Το γράμμα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στον γραμματέα και φίλο του Γεώργιο Σφραντζή – ο οποίος βρισκόταν για μεγάλο διάστημα (ως προξενητής) στην Αυλή του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας – ξάφνιασε τον μετέπειτα «ιστορικό της Αλώσεως», γιατί του ζητούσε να επιστρέψει άμεσα στην Κωνσταντινούπολη λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης την οποία αντιμετώπιζε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Όμως ο Σφραντζής – για πρώτη φορά – αδυνατούσε να υπακούσει στην αγωνιώδη έκκληση του βασιλιά του, καθώς δεν είχε φέρει σε πέρας ακόμα την αποστολή του αυτοκρατορικού προξενητή που έψαχνε να βρει νύφη για τον χήρο (δις) και άτεκνο αυτοκράτορα.
Θέμα μείζον για την βασιλομήτορα Ειρήνη (γυναίκα του εκδημήσαντος Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου), η οποία έτρεμε στην ιδέα ότι μπορεί να έφευγε από τη ζωή ο αδελφός του άντρα της χωρίς να αφήσει διάδοχο πίσω του.
Ώσπου κάποια στιγμή ο προξενητής κατέληξε σε δύο υποψήφιες: στην κόρη του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Ιωάννη Δ’ Κομνηνού (γνωστού ως «Καλογιάννη») και την κόρη του βασιλιά της Ιβηρίας του Καυκάσου Γεώργιου Γκούργκεν (του Οίκου των Βαγρατιδών), η οποία ήταν και η τελική επιλογή του για τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου.
Μόνο που η επιλογή του αυτή δεν επέστρεψε μαζί του στην Πόλη τον Σεπτέμβριο του 1451. Έτσι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος υποδέχθηκε με τιμές, αντ’ αυτής, τον πρέσβη του μακρινού βασιλιά πατέρα της (ο οποίος συνόδευε τον Σφραντζή) κάνοντας επίσημους αρραβώνες «δι’ αντιπροσώπου». Ήταν το μόνο συνοικέσιο, άλλωστε, που κατέληξε σε επίσημο αρραβώνα για τον άτυχο αυτοκράτορα, έστω κι αν απ’ αυτόν απουσίαζε η νύφη.
Γάμος δεν έγινε, φυσικά, αλλά ο Παλαιολόγος δέχθηκε να κάνει τον αρραβώνα με την απούσα νεαρή πριγκίπισσα η οποία δεν πάτησε το πόδι της ποτέ στην Κωνσταντινούπολη, παρά την περί του αντιθέτου υπόσχεση του συμπατριώτη της πρέσβη.
Και δέχτηκε να κάνει τον τύποις αρραβώνα επίσημο ο αυτοκράτορας (έστω «δι’ αντιπροσώπου»), για να μην κακοκαρδίσει τον προξενητή φίλο του Σφραντζή, τη βασιλομήτορα νύφη του, τους αυτοκρατορικούς συμβούλους και τον βασιλιά της Ιβηρίας του Καυκάσου σε μια περίοδο που είχε μείνει παντέρμη από φίλους η Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Για τον τελευταίο ιδιαίτερα λόγο ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν βαθιά προβληματισμένος βλέποντας πως οι πολιτικές και στρατιωτικές του ικανότητες δεν ήταν ικανές να αλλάξουν τον διαμορφωμένο συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ Βυζαντινών και Οθωμανών Τούρκων, πολύ περισσότερο όταν τον γηραιό Μουράτ Β’ είχε διαδεχθεί στον σουλτανικό θρόνο ο φιλόδοξος και ικανότατος Μωάμεθ Β’…
Τους τελευταίους μήνες μάλιστα του 1451 έφταναν στον αυτοκράτορα απανωτά μηνύματα απογοήτευσης τόσο απ’ το ανατολικό μέτωπο (δια του αρχιναύρχου του Στόλου Λουκά Νοταρά), όσο και από τους πρέσβεις που είχε στείλει στους χριστιανούς βασιλείς της Δύσης παρακαλώντας τους για βοήθεια.
Πέρα απ’ τις υποσχέσεις όμως και τα ευχολόγια του αυτοκράτορα της Γερμανίας Φρειδερίκου Γ’, των βασιλέων της Γαλλίας, του Καρόλου Ζ΄της Αραγονίας και της Καταλονίας και του βοεβόδα της Τρανσυλβανίας Ιωάννη Ουνιάδη (γνωστού για τα αντι-ισλαμικά του αισθήματα), δεν προθυμοποιήθηκε κανείς απ’ αυτούς να στείλει βοήθεια στην ετοιμοθάνατη Πόλη!!!
Κι αυτό είχε καταθλίψει τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, όπως και το γεγονός ότι την επόμενη χρονιά (1452) οι ορθόδοξοι Σέρβοι έστειλαν στον Μωάμεθ βοήθεια, αν και ήταν αλλόθρησκος.Έτσι το μόνο ευχάριστο νέο ήταν αυτό που πληροφορήθηκε στο Παλάτι των Βλαχερνών (τέλη του 1451) για την αποστολή στην Κωνσταντινούπολη μικρής νηοπομπής από πολεμικές γαλέρες με επικεφαλής τον Γαβριήλ Τρεβιζάνο.
Όσο γίνονταν αυτά εντωμεταξύ στην ασθμαίνουσα για επιβίωση Κωνσταντινούπολη, ο Μωάμεθ προχωρούσε το σχέδιό του (που είχε βάλει σε εφαρμογή από την αρχή του Χειμώνα του 1451) για χτίσιμο δεύτερου κάστρου στο βυζαντινό έδαφος της ευρωπαϊκής ακτής του Βοσπόρου (δούλευαν μερόνυχτα οι τεχνίτες, για να το τελειώσουν σε έξι μήνες).
Το είχε «βαφτίσει» μάλιστα «Μπογάζ Κεσέν» («Κόφτης των Στενών», σημερινό «Ρούμελι Χισάρ» στο στενότερο σημείο του Βοσπόρου) και το καμάρωνε πολύ λόγω της στρατηγικής θέσης του απέναντι από το πρώτο τουρκικό κάστρο «Αναντολού Χισάρ» στην Ασία.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος μάθαινε από κατασκόπους του για όλα αυτά και τον κυρίευε απελπισία, γιατί συνειδητοποιούσε ότι οι Τούρκοι ήταν πανέτοιμοι ενώ οι Βυζαντινοί όχι λόγω απουσίας βοήθειας και, προπάντων, λόγω στρατιωτικής αδυναμίας.
Είχε περάσει ανεπιστρεπτί, δυστυχώς, το ένδοξο στρατιωτικό παρελθόν τους με τους ετοιμοπόλεμους τακτικούς, τους επίλεκτους μισθοφόρους (βλ. Βάραγγοι, 13ος αι. κλπ), τις ασύγκριτες πολιορκητικές μηχανές και το υγρό πυρ του Καλλίνικου που θαυματουργούσε τον 7ο αιώνα).
Και σαν να μην έφτανε αυτό, όσο χτιζόταν το καταραμένο δεύτερο κάστρο των Οθωμανών (σ.σ: «λαιμοκοπία» ή «κεφαλοκόπτη» το ονόμαζαν οι χριστιανοί, γιατί χτίστηκε απ’ τον «αποκεφαλισμό» του ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ τον οποίο είχαν γκρεμίσει οι ομοεθνείς του Μωάμεθ, που τον προέτρεπαν να μπει θριαμβευτής στην «Ισταμπούλ» [εις την Πόλιν]), οι Τούρκοι είχαν αποθρασυνθεί εντελώς.
Προκαλούσαν βιβλικές καταστροφές σε βάρος των Βυζαντινών κατοίκων των περιοχών και «καθάριζαν» τους ανυπότακτους. Στην πιο αιματηρή τους επιδρομή, μάλιστα – στο οχυρό των Επιβατών- έσφαξαν τους υπερασπιστές του, ενώ παλούκωσαν 40 κατοίκους απ’ τις επισκοπές και τα γύρω χωριά.
Τα δεινά για την Βασιλεύουσα κλιμακώθηκαν επικίνδυνα, εντωμεταξύ – σε στρατιωτικό επίπεδο – όταν ένας σπιούνος του Μωάμεθ εξαγόρασε μ’ ένα πουγκί χρυσά νομίσματα τον Ούγγρο μηχανικό Ουρβανό που έφτιαχνε τα κανόνια των Βυζαντινών, πείθοντάς τον να αυτομολήσει στο τουρκικό στρατόπεδο και να φτιάξει το διασημότερο κανόνι της εποχής του. Ένα κανόνι που σημάδευε ανελέητα, τελικά, τα αλλοτινά αγέρωχα και τώρα άμοιρα και πολυτραυματισμένα τείχη της Πόλης.
Μέχρι το Πάσχα του 1453 (που ο Παλαιολόγος διαισθανόταν ότι θα ήταν το τελευταίο) ο αυτοκράτορας είχε επισκεφτεί, για πολλοστή φορά, τις θεοφρούρητες άλλοτε Πύλες-καστρόπορτες των θαλάσσιων και των (διπλών Θεοδοσιανών) χερσαίων τειχών από την Προποντίδα, τη θάλασσα του Μαρμαρά, ως το παλάτι των Βλαχερνών που έβλεπε στον Κεράτιο κόλπο, για την ασφάλεια του οποίου οι Βυζαντινοί έκλεισαν το στόμιο του κόλπου με μια βαριά σιδερένια αλυσίδα που εκτεινόταν μέχρι τη συνοικία του Γαλατά.
Πύλες στρατιωτικές και αστικές που είχαν αντέξει κατά το παρελθόν σε εκατοντάδες πολιορκίες και ήταν αριθμημένες από νότο προς βορρά (η Πύλη του Πρώτου ή του Χριστού, η Πύλη του Δευτέρου, του Τρίτου, του Τέταρτου, του Πέμπτου … του Εβδόμου).
Οι πιο φημισμένες ήταν αυτές του τείχους της ξηράς (μήκους 7-8 χ.λ.μ): Η Πύλη της Αδριανούπολης [ή Ρουσία Πύλη»Εντιρνέ Καπού», τουρκιστί), η Χρυσή Πύλη [«Γεντί Κουλέ», απέναντι από την οποία έστησε πυροβόλο ο Μωάμεθ κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Πόλης], η Πύλη του Αγίου Ρωμανού («Πύλη του Πέμπτου», όπου σκοτώθηκε ο Παλαιολόγος), του Ρηγίου, της Σηλυβρίας ή Ζωοδόχου Πηγής, της Αγίας Κυριακής, του Χαρισίου, των Βλαχερνών, της Καλλιγαρίας («Πύλη του Εβδόμου», της Χαρσία ή του Αγίου Ιωάννη).
Πέρα από τις παραπάνω Πύλες της χερσαίας γραμμής άμυνας της Πόλης, υπήρχαν και οι Πύλες Θαλάσσης για να να μην μπορεί να αποβιβαστεί ο εχθρός, εάν δοκίμαζε επίθεση από τα Κεράτια τείχη (5 χ.λ.μ: Πύλες «Μπαλάτκαπι», «Φενέρκαπι» και «Ζινδάνκαπι», τουρκιστί) ή από τα τείχη του Μαρμαρά (9 χ.λ.μ: Πύλη των Λεόντων, του Κοντοσκαλίου και Νέα Πύλη).
Κοντά σ’ όλες τις παραπάνω, υπήρχαν και μικρότερες πύλες (πυλίδες) από τις οποίες ανεβοκατέβαιναν στρατιώτες, μοναχοί των μοναστηριών, αγγελιαφόροι, μυστικοί επισκέπτες ή επισκέπτες του αυτοκράτορα. Μια απ’ αυτές ήταν και η γνωστή για τον τραγικό ρόλο που διαδραμάτισε στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης «Κερκόπορτα» («Ξυλόκερκος πόρτα», ονομασία που πήρε από τον μικρό ξύλινο ιππόδρομο που υπήρχε εκεί).
«Πυλίδες», σημειωτέον, υπήρχαν και στα παράκτια τείχη της θάλασσας, όχι μόνο στα χερσαία. Ήταν μικρότερες από του χερσαίου τείχους και λειτουργούσαν στην πλειοψηφία τους ως πυλίδες εμπορικές, αλλά και για ανεφοδιασμό του βυζαντινού στρατού από θαλάσσης.
Αυτόν τον στρατό είχε κατά νου ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος επιστρέφοντας στο παλάτι μετά την επιθεώρηση των Πυλών. Μια μεγάλη η απελπισία τον κυρίεψε για την αδυναμία του να τον επανδρώσει εκσυγχρονίζοντας ταυτόχρονα τον φτωχό οπλισμό του (τόξα, λιθοβόλα και λίγα ντουφέκια που εκσφενδόνιζαν πέντε και δέκα σφαίρες μαζί) ο οποίος υστερούσε τραγικά απέναντι στην πολεμική μηχανή του Μωάμεθ.
Η νύχτα είχε γίνει βαριά και δεν την άντεχε. Καθώς δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ο αυτοκράτορας άνοιξε την καρδιά του στον έμπιστό του Σφραντζή για να ξαλαφρώσει, σαν να τον είχε εξομολογητή. Με τα ταμεία του κράτους αδειανά, όχι μόνο δεν μπορούσε να ανασυντάξει τον στρατό δίνοντάς του καινούργιο οπλισμό, αλλά αδυνατούσε να πληρώσει τους μισθούς του.
Αυτός ήταν ο λόγος, άλλωστε, που ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είχε διατάξει να αφαιρεθούν απ’ τις εκκλησίες τα χρυσά σκεύη και τα αφιερώματα των πιστών, για να γίνουν νομίσματα με τα οποία θα κάλυπτε τις τρέχουσες στρατιωτικές ανάγκες.
Και γι’ αυτό δεν υπήρχε καμιά αντίρρηση, από τον λαό. Καμιά μεμψιμοιρία απ’ τον θεοσεβούμενο λαό της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος πίστευε και υποσχόταν ότι «αν ο Θεός γλίτωνε την Πόλη, θα τα επέστρεφε όλα σε Αυτόν τετραπλάσια»…
Αυτά μέχρι να μπει το μικρόβιο του διχασμού που χώρισε τους Βυζαντινούς σε «ενωτικούς» και «ανθενωτικούς», με αποτέλεσμα οι δεύτεροι να καταριούνται τους πρώτους και τον Παλαιολόγο (γιατί «παρέδωσε την Αγία Σοφία στους Λατίνους αιρετικούς») κραυγάζοντας οι μισοί το τρομερό σύνθημα του μοναχού Γενναδίου (και μετά την Άλωση πρώτου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως) «θάνατος εις τους αζυμίτας* και την ειδωλολατρία αυτών», ενώ οι άλλοι μισοί την ανατριχιαστική ευχή του μεγάλου δούκα και αρχιναύρχου Λουκά Νοταρά:
«κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν!» (μ.τ.φ: «Είναι καλύτερα να δω να βασιλεύει στο κέντρο της Πόλης το τουρκικό φέσι, παρά η λατινική καλύπτρα»)…
Ερμηνευτικά
* Η χρήση των αζύμων στη θεία λειτουργία των καθολικών ήταν ένα από τα σημεία τριβής με τους ορθόδοξους χριστιανούς. Απ’ τις άλλες διαφορές μεταξύ τους οι πιο σημαντικές ήταν: το πρωτείο του Πάπα, η νηστεία του Σαββάτου, η αγαμία του κλήρου και, προπάντων, το καθολικό δόγμα για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και από τον Υιό (Filioque).
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Φραντζή-Δούκα: «Το χρονικό της Αλώσεως»
Κ. Τσοπάνης: «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» και «Άλωση 1453»
Β. Ηλιάδου: «Καλπάζοντας στον άνεμο»
Κρινιώ Καλογερίδου