Γράφει ο Νότης Μαριάς
Η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα αναμφίβολα αποτελεί ένα κεφαλαιώδες ζήτημα το οποίο απασχολεί την επικαιρότητα το τελευταίο διάστημα. Ένα θέμα στο οποίο κυβέρνηση και αντιπολίτευση διασταυρώνουν τα ξίφη τους με ιδιαίτερη ένταση καθώς βαδίζουμε πλέον σε προεκλογική περίοδο. Ταυτόχρονα όμως ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η εκκωφαντική σιωπή των πολιτικών δυνάμεων της χώρας σε σχέση με το έτερο κεφαλαιώδες ζήτημα της λεηλασίας των αρχαιολογικών μας θησαυρών από τους ναζί κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Πολύ δε περισσότερο καθώς αυτές τις ημέρες συμπληρώνεται ένας χρόνος από το εξαιρετικά αποκαλυπτικό άρθρο των New York Times για την αρπαγή των αρχαιολογικών μας θησαυρών από τους ναζί. Επρόκειτο για «ένα συναρπαστικό εκτενές ρεπορτάζ για την τύχη των αρχαίων θησαυρών μας κατά την περίοδο της Κατοχής» το οποίο «φιλοξένησαν οι «New York Times» στις σελίδες τους …..ρίχνοντας νέο φως στη λεηλασία των αρχαιοτήτων μας αλλά και συνδέοντές τες με τη διεκδίκηση των επίσης κλοπιμαίων Γλυπτών από το Βρετανικό Μουσείο. Σύμφωνα λοιπόν με τους «New York Times» «οι Γερμανοί κατέστρεψαν ανυπολόγιστους θησαυρούς κατά την Κατοχή αλλά έκαναν και δικές τους ανασκαφές με εντολή του Χάινριχ Χίμλερ».
Ειδικότερα κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής στην Ελλάδα λεηλάτησαν τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της Πατρίδας μας. Μάλιστα η λίστα με τους κλαπέντες αρχαιολογικούς θησαυρούς περιέχεται τόσο στον ειδικό τόμο που εξέδωσε το 1946 το Ελληνικό υπουργείο Παιδείας όσο και στην αντίστοιχη ειδική έκθεση που συνέταξε το Βρετανικό υπουργείο Πολέμου.
Η επιστροφή των κλαπέντων από τους ναζί αρχαιολογικών μας θησαυρών αποτέλεσε σημείο αιχμής της κοινοβουλευτικής μας δράσης. Έτσι από την πρώτη στιγμή της εκλογής μας στην Ελληνική Βουλή τον Μάιο του 2012, παλέψαμε με συνέπεια για τις Γερμανικές Αποζημιώσεις απαιτώντας πέραν των άλλων και την άμεση επιστροφή στην Πατρίδα μας του συνόλου των κλαπέντων αρχαιολογικών θησαυρών από τους ναζί κατά την κατοχή. Μάλιστα στις 14/6/2013 καταθέσαμε σχετική Επίκαιρη Ερώτηση προς τον τότε Αναπληρωτή Υπουργό Πολιτισμού κ. Τζαβάρα η οποία συζητήθηκε στις 20/6/2013 και με την οποία καλούσαμε την Ελληνική κυβέρνηση να αναλάβει δράση προκειμένου το Μουσείο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας “Πφάλμπαουτεν” να εξαναγκαστεί να επιστρέψει τα πάνω από 8.000 κομμάτια από τα αγγεία της νεοελληνικής εποχής που αποτέλεσαν λεία πολέμου λόγω παράνομης ανασκαφής των ναζί το 1941 σε περιοχή κοντά στο Βελεστίνο της Μαγνησίας και τα οποία εν συνεχεία οι ναζί φυγάδευσαν στη Γερμανία.
Η παράδοση στις 10/7/2014 εκ μέρους του Γερμανικού Μουσείου “Πφάλμπαουτεν” των ως άνω κλαπέντων αρχαιολογικών θησαυρών αποτέλεσε μερική δικαίωση των αγώνων του ελληνικού λαού και της προσπάθειας όλων μας για την άμεση επιστροφή στην Πατρίδα μας όλων των αρχαιολογικών θησαυρών που λεηλάτησαν οι ναζί.
Ταυτόχρονα απέδειξε ότι το εθνικό θέμα της διεκδίκησης των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα απαιτεί συνεχή αγώνα που πρέπει να διεξάγεται με συνέπεια, μεθοδικότητα και αγωνιστικότητα.
Η πολιτιστική κληρονομιά συγκαταλέγεται μεταξύ των βασικών στοιχείων πολιτισμού. Συμβάλλει στην διατήρηση της ιστορικής μνήμης και των εθνικών παραδόσεων. Για τον λόγο αυτό τα πολιτιστικά αγαθά πρέπει να προστατεύονται από την παράνομη ιδιοποίηση, από την λεηλασία, από την παράνομη εξαγωγή τους και αυτό ισχύει κατά την γνώμη μου και πρέπει να αφορά όλα τα λεηλατηθέντα πολιτιστικά αγαθά. Ανεξάρτητα από χρονικό περιορισμό, ακόμη και αυτά που βρίσκονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο ο επαναπατρισμός των πολιτιστικών αγαθών προβλέπεται τόσο από τη σύμβαση της ΟΥΝΕΣΚΟ UNIDROIT του 1970 όσο και από την Οδηγία 93/7/EOK που αφορά στην επιστροφή στον τόπο προέλευσής τους των κλαπέντων αρχαιολογικών θησαυρών. Μάλιστα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τον τότε αντιπρόεδρό της κ. Antonio TAJANI από το Μάιο του 2013 εκδήλωσαν την πρόθεσή τους να λάβουν μέτρα για την παραπέρα διευκόλυνση του επαναπατρισμού των κλαπέντων εθνικών θησαυρών.
Από τότε μέχρι και σήμερα καμιά Ελληνική κυβέρνηση δεν αξιοποίησε «το παράθυρο ευκαιρίας» που άνοιξε η εν λόγω απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Γιατί άραγε;
Διαβάστε ακόμη