Έχοντας μαθητεύσει μέχρι τα 37 χρόνια του στο πλευρό του Πλάτωνα (Ακαδημία), ο Αριστοτέλης ήταν πλέον ένας αυτεξούσιος νους προικισμένος με πλουσιόδωρη φιλοσοφική, θεολογική και επιστημονική σκέψη.
Ο θάνατος του μεγάλου δασκάλου του (347) τον ταρακούνησε συναισθηματικά, αλλά – καθώς θεωρούσε ότι τα συναισθήματα επηρεάζουν τη λειτουργία του σώματος και όχι την νοητική λειτουργία – εκτίμησε έγκαιρα (μετά και τη διαδοχή εκείνου στην Ακαδημία από τον ανιψιό του φιλόσοφο Σπεύσιππο) πως θα ήταν προς το συμφέρον του η απομάκρυνσή του από την Αθήνα απ’ τη στιγμή που μαινόταν ο αντιμακεδονικός «πόλεμος» λόγω κατάληψης της Ολύνθου (348) από τον Φίλιππο Β’ και με «τρέχουσα» τη διάλυση της Β’ Αθηναϊκής Συμμαχίας.
Έτσι (παρέα με τον φίλο του στη Σχολή Ξενοκράτη) ο Σταγειρίτης φιλόσοφος εγκαταστάθηκε στην Άσσο της Μικράς Ασίας μετά από πρόσκληση του τυράννου ηγεμόνα της Ερμεία, παλιού μαθητή του Πλάτωνα και του ίδιου, όπου παρέμεινε δύο χρόνια συγγράφοντας και διδάσκοντας στην τοπική Σχολή φιλοσοφίας (παράρτημα της Ακαδημίας του Πλάτωνα).
Μετά τη σύλληψη όμως και τον μαρτυρικό θάνατο του Ερμεία (σταύρωση) από τον Αρταξέρξη Γ’, ο Αριστοτέλης έφυγε από την Άσσο. Παντρεύτηκε την βιολόγο Πυθιάδα (ανιψιά και θετή κόρη του τυράννου απ’ την οποία απέκτησε μια συνονόματη της μητέρας της κόρη) και εγκαταστάθηκε στη Λέσβο (τόπο καταγωγής του Ξενοκράτη και του Θεόφραστου (νέου μαθητή και διαδόχου του αργότερα [322] στην Περιπατητική Σχολή της Αθήνας).
Όσο ήταν στη Λέσβο ο μεγάλος φιλόσοφος, δέχθηκε πρόσκληση από τον Φίλιππο Β’ (342) να αναλάβει τη μόρφωση του έφηβου γιου του Αλέξανδρου. Έκανε δεκτή την πρόσκληση και στην μακεδονική αυλή έμεινε έξι χρόνια (342-336/335).
Στο βασιλικό Γυμνάσιο-Γυμναστήριο της Μίεζας (έδρας της Περιπατητικής Σχολής του στη σημερινή Ημαθία) σπούδασε η γενιά που επρόκειτο να αλλάξει τον κόσμο. Ο Αλέξανδρος και οι «παίδες» της αριστοκρατίας των Μακεδόνων ασκούσαν πνεύμα και σώμα για να γίνουν άξιοι διοικητές του στρατού και να αναλάβουν τα ύψιστα αξιώματα του μακεδονικού κράτους.
Εκεί, στο τεράστιο οικοδομικό συγκρότημα έκτασης πάνω από 30 στρέμματα – με Γυμνάσιο τύπου στρατιωτικής Ακαδημίας, στα βορειοανατολικά του οποίου υπήρχε θέατρο – ο Αριστοτέλης μεταλαμπάδευσε στον πολύφερνο μαθητή του και τους συνομηλίκους του γνώση και μετέδωσε υψηλές αξίες και νοήματα.
Μετά τη δίχρονη παραμονή του έφηβου διαδόχου στην Μίεζα, ο πάνσοφος του 4ου αιώνα π Χ συνέχισε να του παραδίδει μαθήματα στο παλάτι της Πέλλας μέχρι τη δολοφονία του Φίλιππου Β’ [336] και την άνοδο στον μακεδονικό θρόνο του εικοσάχρονου «Αλέξανδρου Γ’ της Μακεδονίας».
Ήταν χρόνια αξέχαστα για τον Αριστοτέλη, γιατί – πέρα από την αλληλεπίδραση με τους μαθητές του πάνω στους τομείς της φυσικής, βιολογίας, ζωολογίας, μεταφυσικής, λογικής, ηθικής, ποίησης, θεατρικής παιδείας, μουσικής, ρητορικής, πολιτικής – τον κατέστησαν μάρτυρα των πρώτων επιτυχιών του μαθητή του.
Των πρώτων επιτυχιών του επί του εμπόλεμου πεδίου, αφού από τα 16 του κιόλας ο Αλέξανδρος μπήκε με επιτυχία στον πολεμικό στίβο ως επικεφαλής της εκστρατείας κατά των ανυπότακτων στην μακεδονική κυριαρχία Μαίδων (ελληνικού θρακικού φύλου), για να φτάσει στο αποκορύφωμα των νεανικών στρατιωτικών ικανοτήτων του με τον θρίαμβο στη Χαιρώνεια κατά των συνασπισμένων Ελλήνων (338) , που σηματοδότησε τη μετάβαση από τις πόλεις-κράτη στην ενιαία Ελλάδα κι από την κλασική στην ελληνιστική περίοδο.
Μετά από σύντομη παραμονή στη γενέθλια γη του (τα Στάγειρα), ο Αριστοτέλης επέστρεψε στην Αθήνα το 335 π Χ (λίγους μήνες μετά τη δολοφονία του Φιλίππου τον Ιούνιο του 336) και ίδρυσε το «Λύκειον» (Γυμνάσιο-Γυμναστήριο) σε ιδανική τοποθεσία, που οριζόταν νοτιοδυτικά από το Ολυμπιείο, νότια από τον Ιλισό ποταμό και βόρεια από τον Λυκαβηττό και τον Ηριδανό. Περιοχή με προϊστορία από το Ιερό του Λυκείου Απόλλωνα και περιπατητικές διαδρομές για δασκάλους και μαθητές.
Αυτά, στα διαλείμματα των ωρών διδασκαλίας, γιατί μέσα στις τάξεις άνθιζε και διακτινιζόταν – χάρη στον Αριστοτέλη (δάσκαλο με ηθική συνείδηση και επιστημονική εντιμότητα, όπως και ο Σχολάρχης μαθητής του φιλόσοφος Θεόφραστος) ο εμπειρισμός, η ευρυμάθεια και η πολυμάθεια, με αντικείμενα τη φιλοσοφία, τη ρητορική, την ποίηση και τις επιστήμες, αφού μόνο τα πρώτα – από τα 13 χρόνια λειτουργίας της η αφιερωμένη στη λατρεία των Μουσών Σχολή του Αριστοτέλη είχε θρησκευτικό και χαρακτήρα.
Με όργανα διδασκαλίας τούς χάρτες που είχε μαζέψει ο ίδιος και τα άλλα μέσα εποπτικής ύλης για τη διδασκαλία των φυσικών μαθημάτων, η παράδοση στις τάξεις – ιδιαίτερα τις ώρες της επιστημονικής έρευνας, της Φιλοσοφίας «ακροαματικής» στην πρωινή διδασκαλία και της «Ρητορικής» (σε αναλογική σχέση με τη Διαλεκτική) στην απογευματινή – ήταν απολαυστική για τους μαθητές.
Τους μαθητές οι οποίοι είχαν την τύχη να διδάσκονται από τον καλύτερο δάσκαλο στο καλύτερο φυσικό περιβάλλον της Σχολής, όπου αποθεωνόταν καθημερινά το εκθαμβωτικό λυκαυγές της Αττικής.
Ο κήπος υπό τη σκιά του Λυκαβηττού (όπου επιθυμούσε να ταφεί ο Αριστοτέλης [βλ. Διογένης Λαέρτιος «Βίοι καὶ γνῶμαι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων»]) ήταν ασύγκριτος και εμπλουτισμένος από ένα ιερό των Μουσών, δύο στοές, ένα βωμό και αγάλματα του Αριστοτέλη και του πατέρα του Νικομάχου.
Το «Λύκειον» της Αθήνας («Περίπατος» ονομάστηκε αργότερα η Σχολή του Αριστοτέλη) εξελίχθηκε σε ιδανικό ανώτατο πνευματικό ίδρυμα και μετατράπηκε στο αντίπαλο δέος της Ακαδημίας που διηύθυνε ο Σπεύσιππος (ανιψιός και διάδοχος του Πλάτωνα στην ηγεσία της) και της Σχολής του Ισοκράτη, αρχαίου ρήτορα της κλασικής αρχαιότητας.
Επιπλέον, το ήρεμο και διαυγές περιβάλλον του «Λυκείου» έδωσε τη δυνατότητα στον Μακεδόνα φιλόσοφο να γράψει στο διάστημα 335-323 τα σημαντικότερα έργα του, έστω και αν στο τέλος της γόνιμης συγγραφικά αυτής περιόδου – μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου (323) – βρήκαν την ευκαιρία να στραφούν εναντίον του οι εχθροί του:
Το ιερατείο, δηλαδή, της Αθήνας (με εκπρόσωπό του τον ιεροφάντη της Ελευσίνιας Δήμητρας Ευρυμέδοντα) και η Σχολή του Ισοκράτη (υπό τον Δημόφιλο) αποδίδοντάς του βαριές κατηγορίες για φιλομακεδονικά φρονήματα και ασέβεια (“γραφή ασεβείας»*), με αφορμή το ποίημα που έγραψε στην Αρετή προς τιμήν του (τυράννου) φίλου του Ερμεία (*σ.σ: «προσέβαλε τον θεό η χρήση ποιητικού σχήματος για να υμνηθεί ένας κοινός θνητός και δη φίλος – άρα κατάσκοπος – του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας…).
Κοντά σ’ αυτά ήρθε και προστέθηκε δραματικά ο θάνατος του 33χρονου Μεγαλέξανδρου (323 π Χ), επώδυνη απώλεια για τον δάσκαλό του Αριστοτέλη που έχασε τον καλύτερο μαθητή του στην ακμή της ηλικίας του. Η ψυχρότητα χρόνων στην καρδιά του Σταγειρίτη φιλοσόφου από τον άδικο θάνατο του ανιψιού του (ιστορικού Καλλισθένη) είχε καταλαγιάσει δίνοντας τη θέση της στην έγνοια και τον θαυμασμό του πολυεπιστήμονα φιλοσόφου για τον κοσμοκράτορα μαθητή του.
Η περίοδος των 12/13 χρόνων πριν την απώλεια του Μ. Αλέξανδρου ήταν για τον Σταγειρίτη φιλόσοφο η τελευταία καρποφόρα συγγραφικά περίοδος της ζωής του, καθώς είχε συνθέσει ή ολοκληρώσει:
1. Τα «Πολιτικά» (Ορισμός και διάρθρωση της πόλεως-συγκέντρωση των μορφών διακυβέρνησης [συντάγματα] σε 158 Πολιτείες, Ταξινόμηση των πολιτευμάτων [Δημοκρατία, Ολιγαρχία, Βασιλεία]-εκπαιδευτικό σύστημα της Άριστης Πολιτείας και θέση της Μουσικής και Γυμναστικής σε αυτήν κλπ).
2. Τα »Μεταφυσικά» («Μετὰ τὰ Φυσικά»), οντολογική έρευνα σε τρεις φάσεις: περιγραφική/φαινομενολογική/αναγωγική — Μελέτες για θέματα που υπερβαίνουν τα όρια του υλικού κόσμου της φυσικής, φτάνοντας στην ουσία ή στον πυρήνα μιας απόλυτης και τελικής πραγματικότητας η οποία υπάρχει βαθύτερα απ’ τα φαινόμενα.
3. Τα βιολογικού περιεχομένου έργα του «Περί αισθήσεως και αισθητών», «Περί ζώων πορείας», «Περί ζώων κινήσεως» και» Περὶ ζῴων γενέσεως» (περιγραφή της αναπαραγωγής των ζώων, της κύησης και της κληρονομικότητας).
4. Το «Περί γενέσεως και φθοράς»: Οργανικό τμήμα της αριστοτελικής φυσικής φιλοσοφίας, που μελετά τις ποικίλες μεταβολές των σωμάτων και τα πάθη στα οποία υπόκεινται τα σώματα της υποσελήνιας περιοχής (περιοχής στο διάστημα από το κέντρο της Γης μέχρι τη σφαίρα της Σελήνης).
5. Το «Περί οὐρανού» (αστρονομικές και κοσμολογικές απόψεις του Αριστοτέλη για το σύμπαν, τα άστρα, τον αέρα, τον ουρανό και τον υποσελήνιο τόπο, στο κέντρο του οποίου βρίσκονται η γη, ο αήρ, το ύδωρ και το πυρ).
6. Τα «Μετεωρολογικά» (Μελέτη φαινομένων στην υποσελήνιο περιοχή-Η φύση των άστρων-ο Γαλαξίας- οι άνεμοι-οι βροχές-οι αστραπές-οι βροντές-το ουράνιο τόξο-οι κεραυνοί-η ομίχλη-η δροσιά-το χαλάζι-το χιόνι-η θερμότητα και το ψύχος-η μάζα της γης και οι αναθυμιάσεις της).
7. Τα »Ἠθικὰ Νικομάχεια» (Το πρώτο από τα ηθικά συγγράμματα του Αριστοτέλη, τα οποία πραγματεύονται την ιδέα του αγαθού και την ύπαρξή του στη ζωή μας. Αναλύεται, επίσης, η φύση των επιθυμιών-η έννοια της δικαιοσύνης-ο ποιητικός και παθητικός νους-η φιλία και τα είδη της [φιλία από ευχαρίστηση, από ανιδιοτέλεια και από συμφέρον]-τα είδη της ηδονής και της οδύνης) κλπ.
Όλα αυτά και άλλα πολλά που έχουν χαθεί (είτε λόγω του χρόνου είτε γιατί τα φερέγγυα πρόσωπα [τα οποία κληρονόμησαν τα πνευματικά κληροδοτήματα του Αριστοτέλη] τα άφησαν, με τη σειρά τους, σε αφερέγγυους ή σε μετοίκους εντός και εκτός Ελλάδας), έδιναν ζωή στον Αριστοτέλη.
Τον έκαναν να νιώθει ανθεκτικός ψυχικά και χρήσιμος στην κοινωνία της πόλης όπου ζούσε («Η πόλη είναι μία φυσική πραγματικότητα και ο άνθρωπος είναι φύσει πολιτικόν ζώον»…, Ἀριστοτέλης, Πολιτικά, Α, 1253a 1-5 και Α, 1252b – 1253a 33).
Ωστόσο, μετά τις κατηγορίες που εκτοξεύθηκαν σε βάρος του για φιλομακεδονικά φρονήματα και ασέβεια – επειδή καταλάβαινε τα πραγματικά κίνητρα και τις αληθινές προθέσεις των μηνυτών του -, ο μεγάλος φιλόσοφος έφυγε από την Αθήνα πριν τη δίκη του (323) και εγκαταστάθηκε στο σπίτι της μητέρας του Φαιστιάδας στη Χαλκίδα με τη δεύτερη γυναίκα του (ενδεχομένως παλλακίδα του) Ερπυλλίδα και τα παιδιά του:
Τον Νικόμαχο, γιο απ’ την δεύτερη γυναίκα του, στον οποίο αφιέρωσε ο Αριστοτέλης τα «Ηθικά Νικομάχεια», την Πυθιάδα (κόρη του απ’ τη συνονόματή της πρώτη γυναίκα του, ανιψιά και θετή κόρη του Ερμεία, Πυθιάδα) και τον υιοθετημένο Νικάνορα.
Εκεί βρήκε ο θάνατος τον 63χρονο Αριστοτέλη (322 π Χ), που ήταν μάλλον λυτρωτικός καθώς τον είχαν καταβάλει η μελαγχολία και η αρρώστια του (καρκίνος στομάχου) και – πριν πάρει το δρόμο για την ειμαρμένη – είχε προλάβει να γράψει τις τελευταίες του επιθυμίες (κατά τον ιστοριογράφο-βιογράφο των φιλοσόφων Διογένη Λαέρτιο [«Βίοι φιλοσόφων»], 3ος αιώνας μ.Χ), τις οποίες παραθέτω συνοπτικά :
α) Να ταφεί σε κοινό τάφο με τα λείψανα της πρώτης γυναίκας του (Πυθιάδας), όπως ήθελε και η ίδια (επιθυμία που πραγματοποίησαν οι συμπατριώτες του Σταγειρίτες).
β) Να οριστεί επίτροπος για τα πάντα ο Αντίπατρος (Μακεδόνας στρατηγός του Φιλίππου Β΄ και του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τοποτηρητής του τελευταίου στην Μακεδονία κατά την εκστρατεία του στην Ασία).
γ) Να οριστούν φροντιστές των μελών της οικογένειάς του και της περιουσίας του (μέχρι να αναλάβει ο Νικάνωρ) ο Αριστομένης , ο Τίμαρχος, ο Ίππαρχος , ο Διοτέλης και ο Σχολάρχης του «Λυκείου» του Θεόφραστος, ως υπό αίρεση διαχειριστής της διαθήκης του [«εάν βούληται…»], εκ παραλλήλου με τον υιοθετημένο Νικάνορα, που τον είχε αρραβωνιάσει ο Αριστοτέλης με την ανήλικη κόρη του Πυθιάδα και του είχε αναθέσει στη διαθήκη του την κύρια ευθύνη της επιστασίας).
δ) Να εστιάσουν (οι διαχειριστές της περιουσίας του) στην φιλευσπλαχνία και τον φιλελευθερισμό που έχει να κάνει με τις γυναίκες και τους άνδρες δούλους της οικογένειάς του (να απελευθερώσουν όσους και όσες ανήκαν στο προσωπικό της δίνοντας χρήματα για την επιβίωσή τους).
ε) Να προικίσουν την Ερπυλλίδα (τη δεύτερη γυναίκα του), για να μπορεί να ξαναπαντρευτεί κλπ. Εν κατακλείδι, συνοψίζοντας, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι τα έργα και οι πράξεις του Αριστοτέλη τον αναδεικνύουν – πέρα από ιδανικό μέντορα, δάσκαλο, φιλόσοφο και πανεπιστήμονα – και άνθρωπο με υψηλής στάθμης συναισθηματική νοημοσύνη, σπάνιο χαρακτήρα και ήθος, ευσέβεια προς το δίκαιο, τους θεσμούς, το «θείον», την ανθρώπινη ζωή και ψυχή, τη ζωή των μη έλλογων όντων.
Ένα ελεύθερο πνεύμα της ελληνικής αρχαιότητας πολύ μπροστά απ’ την εποχή του. Ένας πάνσοφος φιλόσοφος (ενσαρκωτής του ορθού μέτρου) με καρδιά αλτρουϊστή και έμφυτη κλίση στην αλληλεγγύη, τη φιλευσπλαχνία και τη φιλανθρωπία!
Βιβλιογραφία
Πλούταρχος: «Βίοι Παράλληλοι»- «Ἀλέξανδρος» και «Περί τῆς Ἀλεξάνδρου Τύχης ἢ Αρετῆς»Αριστοτέλης: «Ηθικά Νικομάχεια»Πλάτων: «Πολιτεία»Αρριανός: »Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις»Διόδωρος Σικελιώτης: «Ιστορική Βιβλιοθήκη»Βασίλης Κάλφας: «Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι» και «Ο Αριστοτέλης πίσω από τον φιλόσοφο»Παναγιώτης Κ. Μητροπέτρος: Προσεγγίσεις στον ΑριστοτέληΔιογένης Λαέρτιος «Βίοι καὶ γνῶμαι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων»
Κρινιώ Καλογερίδου