Γράφει ο Μιχάλης Στούκας
Με το όνομα Αρβανίτικη γλώσσα ή Αρβανίτικα είναι γνωστές οι διάφορες «ποικιλίες» της νότιας διαλέκτου της Αλβανικής, της Τοσκικής έτσι όπως χρησιμοποιείται στην Ελλάδα από τις αρβανίτικες-ελληνικές κοινότητες. Οι σημερινοί αρβανιτόφωνοι, Χριστιανοί Ορθόδοξοι στο θρήσκευμα, είναι απόγονοι μεταναστευτικών ρευμάτων από τη νότια Αλβανία προς την κεντρική και νότια Ελλάδα.
Όπως έχουμε αναφέρει και στο άρθρο μας για τους «Αρβανίτες της Αττικής» (4/3/2018) η πρώτη κάθοδος των Αρβανιτών νοτιότερα, συγκεκριμένα στην κοιλάδα του Αώου έγινε το 1021-1022 ενώ γύρω στο 1268 εγκαταστάθηκαν με βυζαντινό χρυσόβουλο νότια της Πίνδου. Το 1318 πολλοί Αρβανίτες εγκαταστάθηκαν αυθαίρετα, στη Θεσσαλία.
Ο Λουκάς Τσιτσιπής στο έργο του «Language shift among the Albanian speakers of Greece» (1983), τοποθετεί χρονικά τη μαζική κάθοδο των Αρβανιτών στη Βόρειο Ήπειρο τον 14ο αιώνα, οπότε καταδιωκόμενοι από την επέλαση των Σέρβων κατέφυγαν εκεί ως πρόσφυγες.
Οι Αρβανίτες ασχολούνται ιδιαίτερα με τη γεωργία και κατοικούν κυρίως στην Αττική, τη Βοιωτία, τη βόρεια Πελοπόννησο, τη νότια Εύβοια, τα νησιά γύρω από τις ακτές της βορειοανατολικής Πελοποννήσου και της Αττικής και την Κέρκυρα. Τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί αρβανιτόφωνοι εγκαθίστανται στα μεγάλα αστικά κέντρα κάτι που συντέλεσε στην εγκατάλειψη της διγλωσσίας και στην αποκλειστικότητα της χρήσης της Ελληνικής γλώσσας σχεδόν παντού. Κάτι τέτοιο είχε ξεκινήσει ήδη από τη δεκαετία του 1940. Ο αριθμός των αρβανιτόφωνων υπολογίζεται σε 30.000-50.000 ομιλητές.
Τα Αρβανίτικα είναι γλώσσα προφορικής παράδοσης. Δεν καλλιεργήθηκε η ίδια γραπτή λογοτεχνική παράδοση, εκτός από τα αρβανίτικα ερωτικά και σατιρικά δίστιχα με τα οποία ασχολήθηκε και ο Νικόλαος Πολίτης.
Από την ίδρυση του νεότερου ελληνικού κράτους έχουν γραφτεί πολλές μελέτες για τους Αρβανίτες, την καταγωγή, την προσφορά τους στους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες, τις σχέσεις τους με τους Αλβανούς κ.λ.π.
Η γκεκική διάλεκτος της Βόρειας Αλβανίας ήταν η πρώτη που μελετήθηκε στα μέσα του 17ου αιώνα με τη μορφή λατινοαλβανικού λεξικού. Η γραμματική της Αλβανικής της νότιας Αλβανίας μελετήθηκε για πρώτη φορά από τον σπουδαίο λογοτέχνη και γιατρό Ιωάννη Βηλαρά (1771-1823) που έγραψε τις μελέτες: «Στοιχεία Ελληνο-Αλβανικής Γραμματικής» και «Ελληνο-αλβανικοί Διάλογοι» με βάση την Τοσκική διάλεκτο. Την ίδια περίπου εποχή γράφτηκε και το «Ελληνο-αλβανικό λεξικό» του Μάρκου Μπότσαρη. Το 1822 τυπώθηκε στην Κωνσταντινούπολη η «Γραμματική της Τοσκικής διαλέκτου στα Ελληνικά» του Κ. Χριστοφορίδη και το 1866 τυπώθηκε επίσης στην Πόλη «Η Γραμματική της Ελληνικής στα Αλβανικά» του Σ. Οικονόμου.
Η σχέση των Αρβανίτικων με τα Ελληνικά και τα Αλβανικά
Τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια έχουν γίνει εκτενείς μελέτες για την Αρβανίτικη γλώσσα, που αποδεικνύουν την ανεξάρτητη και διαφορετική πορεία εξέλιξης σε σχέση με την Αλβανική. Η σχέση των αρβανιτόφωνων με την Αλβανική είναι κατά την Ελένη Σελλά-Μάζη «ασαφής και απομακρυσμένη». Οι αρβανιτόφωνοι γνωρίζουν, αόριστα, ότι η μητρική τους γλώσσα είναι συγγενής με την επίσημη γλώσσα της Αλβανίας, όμως θεωρούν αυτή τη γραπτή μορφή «βαριά» αποκαλώντας την «καθαρεύουσα». Επίσης οι αρβανιτόφωνοι μιας περιοχής ισχυρίζονται ότι δεν κατανοούν τους ομιλητές άλλων αρβανίτικων περιοχών χαρακτηρίζοντας οποιαδήποτε άλλη μορφή «βαριά, πυκνά, βαθιά αρβανίτικα». Ορισμένοι μελετητές διαλέκτων της Αλβανικής θεωρούν πως ορισμένα «φαινόμενα» της Αρβανίτικης αντιπροσωπεύουν τη συντηρητική ή αρχαϊκή μορφή της Αλβανικής όμως πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί στην προσπάθεια διασύνδεσης Αρβανίτικης και Αλβανικής.
Και βέβαια για τους νέους Αρβανίτες που γίνονται γονείς δεν υπάρχει θέμα επιλογής καθώς μεγάλωσαν με την Ελληνική ως μητρική γλώσσα και αυτή θα μεταδώσουν και στα παιδιά τους.
Μετανάστευση αλβανόφωνων στην Ελλάδα και Αρβανίτικα
Η μαζική μετανάστευση αλβανόφωνων στην Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έκανε πολλούς να πιστέψουν πως θα οδηγούσε στον εμπλουτισμό της Αρβανίτικης γλώσσας, στην επέκταση της χρήσης της και στην αλλαγή της στάσης των αρβανιτόφωνων απέναντι στη γλώσσα τους προς το θετικότερο. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε. Σύμφωνα με τον P. Sintes (“La Raison du movement. Territories et resaux de migrants albanais en Grece”, 2010), λόγοι κοινωνικοί αλλά και εθνικής συνείδησης συντέλεσαν με πρωτοβουλία των Ελλήνων αρβανιτόφωνων στη μη σύγκλιση των δύο γλωσσικών ομάδων. Αλλά και οι αλβανόφωνοι μετανάστες μετά από κάποιο διάστημα εγκατάστασης κοντά σε αρβανιτόφωνες περιοχές προτίμησαν να μιλούν Ελληνικά με τους αρβανιτόφωνους Έλληνες και κατά κάποιο τρόπο να απεξαρτηθούν γλωσσικά από αυτούς, ενώ στη συνέχεια μετακινήθηκαν προς τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Κάτι ανάλογο έγινε και στη Σικελία με τους αρβανιτόφωνους Χριστιανούς Ορθόδοξους στο θρήσκευμα και τους αλβανόφωνους μετανάστες στη γειτονική χώρα.
Η ελληνική εθνική συνείδηση των Αρβανιτών
Σύμφωνα με την Ελένη Σελλά – Μάζη αν εξετάσουμε τους Αρβανίτες από την άποψη της εθνικής τους συνείδησης συμπεραίνουμε με βάση σχετικές μελέτες (P. Trudgill, “Modern Greek dialects”, 2006) αλλά και από την πράξη και την ιστορία τους, ότι αποτελούν ομάδα με πρόδηλη την ελληνική εθνική συνείδηση. Δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ούτε ως «εθνική» αλλά ούτε και ως «εθνοτική» καθώς δεν υπάρχει κάποιο συνεκτικό στοιχείο συλλογικής συνείδησης της όποιας ετερότητας των μελών της ομάδας. Παράλληλα δεν υπάρχει ενδιαφέρον για την ένταξη της γλώσσας των αρβανιτόφωνων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Τη δεκαετία του 1980 εμφανίστηκε κάποια κίνηση για τη διδασκαλία των Αρβανίτικων η οποία όμως σταμάτησε τη δεκαετία του 1990 με τη μαζική άφιξη στην Ελλάδα Αλβανών μεταναστών.
Μάλιστα και η διμηνιαία αρβανιτόφωνη εφημερίδα «Besa» που ξεκίνησε να εκδίδεται το 1982 σταμάτησε την κυκλοφορία της το 1994. Οι Αρβανίτες είναι περήφανοι για την καταγωγή τους και το εκφράζουν αυτό μόνο μέσα από πολιτιστικούς συλλόγους. Το ενδιαφέρον για τη γλώσσα περιορίζεται σε αναφορές στα σόσιαλ μίντια σχετικά με το αρβανίτικο λεξιλόγιο στην κοινή ελληνική γλώσσα, τα αρβανίτικα επώνυμα και την καταγωγή των Αρβανιτών. Παράλληλα η κοινή θρησκεία ελληνόφωνων και αρβανιτόφωνων καθώς και οι μεν και οι δε είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι επιτρέπει τους γάμους μεταξύ τους, γεγονός που χαρακτηρίζεται ως σημάδι ενσωμάτωσης της αρβανιτόφωνης ομάδας στην ελληνόφωνη. Τα Αρβανίτικα βρίσκονται σε υποχώρηση σε όλες τις περιοχές όπου ομιλούνται. Αλλού με ταχύτερο και αλλού με βραδύτερο ρυθμό.
Είναι οι αρβανιτόφωνοι γλωσσική μειονότητα;
Τα Αρβανίτικα μπορούν να χαρακτηριστούν μειονοτική ή ολιγότερο ομιλούμενη γλώσσα καθώς διαφέρουν από την πλειοψηφούσα γλώσσα και χρησιμοποιούνται από μια μικρή ομάδα ομιλητών, οι αρβανιτόφωνοι όμως δεν μπορούν να θεωρηθούν γλωσσική μειονότητα καθώς ο όρος αυτός υπονοεί διαφορετική εθνική ή εθνοτική συνείδηση και προϋποθέτει τη μεταβίβαση της εν λόγω γλώσσας ως μητρικής κα στις νεότερες γενιές. Πάντως σύμφωνα με στοιχεία από γλωσσικές και κοινωνιογλωσσικές μελέτες που έγιναν ad hoc (επί τούτω), συνηγορούν στον χαρακτηρισμό της Αρβανίτικης ως γλώσσας με μεγάλες πιθανότητες προσβολής της βιωσιμότητάς της. Και σταδιακά η επί αιώνες γενικευμένη διγλωσσία Ελληνικής – Αρβανίτικης θα μετατρέπεται σε μονογλωσσία της Ελληνικής που έχει αρχίσει εδώ και περισσότερες από έξι δεκαετίες.
Αρβανίτες: περήφανοι για την ελληνικότητά τους
Σύμφωνα με την αλβανικής καταγωγής Eda Derhemi οι ομιλητές της ιταλικής Αρβανιτικής (Arbesh) διακρίνονται από θετική στάση και αφοσίωση στη γλώσσα τους σε αντίθεση με τους Έλληνες Αρβανίτες που «are ashamed of their language and wish to distance themselves from Albanianness» (S.G. Thomason, “Endangered Language”, 2015) δηλαδή «ντρέπονται για τη γλώσσα τους και επιθυμούν να αποστασιοποιηθούν από την έννοια της «αλβανικότητας». Κάτι τέτοιο δεν ισχύει ως προς το πρώτο σκέλος γιατί οι Έλληνες Αρβανίτες ποτέ δεν δήλωσαν ότι ντρέπονται για τη γλώσσα τους.
Σύμφωνα με την Ελένη Σελλά – Μάζη αυτό αποτελεί «άποψη η οποία απορρέει τόσο εκ πείρας όσο και από τη σχετική βιβλιογραφία» ενώ όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, οι Έλληνες Αρβανίτες δεν επιτρέπουν την αμφισβήτηση της ελληνικότητάς τους. Ακόμα και όταν κατά την δεκαετία του 1990 η γλωσσική τους συγγένεια με τους Αλβανούς μετανάστες τους επέτρεψε να χρησιμοποιηθούν ως διερμηνείς βοηθώντας στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων των μεταναστών απέναντι στο ελληνικό κράτος ,ποτέ δεν ταυτίσθηκαν εθνικά με αυτούς. Άλλωστε οι αρβανιτόφωνοι Έλληνες αισθάνονται ασφαλείς και συγγενείς από ιστορική, θρησκευτική και ιστορική άποψη προς τους άλλους συμπολίτες τους και το ελληνικό κράτος και η κοινωνική, οικονομική και πνευματική τους πρόοδος καθώς και η θρησκευτική τους ζωή είναι συνυφασμένη με την ελληνική γλώσσα και γενικότερα με την Ελλάδα όσο κι αν αυτό ενοχλεί κάποιους…
Πηγή: ΕΛΕΝΗ ΣΕΛΛΑ-ΜΑΖΗ, «Διγλωσσία, εθνική ταυτότητα και μειονοτικές γλώσσες», Εκδόσεις «ΛΕΙΜΩΝ», 2016
Διαβάστε ακόμη