορίες κλπ. αλλά συγκεντρώθηκαν υπογραφές με μυστικό τρόπο, οι οποίες επικυρώθηκαν από τους θρησκευτικούς τοπικούς εκπροσώπους και έγινε προσφυγή στο Δικαστήριο της Κοινωνίας των Εθνών στη Χάγη, το οποίο τελικά αποφάνθηκε υπέρ των ελληνικών σχολείων. Η αλβανική κυβέρνηση αποφάσισε να συμμορφωθεί, τα ελληνικά σχολεία άνοιξαν εκ νέου, αλλά αυτή τη φορά μόνο στα ελληνόγλωσσα χωριά. Αυτό που κατάφερε ο Αχμέτ Ζώγκου ήταν να κλείσει τα ελληνικά σχολεία στις αλβανόφωνες περιοχές, οι οποίες δέχτηκαν φυσιολογικά την εκπαίδευση στην Αλβανική γλώσσα. Πρέπει να τονιστεί ότι εκείνον τον καιρό πάνω από το 85% του πληθυσμού της Αλβανίας ήταν αναλφάβητοι, ενώ στην ελληνική μειονότητα ο αναλφαβητισμός ήταν πολύ μικρότερος. Η αλβανική γλώσσα, ως επίσημη γλώσσα του αλβανικού κράτους, αντιμετώπισε στην αρχή τεράστιες δυσκολίες, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία χάρη στις προσπάθειες των αλβανών διανοούμενων. Στη δεκαετία του ’30 λειτουργούσαν στην Αλβανία και λίγα σχολεία της μέσης εκπαίδευσης, κυκλοφορούσαν εφημερίδες, εκδίδονταν βιβλία, όλα αυτά σε κάποια αρχική και δοκιμαστική φάση. Ο οργασμός για την καλλιέργεια της γλώσσας υπήρξε αξιέπαινος.
Η ελληνική μειονότητα εφοδιαζόταν με ελληνικές εφημερίδες και περιοδικά, με ελληνικά σχολικά βιβλία που προμηθευόταν οι δάσκαλοι από την Αθήνα αλλά και από την Κωνσταντινούπολη. Δεν υπήρχε έλεγχος από το αλβανικό κράτος για το πρόγραμμα των σχολείων της μειονότητας. Υπήρχαν μάλιστα και λιγοστά συγγράμματα από ντόπιους, τα οποία εκτυπώνονταν στην Ελλάδα.
Το 1939 η Αλβανία κατακτήθηκε από τη φασιστική Ιταλία. Ο Βασιλιάς Ζώγκου εγκατέλειψε τη χώρα και μια αντιπροσωπεία από διακεκριμένους βουλευτές, εκλεγμένους δημοκρατικά πριν την κατοχή, παρέδωσε το στέμμα του Γεωργίου Καστριώτη στον τότε αυτοκράτορα της Ιταλίας Βίκτωρ Εμμανουήλ` η αλβανική Βουλή που συγκροτήθηκε επικύρωσε την ιταλική κατοχή.
Τον Οκτώβριο του 1940 η Ιταλία, μαζί με την Αλβανία, κήρυξαν πόλεμο κατά της Ελλάδας. (Η εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδας ισχύει de juro ακόμα σήμερα).
Παρά τον ανθελληνικό παροξυσμό από διάφορους αλβανούς εθνικιστές, αλλά και την άρνηση μερικών Αλβανών να πολεμήσουν κατά της Ελλάδας, ο πανίσχυρος ιταλικός στρατός νικήθηκε από τον ελληνικό στρατό και η περιοχή καταλήφθηκε εκ νέου από τον ελληνικό στρατό. Στη συνέχεια όμως ο ελληνικός στρατός υποχρεώθηκε να υποχωρήσει προκειμένου να αντιμετωπίσει τη γερμανική επίθεση από το Βορρά.
Στον καιρό της ιταλογερμανικής κατοχής στην Ήπειρο υπήρχαν δυο αντιφασιστικά κινήματα: της Δεξιάς υπό τον Ναπολέοντα Ζέρβα και της Αριστεράς (το ΕΑΜ). Στην Αλβανία δημιουργήθηκαν κι εκεί τα αντίστοιχα κινήματα, το Fronti Nacional Clirimtar (Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο) και το Ball Kombetar (Εθνικό Μέτωπο) της Δεξιάς, το οποίο στη συνέχεια μετατράπηκε σε συνεργάτη του κατακτητή, προκειμένου να αναχαιτίσει την κατάληψη της εξουσίας από τους κομουνιστές. Στην περιοχή της ελληνικής μειονότητας ο πληθυσμός ασπάστηκε σε αγκάλιασε το ΕΑΜ, καθώς το ΕΔΕΣ του Ζέρβα δεν είχε επιρροή στον τόπο` οι οπαδοί του τον περίμεναν αλλά εκείνος δεν ήρθε, γιατί δεν του έδιναν το πράσινο φως οι Άγγλοι Σύμμαχοι, οι οποίοι φοβούνταν ότι ο Ζέρβας θα έθετε θέμα συνόρων για την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου, κάτι που θα αποδυνάμωνε το αντιφασιστικό συνασπισμό στην περιοχή και θα έστρεφε τους Αλβανούς εναντίον των Συμμάχων.
Το ΕΑΜ βρήκε πιο πρόσφορο έδαφος στη Μειονότητα, για τους εξής λόγους α) οι κάτοικοι της ελληνικής μειονότητας προσδοκούσαν να απαλλαχτούν από τους γαιοκτήμονες, τους μπέηδες και τους αγάδες που είχαν κληρονομήσει τη γη από τον καιρό της Τουρκίας – αυτό πρέσβευαν οι ιδέες του κομμουνισμού, και β) βλέποντας ο λαός ότι είχε δίπλα του Έλληνες της Αριστεράς που καθοδηγούσαν τον αντιφασιστικό αγώνα και τον προέτρεπαν να σταθεί δίπλα στο αλβανικό ΕΑΜ, έδωσε εμπιστοσύνη στους ομοεθνείς του και τάχτηκε δίπλα στο αλβανικό ΕΑΜ. Εξάλλου δεν είχε την παραμικρή εμπιστοσύνη να ταχτεί στο πλευρό της αλβανικής Δεξιάς, λόγω του εθνικιστικού χαρακτήρα εκείνου του κινήματος. Η σφαγή της Γλίνας, όπου δολοφονήθηκαν τριάντα νέοι από Αλβανούς εθνικιστές, έπεισε και τον τελευταίο ότι το μέλλον της ελληνικής μειονότητας ήταν από την άλλη παράταξη. Όμως η ιδέα να πολεμήσει η Μειονότητα σε δικούς της σχηματισμούς, δίπλα στο αλβανικό ΕΑΜ, καταπολεμήθηκε και από τις δυο πλευρές του ΕΑΜ, κυρίως από τους Αλβανούς, οι οποίοι στη συνέχεια έδιωξαν τους σύμβουλους από την Ελλάδα και ανακάτωσαν τη διοίκηση του στρατού τους μεταθέτοντας διάφορους ηγέτες της μειονότητας σε αλβανικά τμήματα και αντίστροφα, δημιουργώντας επίσης και μεικτούς αντάρτικους σχηματισμούς. Στο συνέδριο της Πρεμετής, της 24ης Μαΐου 1944, το πρώτο συνέδριο του αντιφασιστικού μετώπου της Αλβανίας, υπήρχαν και εκπρόσωποι από την Ελληνική Μειονότητα, οι οποίοι έλαβαν προφορικές διαβεβαιώσεις ότι η ελληνική μειονότητα θα είχε όλα τα δικαιώματα.
Η απελευθέρωση από το φασισμό βρήκε την περιοχή της μειονότητας νικήτρια δίπλα στις δυνάμεις του ΕΑΜ Αλβανίας όπου συμμετείχαν και πολλά παιδιά της. Έγινε αγροτική μεταρρύθμιση και οι αγρότες πήραν τα χωράφια των τσιφλικάδων, οι οποίοι διώχτηκαν και κατηγορήθηκαν ως επί το πλείστον ως συνεργάτες των κατακτητών.
Άνοιξαν κρατικά σχολεία στην περιοχή, τα οποία τα πρώτα χρόνια ήταν όλα στα ελληνικά.
Όμως, οι παλιοί δάσκαλοι που δεν συμμορφώθηκαν με το καθεστώς, κατηγορήθηκαν ως πληρωμένοι πράκτορες της Ελλάδας και απομακρύνθηκαν, φυλακίστηκαν, εξοντώθηκαν.
Στα επόμενα χρόνια εισήχθη στα σχολεία και η εκμάθηση της αλβανικής γλώσσας, για να μην μείνουν τα μέλη της μειονότητας στο περιθώριο της κοινωνίας. Άνοιξαν σχολεία σε όλη την Αλβανία και ξεκίνησε μια καμπάνια κατά του αναλφαβητισμού. Τα μέλη της μειονότητας βρέθηκαν σε πλεονεκτική θέση ανάμεσα στους αναλφάβητους Αλβανούς και κατέλαβαν αρκετά διοικητικά πόστα. Στα επόμενα χρόνια τα μαθήματα, πέραν από τις τέσσερεις τάξεις του δημοτικού, άρχισαν να γίνονταν όλα στην αλβανική γλώσσα και τα ελληνικά διδάσκονταν μόνο μια ώρα τη μέρα ως δεύτερη γλώσσα, γραμματική και λογοτεχνικά κείμενα. Κυκλοφορούσε από το 1945 η ελληνόγλωσση εφημερίδα “Λαϊκό Βήμα” η οποία με τον καιρό υποβαθμίστηκε και ασχολιόταν με τοπικά θέματα` έπαψε να είναι ο πολιτιστικός πυρήνας του ελληνισμού στη μειονότητα της Αλβανίας. Έκλεισε το τμήμα ελληνικών στην παιδαγωγική σχολή μέσης εκπαίδευσης του Αργυροκάστρου που προετοίμαζε ελληνοδιδασκάλους, διότι δεν χρειάζονταν πια πολλοί ελληνοδιδάσκαλοι.
Οι γεωργικοί συνεταιρισμοί, που ξεκίνησαν να δημιουργούνται μαζικά του 1959, προκάλεσαν μια χειραφέτηση, μια κοινωνικοποίηση στον πληθυσμό, αλλά έφεραν και μια οικονομική φτώχια. Δεν υπήρχαν μηχανοκίνητα γεωργικά μέσα, η κολεκτιβοποίηση έγινε εκβιαστικά και το ενδιαφέρον των αγροτών για την κοινή περιουσία ήταν χαμηλό. Όταν το κράτος άρχισε να εξασφαλίζει και να εισάγει γεωργικά μηχανήματα και καύσιμα, τα κράτησε ως δική του περιουσία και οι συνεταιρισμοί πλήρωναν τις υπηρεσίες αυτές στο κράτος ξοδεύοντας μεγάλο μερίδιο από τα εισοδήματά τους. Το κράτος με την πολιτική των τιμών των υπηρεσιών στους γεωργικούς συνεταιρισμούς έβαζε χέρι στα ταμία τους με αποτέλεσμα να μένουν οι αγρότες σε μια οικονομική κατάσταση χειρότερη από εκείνη πριν τη δημιουργία των συνεταιρισμών. Έγιναν εκχερσώσεις, αναδασμοί, διπλασιάστηκε η αγροτική παραγωγή, αλλά ο πληθυσμός στο μεταξύ είχε σχεδόν τριπλασιαστεί και η μερίδα του λέοντος στα έσοδα πήγαινε στο κράτος.
Η ρήξη των σχέσεων μεταξύ Αλβανίας και Σοβιετικής Ένωσης το 1961 έφερε την ελληνική μειονότητα σε μεγαλύτερη δυσμένεια. Τα μέλη της μειονότητας ήταν όλοι οπαδοί της Σοβιετικής Ένωσης, γιατί πίστευαν ότι αποτελούσε κάποια επιπλέον εγγύηση για την ασφάλειά της.
Έγιναν εσωτερικές εκκαθαρίσεις μέσα στο Κόμμα και στην κυβέρνηση. Στη συνέχεια ξεκίνησε μια έξαλλη ανθελληνική προπαγάνδα καθώς οι Αλβανοί ενοχλήθηκαν που ο αρχηγός του Κόμματος των φιλελευθέρων Σοφοκλής Βενιζέλος έθεσε ενώπιον του Χρουστσόφ θέμα της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου κι εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα μεσολαβήσει. Τα επόμενα έτη καταπολεμήθηκε οτιδήποτε το ελληνικό και οι Έλληνες που ζούσαν στις πόλεις της Αλβανίας, έχαναν σιγά σιγά την ελληνικότητά τους, πολλές φορές την απέκρυπταν και οι ίδιοι. Η ελληνικότητα έπαψε να ήταν πλεονέκτημα. Οι εκπρόσωποι της ελληνικής μειονότητας παραμερίστηκαν μεθοδικά από τις θέσεις τους τις οποίες καταλάμβαναν ανδρείκελα και αχυράνθρωποι χωρίς αξία.
Κυριαρχούσε παντού χαφιεδισμός και οι φυλακές γέμισαν με Έλληνες που εξέφραζαν έστω και την παραμικρή δυσαρέσκεια για το καθεστώς, αλλά κυρίως για τα εθνικά τους φρονήματα. Απαγορεύτηκαν τα ελληνικά στις δημόσιες συγκεντρώσεις και το μάθημα των ελληνικών έπαψε να είναι στο πρόγραμμα των απολυτήριων εξετάσεων όπως πρώτα. Ουσιαστικά τα ελληνικά κατέστησαν μια γλώσσα άχρηστη και η εκμάθησή της ανώφελη.
Η σύναψη στη συνέχεια φιλικών σχέσεων με την Κίνα, έφερε την Αλβανία σε πιο δυσμενή κατάσταση: Ρίχτηκε το σύνθημα “Λαός στρατιώτης” χωρίς δηλαδή να έχει το άτομο κανένα δικαίωμα, και αυτό απεικονίστηκε στο νέο σύνταγμα του 1974. Στο τέλος κολεκτιβοποιήθηκαν ακόμα και τα πέντε γιδοπρόβατα των χωριατών και η επιφάνεια της γης για ιδιωτική χρήση περιορίστηκε στο μισό στρέμμα για κάθε οικογένεια, συνήθως στα πιο άγονα χωράφια. Με αυτά τα λίγα γιδοπρόβατα και τη λιγοστή επιφάνεια γης, ο λαός, τουλάχιστον της υπαίθρου, καταπολεμούσε τη λιμοκτονία, αλλά όταν έχασε και αυτά, η έλλειψη τροφίμων έγινε ολοφάνερη. Το καθεστώς ξόδευε τεράστια ποσά για να κατασκευάσει τα μπούνκερ που θα εξασφάλιζαν την άμυνα της χώρας από τους εχθρούς γείτονες, ενώ ένας απλός εργάτης για ένα σακί τσιμέντο ήθελε δυο μεροκάματα να το αγοράσει για να φτιάξει το σπίτι του. Από το 1980 άρχισε η παραγωγή στη χώρα (απλή συναρμολόγηση) ασπρόμαυρων τηλεοράσεων, που κόστιζαν περισσότερο από το μισθό ενός έτους για έναν απλό εργάτη, απορροφώντας έτσι και τις τελευταίες οικονομίες του, γιατί ο καθένας ήθελε να ανοίξει ένα παράθυρο να δει τον έξω κόσμο.
Το 1990 βρήκε την ελληνική μειονότητα εξαντλημένη και όταν άνοιξαν τα σύνορα έτρεξαν όλοι να φύγουν για την Ελλάδα, μαζί με πολλούς Αλβανούς, που δήλωναν κι εκείνοι ότι ήταν Έλληνες. Τώρα είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση: ενώ πρώτα οι Έλληνες, έστω και μια μειοψηφία, παρίσταναν τον Αλβανό, στη συνέχεια, οι περισσότεροι Αλβανοί, μαθαίνοντας πέντε σπασμένα ελληνικά, παρίσταναν τον Έλληνα.
Στο πολιτικό χώρο, δημιουργήθηκαν στην Αλβανία νέα κόμματα και το πρώην Κόμμα Εργασίας μετατράπηκε εν μία νυκτί σε Σοσιαλιστικό Κόμμα, αλλάζοντας ριζικά το πρόγραμμά του. Δημιουργήθηκε το Δημοκρατικό Κόμμα και πολλοί ήταν εκείνοι που έβλεπαν σε αυτό το Κόμμα το μέλλον της Αλβανίας. Η Ελληνική Μειονότητα συσπειρώθηκε στην Οργάνωση Ομόνοια και εξέλεξε δικούς της βουλευτές στο πρώτο μετακομμουνιστικό δημοκρατικό κοινοβούλιο. Στη συνέχεια, προσπαθώντας η αλβανική πολιτική να αναχαιτίσει την άνοδο του ελληνισμού στην Αλβανία απαγόρευσε τα τοπικά κόμματα των μειονοτήτων, με φωτογραφική απόφαση κατά της Ομόνοιας, και γι’ αυτό δημιουργήθηκε το Κόμμα Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με παναλβανική εμβέλεια, που συμπεριλάμβανε όλες τις μειονότητες της Αλβανίας, αλλά στην πραγματικότητα βασικός κορμός του ήταν η ελληνική μειονότητα με την οργάνωση Ομόνοια. Αυτό το κόμμα ήταν για τον καιρό του μια αναγκαία επινόηση προκειμένου να υπάρξει η Ομόνοια σε εκείνα τα δύσκολα πρώτα χρόνια του εκδημοκρατισμού της Αλβανίας.
Τα γεγονότα του 1994-1995, στα οποία μπλέκονταν πάσης φύσεως μυστικές υπηρεσίες, υπήρξαν καθοριστικά για την μείωση του κύρους της Ομόνοιας στην Αλβανία. Μια ομάδα Ελλήνων εξτρεμιστών μπήκε από την Ελλάδα στο αλβανικό έδαφος δολοφονώντας τρεις αλβανούς συνοριοφύλακες. Αυτή η πράξη χρεώθηκε στην Ομόνοια, αν και αδίκως, η οποία τέλεσε υπό δίωξη με την πολύκροτη δίκη των πέντε της Ομόνοιας. Όλα αυτά τα γεγονότα επιδείνωσαν όχι μόνο τις ελληνοαλβανικές σχέσεις, αλλά και την κατάσταση των μελών της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία και δυσχέραναν επίσης και τη θέση της Ομόνοιας στην Αλβανία, η οποία παρά τρίχα να τεθεί εκτός νόμου.
Η ελληνική πολιτεία χρησιμοποίησε σε γενικές γραμμές την ελληνική μειονότητα για τα δικά της πολιτικά συμφέροντα καθώς το κάθε κόμμα προσπαθούσε να την προσεγγίσει για δικό της λογαριασμό, καθιστώντας την συχνά δεκανίκι της εξωτερικής της πολιτικής τη Ελλάδας, η οποία επενέβαινε στα εσωτερικά της. Όταν το ένα κυβερνών κόμμα την είχε με το μέρος της, το κόμμα της αντιπολίτευσης την υπονόμευε και προωθούσε το λαό να ψηφίσει το δικό του όμορο κόμμα στην αλβανική βουλή.
Γι’ αυτούς τους λόγους σήμερα η Ομόνοια δεν έχει την πλειοψηφία στο λαό της μειονότητας, καθώς εκείνοι οι λίγοι που έμειναν στα πατρώα εδάφη, προτιμούν να ενταχτούν στα αλβανικά κόμματα.
Στην Ελλάδα, οι παραδοσιακοί σύλλογοι των Βορειοηπειρωτών, κυρίως δραπέτες από το αλβανικό κομουνιστικό κράτος, αλλά και παλιοί Έλληνες εθνικιστές, που όπως και να’ ναι δεν εξέφραζαν πλέον τα συμφέροντα της σημερινής ελληνικής μειονότητας, αλλά κάποιου ανύπαρκτου πλέον ελληνισμού, Βλάχων, Χριστιανικών αλβανόφωνων, δεν στάθηκε όπως θα έπρεπε στο πλευρό των νεοαφιχθέντων Ελλήνων Βορειοηπειρωτών. Τα στενά τους συμφέροντα και ο επαγγελματικός “πατριωτισμός” τους, δεν τους το επέτρεπαν, αλλά κυρίως το γεγονός ότι προέρχονταν από την παράταξη της Δεξιάς, δεν τους έδωσε τον ανοιχτό ορίζοντα να αγκαλιάσουν το σύνολο του πληθυσμού που είχε προέλθει από εκείνη την πεντηκονταετή ταπεινωτική κατάσταση. Εξάλλου, δεν ήταν πλέον σε θέση να αντιληφθούν τι εστί σήμερα Έλληνας της Αλβανίας και κάθε αντίθετη γνώμη τη θεωρούσαν έργο των αλβανικών κατασκόπων. Ακόμα σήμερα, μεγάλο μέρος της πολιτικής τάξης δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι Χριστιανός δεν σημαίνει απαραίτητα και Έλληνας. Πολλοί είναι εκείνοι που αδυνατούν να καταλάβουν ότι ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος είναι ο Ηγέτης των Χριστιανών της Αλβανίας και δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα που προσπαθεί να τον χειραγωγήσει. Είναι ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας και εξαιτίας τέτοιων ενεργειών και υπονομεύσεων, πολλοί Αλβανοί τον θεωρούν, αδίκως, Δούρειο Ίππο των Ελλήνων.
Στα τριάντα δύο χρόνια της παραμονής στην Ελλάδα, οι ομογενείς από την Αλβανία, παρά τη θερμή υποδοχή που δέχτηκαν από τον ελληνικό λαό, ζούσαν για ένα μεγάλο διάστημα υπό το καθεστώς της ημιπαρανομίας. Οι μετακινήσεις προς τα πάτρια εδάφη δυσκολεύονταν λόγω έλλειψης εγγράφων, συμβάλλοντας έτσι στο άδειασμα του τόπου. Ωστόσο η εργατικότητα των Βορειοηπειρωτών στην Ελλάδα υπήρξε απαράμιλλη και οι άνθρωποι μέσα σε λίγα χρόνια αποκαταστάθηκαν πλήρως, χωρίς καμία βοήθεια. Μόνο το 1998 το ελληνικό κράτος τους εφοδίασε με το λεγόμενο Ειδικό Δελτίο Ταυτότητας Ομογενούς, που ίσχυε για άδεια παραμονής και εργασίας, αλλά τριετούς διάρκειας και η ανανέωσή του να μην ήταν εύκολο πρόβλημα, γιατί την κάρτα αυτή της είχαν προμηθευτεί και διάφοροι Αλβανοί, ή πιο σωστά Βορειοηπειρώτες που πλέον δεν πληρούσαν τις προδιαγραφές του σημερινού Έλληνα και οι αρχές, μη έχοντας σαφή εικόνα και κριτήρια, αλλά και βαυκαλισμένοι για μια αναβίωση της ελληνικής συνείδησης στους Αλβανούς, πελαγοδρομούσαν και το μόνο που κατάφερναν ήταν να ταλαιπωρούν τους πραγματικούς Έλληνες από την Αλβανία. Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ένας τέτοιος διαχωρισμός είναι πολύ δύσκολος για δυο γειτονικούς λαούς που τους συνδέουν τόσα πράγματα καθ’ όλη τη διάρκεια της Ιστορίας και η εθνική ταυτότητα σήμερα στηρίζεται πάνω σε άλλες βάσεις. Στην ουσία, όπως και οι βίζες των Αλβανών, έτσι και οι κάρτες ομογενούς, έγιναν πολλές φορές αντικείμενο εμπορίας από τους κρατικούς υπαλλήλους.
Μόνο το 2004 δόθηκε το πράσινο φως για να αποκτήσουν οι Έλληνες Βορειοηπειρώτες ελληνική ιθαγένεια, κάτι που, παρ’ όλα αυτά, προχωρούσε με πολύ αργούς ρυθμούς.
Προσωπικά, παρότι ήμουν μεταφραστής του Υπ. Εξ. Ελλάδας, έλαβα την ελληνική ιθαγένεια μόνο του 2008. Η αλήθεια ήταν ότι δεν καιγόμουν να την πάρω ώστε να βάλω μέσο, εφόσον είχα εξασφαλίσει εργασία και παραμονή.
Η πλειοψηφία των ομογενών της Αλβανίας πιστεύει σήμερα πως οι Βορειοηπειρώτες είναι στην Ελλάδα πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που φεύγουν από την Ελλάδα για άλλες χώρες της Ευρώπης ή ακόμα και για την Αμερική, όχι μόνο για να βρουν καλύτερη εργασία, αλλά και για να αποφύγουν τις διακρίσεις εις βάρος τους.
Για τον κάθε Αλβανό το καθεστώς του Βορειοηπειρώτη έγινε στην Ελλάδα ένα σκαλοπάτι για να εξασφαλίσει ευκολότερα την πολιτογράφηση, καθώς η ιδιότητα του Ευρωπαίου πολίτη του εξασφάλιζε ελεύθερη κυκλοφορία και παραμονή στην Ευρώπη.
Επίσης πολλά παιχνίδια και παλινδρομήσεις έγιναν με τα επιδόματα των Βορειοηπειρωτών, που το ελληνικό κράτος τη μια φορά τα έκοβε και την άλλη τα ξεκινούσε. Εγκρίθηκε στους άπορους Βορειοηπειρώτες μια σύνταξη του ΟΓΑ, αργότερα ένα επίδομα απορίας ίσο με των υπόλοιπων Ελλήνων, μείων τη σύνταξη της Αλβανίας, όμως η εφαρμογή του εκκρεμεί ακόμα. Από την άλλη, αντί το ελληνικό κράτος να βρει έναν τρόπο να δώσει τα επιδόματα αυτά σε εκείνους τους κατοίκους που έμεναν στα πατρώα εδάφη, απεναντίας για να τα αποκτήσει κανείς θα έπρεπε να εμφανίζεται ως κάτοικος της Ελλάδας, συμβάλλοντας έτσι καθοριστικά στο άδειασμα των πατρογονικών εστιών.
Πολύ λυπηρό είναι το γεγονός της διάκρισης των Βορειοηπειρωτών στην απονομή των συντάξεων γήρατος. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θέσπισε νόμο (Ο περιβόητος Νόμος Κατρούγκαλου) σύμφωνα με τον οποίο για να πάρει κάποιος εργαζόμενος ολόκληρη την εθνική σύνταξή, χρειάζεται να έχει παραμονή στην Ελλάδα τουλάχιστον 40 χρόνια, κάτι που κανείς Βορειοηπειρώτης δεν έχει, με συνέπεια να του περικόπτεται η έτσι κι αλλιώς μικρή σύνταξη, μέχρι και 150 ευρώ το μήνα. Δηλαδή με τα ίδια χρόνια εργασίας ο Βορειοηπειρώτης παίρνει μέχρι και 150 ευρώ σύνταξη λιγότερη από έναν ντόπιο Έλληνα. Ανοιχτός ρατσισμός, τον οποίο εφάρμοσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, που ήρθε στην εξουσία με αντιρατσιστικά συνθήματα και υποσχέσεις. Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, που διαδέχτηκε το ΣΥΡΙΖΑ, στην αρχή συμφώνησε με τη λογική αυτή, ο τότε υπουργός Γιάννης Βρούτσης αρνήθηκε να επανεξετάσει το θέμα αλλά και ο νέος που τον διαδέχτηκε, ο κύριος Κωστής Χατζιδάκης, υποσχέθηκε ότι θα άρει αυτόν τον άδικο νόμο και τον τροποποίησε, έτσι που να μην χρειάζονται ο δικαιούχος σαράντα χρόνια, αλλά μόνο τριάντα χρόνια νόμιμης παραμονής (έλα και να τα βρει κανείς σε ένα καθεστώς ημιπαρανομίας στο οποίο βρίσκονταν για πάνω από δέκα χρόνια οι Βορειοηπειρώτες). Όμως η σημερινή κυβέρνηση ακόμα σήμερα πελαγοδρομεί, έκανε ένα χρόνο να τροποποιήσει το νόμο, άλλο ένα αρκετά μακρύ χρονικό διάστημα για να δημοσιευτεί στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να εκδοθεί υπουργική απόφαση προκειμένου να καταθέσουν εκ νέου οι ενδιαφερόμενοι συμπληρωματικά δικαιολογητικά, να ανοίξει η σχετική πλατφόρμα και να κοσκινίζει για σχεδόν τέσσερα χρόνια η Κυβέρνηση (αφού δεν θέλει να ζυμώσει) και να λύσει το θέμα έστω και την τελευταία στιγμή, τουλάχιστον για προεκλογικούς λόγους, αλλά τόσο αργά, που αντί να την ωφελήσει, τελικά θα τη βλάψει.
Καθόλου άδικα δεν θεωρούν τους εαυτούς οι Βορειοηπειρώτες πολίτες δεύτερης κατηγορίας, αφού σε αυτά τα τριάντα δύο χρόνια τα ποσοστά των δημόσιων υπαλλήλων, ευνοούμενων εννοείται, που κατάγονται από τους κόλπους τους είναι ελάχιστα, το ίδιο στο στρατό στη αστυνομία, στην εκπαίδευση, στα γιατρικά επαγγέλματα και παντού. Συμβάλλουν μεν στο δημόσιο κορβανά, αλλά ελάχιστα επωφελούνται.
Και όμως, αδυνατεί κάποιος που το επιθυμεί να επιστρέψει και να ζήσει στα πατρώα εδάφη, ή πολύ λίγοι το αποφασίζουν, κυρίως συνταξιούχοι, γιατί δεν υπάρχουν υποδομές και πολύ λίγο ενδιαφέρεται το ελληνικό κράτος να συνεργαστεί με το αλβανικό, να βοηθήσει. Ακόμα κι ένας νεκρός δυσκολεύεται να πάει να ταφεί στην πατρίδα του, γιατί χρειάζεται να πληρώσει 400 ευρώ για τον εκτελωνισμό της σορού. Πόσο πια! Κατά την περίοδο του κωρονοϊού, ενώ ήταν Έλληνες πολίτες στα χαρτιά, η είσοδος των Βορειοηπειρωτών στην Ελλάδα απαγορευόταν για εκείνους που ήταν θετική στην νόσο.
Επί πλέον, μετά από τριάντα χρόνια δημοκρατικού συστήματος στην Αλβανία (ας το πούμε έτσι) το Αλβανικό κράτος δεν έδωσε τους τίτλους ιδιοκτησίας στους δικαιούχους, δεν εξόφλησε ακόμα τις αποζημιώσεις των πολιτικών κρατουμένων, δεν έφτιαξε δρόμους για να πηγαίνουν οι άνθρωποι στα σπίτια τους.
Είναι βαρύ να πούμε ότι σήμερα ο τόπος αυτός πνέει τα λοίσθια. Τα σχολεία έχουν σχεδόν κλείσει λόγω έλλειψης μαθητών. Οι συχνές διακοπές του ηλεκτρικού ρεύματος, οι κακοί δρόμοι κλπ. καθιστούν τον τόπο ακατοίκητο για έναν ευρωπαίο πολίτη. Και είναι κρίμα γιατί σε πολλά χωριά, με μια μικρή προσπάθεια η ζωή θα ήταν καλύτερη.
Διαβάστε ακόμη