Καθώς πορευόμαστε στην ιστορική περιήγηση μέσα από σημαντικές και τεκμηριωμένες πηγές, είμαστε σε θέση να συμπεράνουμε πως στην ολότητα της Ηπείρου, ενυπάρχει η εθνική συμπόρευση, το κοινό αγωνιστικό πνεύμα, καθώς και η θρησκευτική παράδοση, η οποία και ήδη από τα πρώτο βυζαντινά χρόνια, στηρίζει τους κατοίκους της. Ιδιαίτερα μετά την πτώση της Βασιλεύουσας οι Ρωμιοί συσπειρώνονται γύρω από την Εκκλησία, στην οποία και απευθύνονται πια για όλα τα θέματα της ζωής τους.
Παρακάτω παρέχουμε αναλυτικά πληροφορίες σχετικά με την συσπείρωση των Ελλήνων στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας και εν συνεχεία συναντάμε της καθ’ ολική προσπάθεια των Ηπειρωτών, ούτως ώστε να αποτιναχθεί ο τουρκικός ζυγός.
*Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από την ανεξάρτητη ενημερωτική εφημερίδα «Όθεν», (Φύλλο Νο 24, Δεκέμβριος 2018) από τους συντάκτες μας, για λογαριασμό της ιστοσελίδας της Δερβιτσάνης.
Η οργάνωση των Ελλήνων περί την εκκλησία:
Ο ελληνισμός της Οθωμανικής πλέον Αυτοκρατορίας, χωρίς δικό του κράτος, οργανώνεται τώρα γύρω από την Εκκλησία και τον Πατριάρχη, ως θρησκευτικοπολιτικό ηγέτη των ορθοδόξων. Η εθναρχούσα Εκκλησία, με το Ευαγγέλιο στα ελληνικά συντηρεί τη γλώσσα και το φρόνημα του Έλληνα στα 400 χρόνια της σκλαβιάς και επωάζει στην ψυχή του την ώρα της Επανάστασης. Καλή Ανάσταση δεν είναι μόνο θρησκευτική ευχή αλλά και εθνική, που σημαίνει την Ανάσταση του Γένους.
Το αίσθημα της αντίστασης εξακολουθεί να υπάρχει στους Έλληνες κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και το 1821 εκδηλώνεται με Επανάσταση για Ελευθερία ή Θάνατο, στην οποία συμμετέχουν λαϊκοί και κληρικοί. Οι αγώνες και οι θυσίες τους, η σφαγή της Χίου, η έξοδος του Μεσολογγίου κ.α. δημιούργησαν κύμα φιλελληνισμού, που οδήγησε σε θετική παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων και σε αναγνώριση της Ανεξαρτησίας (3-2-1830).
Όταν οι επαναστατημένοι ψήφισαν ομοφώνως το Δεκέμβριο του 1821 το πρώτο Σύνταγμα της Ελευθερίας τους (Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου, που ίσχυσε από 1-1-1822), διακηρύσσοντας την Ανεξαρτησία τους και απευθυνόμενοι προς όλα τα κράτης της Οικουμένης, προσδιόρισαν ποιοί είναι οι Έλληνες επί των οποίων θα ισχύσει. Και όρισαν με το Σύνταγμά τους ότι “Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικράτειας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες”.
Οι Έλληνες, το 1800 μ.Χ. έβγαιναν από το περιβάλλον του Ισλάμ της Ανατολής μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς και αμάθειας, με δύναμη μόνο την ψυχή και την πίστη τους. Την εποχή εκείνη η Δύση, που από την Άλωση του 1204 μ.Χ. είχε πάψει να έχει αντίπαλο και είχε μετέπειτα κινηθεί αποικιοκρατικά προς την Ασία, Αφρική και Αμερική, η Δύση που είχε οικειοποιηθεί τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και που είχε δαιμονοποιήσει το “Βυζάντιο” και τον πολιτισμό της Ρωμιοσύνης τον οποίο συνέχιζαν οι σκλαβωμένοι Έλληνες, είχε αναπτύξει τον δικό της πολιτισμό. Τον Δυτικό πολιτισμό, βασισμένο στο Πρωτείο του Πάπα (Καθολικοί), στον Λούθηρο (Προτεστάντες) και στην Φεουδαρχία που δεν γνώριζε ατομική ελευθερία αλλά αριστοκράτες και δουλοπάροικους.
Το 1881 υπογράφηκε η ελληνοτουρκική σύμβαση παραχώρησης της επαρχίας Άρτας στην Ελλάδα. Από τότε θα άρχιζε νέος αγώνας για την απελευθέρωση και των υπόλοιπων Ηπειρωτών. Κατά το επόμενο διάστημα, η κατάσταση για τον υπόδουλο Ηπειρώτικο ελληνισμό γίνεται ανυπόφορη λόγω βαριάς φορολόγησης, ληστρικών εισβολών συμμοριών και αναρχίας από την έλλειψη παρέμβασης της Πύλης, με συνέπεια εξαθλίωση των Ηπειρωτών, φυγή από τον τόπο και ερήμωση της υπαίθρου.
Οι προσπάθειες της τούρκικης εξουσίας απέβλεπαν στην αλλοίωση της εθνολογικής σύνθεσης του τόπου και στην ενίσχυση των μουσουλμανικών πληθυσμών. Ατομικοί και ομαδικοί εξισλαμισμοί γίνονται ακόμη και στις αρχές του 20ού αιώνα, με τους φτωχούς χωρικούς να παραδίδουν τα κορίτσια τους στους Οθωμανούς και Αλβανούς μπέηδες και πασάδες που τα εξισλάμιζαν βιαίως, τόσο ώστε ακόμη και οι Ευρωπαίοι Πρόξενοι να παρεμβαίνουν καταγγέλλοντας την κατάσταση αυτή στην περιοχή. Παράλληλα άρχισαν οι Τούρκοι να μεταφέρουν εποίκους μουσουλμάνους στην περιοχή, όπως έκαναν και στη Μακεδονία και Θράκη, για να αλλοιώσουν τους ελληνικούς πληθυσμούς. Επίσης, η Πύλη υποβοηθούσε στον Αλβανικό εθνικισμό και μάλιστα ενώ κάθε εθνική μειονότητα είχε δικούς της εκπροσώπους, την Αλβανική μειονότητα την αντιπροσώπευαν οι ίδιοι οι Τούρκοι, οι οποίοι απαγόρευσαν τη χρήση της ελληνικής γλώσσας στα δικαστήρια των Ιωαννίνων, ενώ το 1890 έκλεισαν και τις ελληνικές εκκλησίες.
Η κατάσταση χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο από το 1909 κι έπειτα, όταν οι Νεότουρκοι έθεσαν σε εφαρμογή πρόγραμμα εκτουρκισμού των εθνικών μειονοτήτων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και άρχισε η τουρκική Χωροφυλακή να εισβάλλει σε ελληνικά σπίτια ενεργώντας συλλήψεις και κακοποιήσεις. Οι Τούρκοι έλαβαν και άλλα μέτρα, όπως μετατροπή των κοινοτικών σχολείων σε κυβερνητικά με υποχρεωτική εισαγωγή της τουρκικής γλώσσας και ιστορίας, υποχρεωτική κατάταξη στον τουρκικό στρατό, περιορισμό του αριθμού των εκκλησιών κ.α..
Η Ήπειρος και η πρώτη της απελευθέρωση
Ο υπόδουλος Ηπειρωτικός Ελληνισμός υπέφερε και κινδύνευε, γι᾽ αυτό έπρεπε να οργανωθεί. Το έργο της εθνικής οργάνωσης και αντίστασης ανέλαβαν οι Έλληνες πρόξενοι, οι μητροπολίτες, οι δάσκαλοι, ιερείς και εκπρόσωποι των ελληνικών κοινοτήτων, με επίκεντρο τα Γιάννενα και σθεναρές δυνάμεις στην Κορυτσά και την υπόλοιπη Βόρεια Ήπειρο.
Όμως, στην περιοχή αυτή είχαν βλέψεις και η Ιταλία και η Αυστρία, που είχαν διεισδύσει και υποβοηθούσαν την Αλβανική εθνότητα, προετοιμάζοντας με όλα τα δυνατά μέσα τη δημιουργία Αλβανικού κράτους.
1η Απελευθέρωση. Η επίσημη ελληνική πολιτική διεκδικούσε τα Γιάννενα, Πρέβεζα, Ηγουμενίτσα, την περιοχή Αργυροκάστρου, Αυλώνας, Κορυτσάς, Κολώνιας και μέρος Σταρόβου, αλλά υπήρξαν πολλές απογοητευτικές παραλείψεις της.
Ο Ηπειρωτικός ελληνισμός, έχοντας απέναντί του την Αλβανική μειονότητα η οποία υποστηριζόταν παντοιοτρόπως από την Ιταλία και Αυστρία αλλά και την καθολική Εκκλησία, έδινε τις δικές του μάχες για την απελευθέρωσή του. Οι Αυστριακοί πρόξενοι αγωνίσθηκαν για ίδρυση αλβανικών σχολείων και έδρασαν ανθελληνικά. Συνέχισαν οι Ιταλοί που απέβλεπαν στη συγκρότηση Μεγάλης Αλβανίας υπό την επίδραση και προστασία τους, δημοσιεύοντας χάρτη με την Ήπειρο ενσωματωμένη στη μελλοντική Αλβανία και ιδρύοντας ιταλικά σχολεία και επαγγελματική σχολή στα Γιάννενα και Πρέβεζα.
Σε συνεργασία με Αυστρία και Ιταλία δρούσε και η Ρουμανία για να διασπάσει το ελληνοβλαχικό στοιχείο ιδιαίτερα στα χωριά της Πίνδου και η ρουμανική προπαγάνδα επιδόθηκε στη δημιουργία χωριστής εθνικής συνείδησης στο ελληνοβλαχικό στοιχείο στα Ζαγόρια, Μέτσοβο, Καλαρρύτες, Σαμαρίνα και συγκέντρωσε πολλούς Ρουμάνους δασκάλους. Σε υπόμνημα του 1880 μ.Χ. ρουμανιζόνταν της περιοχής που επιδίωκαν τη στήριξη του Βουκουρεστίου και της Ρώμης, γινόταν λόγος για συγχώνευση του αλβανόφωνου και βλαχόφωνου πληθυσμού, για να αποτελέσουν φράγμα στον ελληνικό και σλαβικό παράγοντα.
Παραμονές των Βαλκανικών πολέμων υπήρχαν σε λειτουργία 800 περίπου σχολεία του ελληνισμού, με 1000 δασκάλους και 30.000 μαθητές, ενώ το πρώτο αντάρτικο σώμα από Ηπειρωτόπουλα συγκροτήθηκε το 1906 στα Γιάννινα. Παράλληλα, κορυφαίες προσωπικότητες της Ηπείρου (συμμετείχε και ο Παύλος Μελάς) διακρίνονται ως βασικά στελέχη του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Εταιρείας και την 25η Μαρτίου 1906 ιδρύεται με πρωτοβουλία του Σπυρομίλιου η Ηπειρωτική Εταιρία, στην οποία μυείται ο μητροπολίτης Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδων, πολλοί ιερείς και 100 περίπου χωριά με ένοπλα ανταρτικά σώματα από τα ελληνοτουρκικά σύνορα μέχρι τη Θεσπρωτία, που έδιναν όρκο απελευθέρωσης και εχεμύθειας.
Ένα από τα σημαντικά σώματα Ηπειρωτών με επικεφαλής τον Ηπειρώτη Ιωάννη Πουτέτση (που αποκαλούνταν και Άγιος Κοσμάς γιατί έκανε ομιλίες για την χριστιανική πίστη εμπνεόμενος από Ευαγγελικά ρητά), σε σκληρές μάχες με αλβανικά σώματα το 1912 στο Δέλβινο, περικυκλώθηκε και ο ίδιος με αντάρτες του φονεύθηκαν.
Παραμονές των Βαλκανικών πολέμων (1902-1913) ο ελληνισμός της Ηπείρου αντιμετώπιζε σοβαρό κίνδυνο από τον φανατισμό των Αλβανών, οι οποίοι επιδίωκαν εθνική αυτονομία και κατάλυση της Οθωμανικής κυριαρχίας στην περιοχή μέχρι τον Αμβρακικό κόλπο.
Η επίσημη ελληνική πολιτική διευκόλυνε σκοπίμως τις επαναστατικές κινήσεις των Αλβανών κατά των Τούρκων και έδωσε οδηγίες διάλυσης των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων. Παρά την προσπάθεια όμως για ελληνοαλβανική συμμαχία λόγω κοινής μοίρας των δύο λαών, τα εθνικά συμφέροντά τους συγκρούονταν διότι οι Έλληνες θεωρούσαν όρια του ελληνισμού τον ποταμό Σκούμπη (Γενούσο), ενώ οι Αλβανοί τον Αμβρακικό κόλπο.
Προκειμένου να υπερκεράσει τις αντιθέσεις η επίσημη ελληνική πολιτική περιόρισε τα όρια των εθνικών βλέψεων στον χώρο αυτό, στον οποίο (σύμφωνα με τη στατική του 1908 μ.Χ. των Τούρκων) ζούσαν 327.000 ορθόδοξοι, 175.000 μουσουλμάνοι, 7.000 Αθίγγανοι και 5.000 Εβραίοι. Έτσι, η ελληνική πολιτική παραιτήθηκε από μέρος της περιοχής Αργυροκάστρου, Βερατίου και Κορυτσάς, εγκαταλείποντας εκτός ορίων βλέψεων περί τους 45.000 Έλληνες με 80 σχολεία και 3.000 μαθητές.
Το καλοκαίρι του 1912 οι Αλβανοί δημιούργησαν μεγάλη αναταραχή στην Αυλώνα, Αργυρόκαστρο, Δέλβινο, Κορυτσά, Πρεμετή κ.α. και οι Ηπειρώτες υπέστησαν μεγάλες αγριότητες και διώξεις τόσο από τα Αλβανικά σώματα όσο και από τα Τουρκικά, γι᾽αυτό ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση τη διανομή όπλων και αποστολή ανταρτικών σωμάτων.
Οι Βαλκανικοί πόλεμοι που ξέσπασαν στη συνέχεια επιδείνωσαν την κατάσταση του Ηπειρώτικου Ελληνισμού, διότι η ανθελληνική δράση των τουρκαλβανικών σωμάτων αυξήθηκε. Άτακτες τουρκικές ομάδες δολοφονούσαν άμαχο πληθυσμό στα Γιάννενα και σε όλη την Ήπειρο.
Παράλληλα, ο ελληνισμός υπέστη βιαιοπραγίες, σφαγές και πυρπολήσεις 46 περίπου χωριών και από τους Αλβανούς, που το Νοέμβριο του 1912 κήρυξαν στην Αυλώνα την Αλβανική αυτονομία με τη συμπαράσταση Ιταλίας και Αυστρίας. Το ίδιο διάστημα επενέβη στη Νοτιοδυτική Ήπειρο, όπου δρούσαν πολυάριθμες τουρκαλβανικές ομάδες, το Μικτό Ηπειρωτικό Στράτευμα με στήριξη και από εθελοντικά ελληνικά σώματα και τον Δεκέμβριο του 1912 με Ιανουάριο 1913 είχαν σπουδαίες επιτυχίες σε μάχες, που έκριναν την έκβαση του αγώνα.
Τέλη Οκτωβρίου 1912 κατέλαβε ο ελληνικός στρατός την Πρέβεζα και επακολούθησε σφοδρή αντιπαράθεση Ελλήνων και Τούρκων στα Πέντε Πηγάδια. Αρχές Νοεμβρίου ο Σπυρομίλιος με εθελοντικά σώματα Κρητών και άλλους Έλληνες απελευθέρωσε όλη την περιοχή Χιμάρας. Παράλληλα απελευθέρωσε από τον τουρκικό ζυγό το Μέτσοβο, το Συρράκο και την Κορυτσά ενώ τα Γιάννενα απελευθερώθηκαν μετά από σκληρές μάχες που διήρκεσαν από το Νοέμβριο 1912 ως τα τέλη Φεβρουαρίου 1913, οπότε και εισήλθε ο ελληνικός στρατός θριαμβευτικά στην πόλη. Αμέσως μετά καταλήφθηκε το Λεσκοβίκι, η Κόνιτσα, και απελευθερώθηκε η Πρεμετή, Πάργα και Φιλιάτες, ενώ αρχές Μαρτίου ο ελληνικός στρατός μπήκε στους Άγιους Σαράντα, στο Αργυρόκαστρο, στην Κλεισούρα, κατέλαβε το Δέλβινο κι έφτασε στο Τεπελένι. Εν τω μεταξύ, δύο ελληνικά πολεμικά είχαν βομβαρδίσει την Αυλώνα, αλλά Ιταλοί και Αυστριακοί διαμαρτυρήθηκαν σφοδρά, δηλώνοντας ότι δεν θα επέτρεπαν κατάληψη της Αυλώνας και χρήση της ως ναυτική βάση.
Οι ελληνικές διεκδικήσεις άρχιζαν δέκα περίπου μίλια Νότια της Αυλώνας και περιέκλειαν τη Χιμάρα, το Αργυρόκαστρο, την Κολώνια, την Κορυτσά κι ολόκληρη την Ήπειρο στη σημερινή ελληνική επικράτεια. Αλλά την άνοιξη του 1913, εδραίωνε η Ιταλία την κυριαρχία της στην Αυλώνα και στους Άγιους Σαράντα, ενώ εξάλλου και η Αυστρία υποστήριζε τις διεκδικήσεις της Αλβανίας. Στη διάσκεψη του Λονδίνου στις 20 Δεκεμβρίου 1912 οι εκπρόσωποι των έξι Μεγάλων Δυνάμεων (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία, Ρωσία) αναγνώριζαν την κήρυξη της αυτονομίας της Αλβανίας με την εγγύησή τους, αλλά με παρέμβαση της Ιταλίας και Αυστρίας η οριστική διαμόρφωση των ελληνοαλβανικών συνόρων και το Ηπειρωτικό Ζήτημα παρέμεινε εκκρεμές. Παράλληλα η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία υπέγραψαν στις 31 Δεκεμβρίου 1912 μυστική συμφωνία για το διαμοιρασμό της Αλβανίας σε σφαίρες επιρροής.
Τον Μάιο του 1913 οι Μεγάλες Δυνάμεις ανέλαβαν με βάση τη Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου να ρυθμίσουν τα σύνορα της Αλβανίας και τον Ιούλιο υπεγράφη το Πρωτόκολλο του Λονδίνου με το οποίο ανακηρύχθηκε η Αλβανία κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος χωρίς όμως να καθορισθούν τα σύνορά της. Και ανατέθηκε σε Διεθνή Επιτροπή, που συγκροτήθηκε τον Αύγουστο για να καθορίσει ως το Νοέμβριο τα νότια σύνορα της Αλβανίας με την Ελλάδα, ενώ αποκλείσθηκε η δυνατότητα δημοψηφίσματος. Επίσης, οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις με απόφασή τους στις 8 Σεπτεμβρίου 1013 αποστέρησαν από την ελληνική επικράτεια τη νήσο Σάσωνα, (που είχε θεωρηθεί ελληνικό έδαφος με την προσάρτηση των Ιονίων Νήσων με το άρθρο 2 της Συνθήκης Λονδίνου 29ης Μαρτίου 1864), και την παραχώρησαν στην Αλβανία, ενώ και οι εκπρόσωποι των Δυνάμεων στη Διεθνή Επιτροπή καθορισμού των συνόρων άσκησαν πλημμελώς και μεροληπτικώς τα καθήκοντά τους.
Τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν αντικρουόμενα, Αυστρία, Ιταλία και Γερμανία συμπορεύονταν ώστε το Αργυρόκαστρο να περιληφθεί στα Αλβανικά όρια, η Αγγλία δεχόταν να περιληφθεί η Κορυτσά και η νήσος Σάσων εφόσον αποδίδονταν στην Ελλάδα τα νησιά που τελούσαν υπό ιταλική κατοχή, αλλά μετά πρότεινε παραχώρηση στην Αλβανία όλης της αμφισβητούμενης περιοχής, ενώ Γαλλία και Ρωσία ευνοούσαν τις ελληνικές διεκδικήσεις.
Συνεχίζεται…