Γράφει ο Αλέξανδρος Τάρκας
Η ελληνική εξωτερική πολιτική –με ευθύνη του Μαξίμου κι όχι της Διπλωματικής Υπηρεσίας– εισέρχεται στο 2023 με κακούς οιωνούς σχεδόν σε όλα τα μέτωπα, χωρίς ορατή προοπτική αναστροφής της κατάστασης. Το δυσάρεστο νέο στοιχείο, που μειώνει τα περιθώρια χειρισμών συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια, είναι η γκρίζα εικόνα και το μειωμένο κύρος του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν “δεν βρήκε χρόνο” για ιδιαίτερη συνάντηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη πριν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του περασμένου Δεκεμβρίου, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν δεν προγραμματίζει ταξίδι στην Αθήνα παρά τα επανειλημμένα ελληνικά αιτήματα επί πέντε μήνες. Ως τελευταίες ευκαιρίες για την επίσκεψη Μπλίνκεν (αν ριψοκινδυνεύσει ένα ραντεβού που θα παρερμηνευθεί σαν προεκλογική παρέμβαση) εμφανίζονται τα τέλη Φεβρουαρίου ή Μαρτίου, όταν θα βρίσκεται, ούτως ή άλλως, στην Ευρώπη για τη Σύνοδο Ασφαλείας του Μονάχου και συναντήσεις στο ΝΑΤΟ αντίστοιχα.
Παράλληλα, η ραγδαία πτώση του κύρους του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει συνέπειες και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Όχι μόνο λόγω των υποκλοπών, αλλά εξαιτίας κυρίως της απόλυτης αναξιοπιστίας της “προσωπικής διπλωματίας” που ασκεί ο Έλληνας πρωθυπουργός με πρακτικό αποκλεισμό του υπουργείου Εξωτερικών και του παρακολουθούμενου Νίκου Δένδια. Η Ουάσινγκτον και οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες συγκινούνται ελάχιστα, πλέον, από τις υπερπτήσεις τουρκικών αεροσκαφών στα νησιά και τις δεκάδες (ημερησίως!) παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου.
Συγχωροχάρτι
Και γιατί να συγκινηθούν, αφού ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδωσε, αυτοβούλως, έμμεσο συγχωροχάρτι στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με την –άνευ όρων, άνευ πρακτικών και άνευ κοινού ανακοινωθέντος– συνάντηση της Κωνσταντινούπολης, τον Μάρτιο του 2022; Αν και είχαν προηγηθεί ακραίες προκλήσεις, ο Έλληνας πρωθυπουργός ρίσκαρε πάλι την άσκηση “προσωπικής διπλωματίας” με τον Τούρκο πρόεδρο.
Ανακάλυψε ότι όλα βαίνουν ομαλώς, προβλέποντας, δημοσίως, ήρεμο καλοκαίρι και φθινοπωρινή σύγκληση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας. Όταν λίγο μετά την Κωνσταντινούπολη, πολλαπλασιάστηκαν οι υπερπτήσεις και παραβιάσεις και τον Οκτώβριο υπογράφτηκε νέο τουρκολιβυκό μνημόνιο, η αντίδραση εταίρων και συμμάχων ήταν σχεδόν αδιάφορη. Εξέδωσαν μόνο χλιαρές επικριτικές δηλώσεις, χωρίς την ανάληψη πρωτοβουλίας κατευνασμού ή επαναφοράς του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην τάξη. Γιατί –πέραν των δικών τους συμφερόντων– είχαν και τη βεβαιότητα ότι αργά ή γρήγορα ο Έλληνας πρωθυπουργός θα πρόσφερε νέο συγχωροχάρτι στην Άγκυρα.
Οι προβλέψεις τους δικαιώθηκαν, καθώς πραγματοποιήθηκαν συναντήσεις των υπουργών Άμυνας Νίκου Παναγιωτόπουλου και Χουλουσί Ακάρ και των διπλωματικών συμβούλων Άννας-Μαρίας Μπούρα και Ιμπραχήμ Καλίν. Ως δικαιολογητική βάση χρησιμοποιήθηκε η ανάγκη διατήρησης ανοιχτών καναλιών επικοινωνίας (επιβάλλεται να υπάρχουν), αλλά και πάλι το Μαξίμου έκανε το λάθος να μη θέσει ούτε καν τυπικούς όρους.
Κατόπιν όλων αυτών, δεν αποτελεί έκπληξη ότι ακόμα και ο Έντι Ράμα εμπαίζει ανοιχτά τον Κυριάκο Μητσοτάκη, μολονότι η Αλβανία έχει ανάγκη την Ελλάδα διμερώς και στις σχέσεις με την ΕΕ. Ο Έλληνας πρωθυπουργός εκφράζει ενθουσιασμό που ο ομόλογός του θα προχωρήσει στη σύνταξη συνυποσχετικού για παραπομπή των διαφορών για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στη Χάγη, αλλά στην πραγματικότητα τα Τίρανα απλώς θα συγκροτήσουν (ίσως εντός διμήνου) μια επιτροπή που “θα εξετάσει” το θέμα!
Διαβάστε ακόμη