Σφοδρές αντιδράσεις προκαλεί στην Αλβανία η κυβερνητική πρωτοβουλία για τη μετατροπή των πρώην πολιτικών φυλακών του Σπάτς (Spaç) σε μουσείο μνήμης. Παρά τις επίσημες διαβεβαιώσεις για «σεβασμό στην ιστορική αλήθεια», επιζώντες του καθεστώτος Χότζα, ιστορικοί και πολιτικά πρόσωπα καταγγέλλουν ότι η διαδικασία γίνεται με τρόπο που θέτει σε κίνδυνο την αυθεντικότητα και τον τραγικό συμβολισμό του τόπου.
Η τοποθεσία, στις βόρειες πλαγιές της Mirditë, υπήρξε για δεκαετίες σύμβολο της φρίκης του κομμουνιστικού καθεστώτος. Εκατοντάδες πολίτες, μεταξύ των οποίων και Βορειοηπειρώτες, βασανίστηκαν ή πέθαναν εκεί επειδή θεωρήθηκαν πολιτικοί αντίπαλοι του Ενβέρ Χότζα.
Η ανακοίνωση του Υπουργού Πολιτισμού Μπλέντι Γκοντζε για την έναρξη έργων αποκατάστασης προκάλεσε την έντονη αντίδραση της προέδρου της Επιτροπής Πολιτισμού Ίνα Ζούπα, η οποία ζήτησε την άμεση παύση των εργασιών και κοινοβουλευτική ακρόαση για το θέμα. Υπό την πίεση της δημόσιας κριτικής και του πολιτικού διαλόγου, το Υπουργείο Πολιτισμού ανακοίνωσε πως οι εργασίες καταστέλλονται προσωρινά, μέχρι να υπάρξει πλήρης αποσαφήνιση των μεθόδων και στόχων του έργου.
«Δεν μπορεί να διορθώσει κανείς, ούτε να εξωραΐσει την κόλαση», δήλωσε χαρακτηριστικά ο πρώην πολιτικός κρατούμενος και συγγραφέας Visar Zhiti, εκφράζοντας φόβους για μια μουσειοποίηση «σκηνογραφική», που απογυμνώνει την τοποθεσία από το πραγματικό της νόημα. Αντίστοιχες ανησυχίες διατυπώνει και ο Fatos Lubonja, διανοούμενος και επιζών του καθεστώτος, ο οποίος έχει επανειλημμένα τονίσει την ανάγκη να μείνει ζωντανή η μνήμη μέσω αυθεντικών βιωμάτων, όχι επιφανειακών αφηγήσεων.
Κριτική δέχεται επίσης η επιλογή δημιουργίας ενός νέου μουσείου μακριά από τον ιστορικό χώρο των φυλακών, δίπλα στην εθνική οδό, κάτι που – σύμφωνα με την αντιπολίτευση – διαστρεβλώνει την ιστορική εμπειρία και απομακρύνει τους επισκέπτες από την πραγματικότητα του τόπου μαρτυρίου.
Το Υπουργείο Πολιτισμού υποστηρίζει ότι οι εργασίες θα πραγματοποιηθούν «μόνο με βάση λεπτομερή τεκμηρίωση, ιστορικές φωτογραφίες και μαρτυρίες», ενώ τονίζει πως η διακοπή των παρεμβάσεων θα παραμείνει σε ισχύ μέχρι να ολοκληρωθεί ο θεσμικός διάλογος με ιστορικούς, επιζώντες και οργανώσεις μνήμης.
Ο δημόσιος διάλογος που άνοιξε φέρνει ξανά στο προσκήνιο τη δύσκολη σχέση της Αλβανίας με το κομμουνιστικό της παρελθόν, καθώς και το ερώτημα: πώς μπορεί ένα έθνος να τιμήσει τα θύματά του χωρίς να αλλοιώσει τη μνήμη τους;