Ένας Αλβανός διαρρήκτης με σχεδόν 50 καταδίκες θα παραμείνει στο Ηνωμένο Βασίλειο, αφού δικαστής έκρινε πως τα εγκλήματά του δεν ήταν «εξαιρετικά σοβαρά».
Ο δράστης είχε διαπράξει «σοβαρά και πολυάριθμα» αδικήματα, με αποτέλεσμα να φυλακιστεί για έξι χρόνια στην Ιταλία για ληστεία, κλοπή και παράνομη κράτηση, όπως ενημέρωσε το μεταναστευτικό δικαστήριο. Ωστόσο, όταν έφτασε στη Βρετανία δεν αποκάλυψε αυτές τις καταδίκες, σύμφωνα με το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο υποστήριξε ότι αποτελούσε «πραγματική, παρούσα και αρκετά σοβαρή απειλή» για το Ηνωμένο Βασίλειο και ζήτησε την απέλασή του.
Η ανώτατη δικαστής απέρριψε τις ενστάσεις του Υπουργείου, θεωρώντας ότι τα εγκλήματα δεν ήταν του τύπου που προκαλεί «έντονη δημόσια αποστροφή» και επέτρεψε την παραμονή του.
Ο τομεάρχης Εσωτερικών της αντιπολίτευσης κατηγόρησε τη δικαστή ότι είναι «αποκομμένη από την πραγματικότητα», καθώς ο συγκεκριμένος «αποτελεί ξεκάθαρο κίνδυνο για το βρετανικό κοινό». Ζήτησε οι δικαστές να δώσουν προτεραιότητα στην προστασία των νομοταγών πολιτών αντί των ξένων εγκληματιών, επισημαίνοντας ότι όσοι αλλοδαποί έχουν διαπράξει εγκλήματα στο Ηνωμένο Βασίλειο ή αλλού πρέπει να απελαύνονται χωρίς εξαιρέσεις.
Η υπόθεση αποτελεί ένα από τα τελευταία παραδείγματα όπου παράνομοι μετανάστες ή ξένοι εγκληματίες έχουν κατορθώσει να παραμείνουν ή να μπλοκάρουν την απέλασή τους.
Η Υπουργός Εσωτερικών προτείνει αλλαγές στον νόμο ώστε να δυσκολεύει η χορήγηση άδειας παραμονής με βάση αιτήματα για ανθρώπινα δικαιώματα, υποχρεώνοντας τους δικαστές να λαμβάνουν περισσότερο υπόψη την ασφάλεια του κοινού.
Ο αλλοδαπός έφτασε στο Ηνωμένο Βασίλειο τον Αύγουστο του 2020, τρία χρόνια μετά την καταδίκη του στο Τορίνο σε έξι χρόνια φυλάκισης για ληστεία, παράνομη κράτηση, καθώς και 44 κλοπές και διαρρήξεις.
Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, υπέβαλε αίτηση για άδεια παραμονής στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) ως σύζυγος πολίτη ΕΟΧ. Η αίτησή του απορρίφθηκε αρχικά επειδή δεν απέδειξε ότι η σύντροφός του είχε δικαιώματα βάσει της Συνθήκης της ΕΕ, αλλά μετά από έφεση πήρε την κάρτα παραμονής. Κατά τη διάρκεια της αναμονής της απόφασης, ζήτησε άδεια παραμονής μέσω του Σχεδίου Εγκατάστασης της ΕΕ.
Ωστόσο, το Υπουργείο Εσωτερικών ανέφερε ότι απέκρυψε τις καταδίκες του για διαρρήξεις και απέρριψε την αίτησή του τον Ιούλιο του 2022, αποφασίζοντας παράλληλα την απέλασή του ως «πραγματική και σοβαρή απειλή» για το κοινό.
Ο ίδιος άσκησε έφεση και το πρώτο βαθμό δικαιοσύνης δικαίωσε την προσφυγή του, με ψυχολόγο να κρίνει ότι ο κίνδυνος να ξανακάνει εγκλήματα ήταν «χαμηλός» και ότι δεν απειλούσε σοβαρά την κοινωνία.
Η Υπουργός Εσωτερικών αμφισβήτησε την απόφαση, υποστηρίζοντας ότι το δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα την απόδειξη, όρισε λάθος όρια για την προστασία από απέλαση και δεν έδωσε σαφείς αιτιολογίες.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι το αν ο αλλοδαπός αποκάλυψε ή όχι τις καταδίκες του ήταν «ελάχιστης σημασίας» για την απόφαση.
Η δικαστής έκρινε ότι το κατώτερο δικαστήριο εφάρμοσε σωστά τα κριτήρια για το κατώφλι απέλασης και την επανένταξη.
«Παρότι τα προηγούμενα εγκλήματα ήταν σαφώς σοβαρά και πολυάριθμα, τα στοιχεία δεν έδειξαν ότι ήταν τύπου που προκαλεί ‘έντονη δημόσια αποστροφή’ ώστε να δικαιολογείται η απέλαση», ανέφερε.
Επιπλέον, επαίνεσε τις «λεπτομερείς, σαφείς και καλά δομημένες» αιτιολογίες του κατώτερου δικαστηρίου και δεν βρήκε νομικό λάθος που να δικαιολογεί την ανατροπή της απόφασης για παραμονή του. «Κρίσεις του Υπουργού Εσωτερικών εναντίον του κατώτερου δικαστηρίου δεν είναι βάσιμες».
Κάθε χρόνο καταγράφονται περίπου 270.000 διαρρήξεις κατοικιών στη Βρετανία, με μόνο μία στις 25 να οδηγεί στη σύλληψη και κατηγορία του δράστη.
Ένα στα οκτώ άτομα (13%) μετακομίζει λόγω του τραύματος από τη διάρρηξη, ενώ ανάλογο ποσοστό δηλώνει ότι δεν μπορεί να μείνει μόνο στο σπίτι μετά το περιστατικό.
Εκπρόσωπος του Υπουργείου Εσωτερικών δήλωσε: «Δεν συμφωνούμε με αυτή την απόφαση και εξετάζουμε τις επιλογές για έφεση. Οι αλλοδαποί που διαπράττουν εγκλήματα πρέπει να γνωρίζουν ότι θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μη βρίσκονται ελεύθεροι στους δρόμους της Βρετανίας, συμπεριλαμβανομένης της άμεσης απέλασης. Παραμένουμε αποφασισμένοι να μη διστάζουμε να απελαύνουμε ξένους εγκληματίες, καθώς αυτό υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον».