Η πυγμαχία, ή αλλιώς μποξ, υπήρξε στην αρχαία Ελλάδα ένα εξαιρετικά σκληρό και βάναυσο άθλημα, πολύ πιο βίαιο από τη σημερινή επαγγελματική εκδοχή του.
Αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι οι Έλληνες διεξήγαγαν αγώνες πυγμαχίας ήδη από τη Μινωική και Μυκηναϊκή εποχή. Υπάρχουν επίσης αρκετοί μύθοι που συνδέονται με την καταγωγή της πυγμαχίας στην Ελλάδα. Ένας από τους πιο ασυνήθιστους θρύλους αναφέρει ότι ο ήρωας Θησέας επινόησε μία μορφή πυγμαχίας κατά την οποία δύο άντρες κάθονταν ο ένας απέναντι στον άλλον και χτυπιούνταν με γροθιές μέχρι να πεθάνει ο ένας. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, οι αγώνες άρχισαν να διεξάγονται όρθιοι, όπως συχνά απεικονίζονται σε αρχαιοελληνικά αγγεία.
Οι κανόνες τότε ήταν ιδιαίτερα σκληροί. Δεν υπήρχαν κατηγορίες βάρους, γύροι με διαλείμματα, βαθμολογία ή απόφαση με πόντους. Δεν υπήρχε διακοπή σε περίπτωση αιμορραγίας, ούτε προστατευτικά γάντια. Οι πυγμάχοι χρησιμοποιούσαν δερμάτινες λωρίδες για να δέσουν τα χέρια τους, όχι για να μειώσουν την ένταση των χτυπημάτων, αλλά για να σταθεροποιήσουν τις αρθρώσεις τους. Οι κριτές, για να επιβάλουν την τάξη, χτυπούσαν τους παραβάτες με ράβδους ή μαστίγια.
Νικητής αναδεικνυόταν εκείνος που κατάφερνε να εξαντλήσει ή να ρίξει αναίσθητο τον αντίπαλο, ή να τον αναγκάσει να αποχωρήσει. Όταν ένας αγώνας διαρκούσε υπερβολικά και δεν υπήρχε ξεκάθαρος νικητής, εφαρμοζόταν ο λεγόμενος κανόνας της «κλίμακας». Οι δύο αθλητές στέκονταν ακίνητοι και δεχόντουσαν εναλλάξ γροθιές στο πρόσωπο, χωρίς να αποφεύγουν ή να αποκρούουν τα χτυπήματα. Η σειρά των χτυπημάτων οριζόταν με κλήρο και νικητής ήταν όποιος άντεχε όρθιος. Υπήρξαν περιπτώσεις που πυγμάχοι έχασαν τη ζωή τους από ένα και μόνο χτύπημα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής.
Παρά την αγριότητά της, η πυγμαχία εξελίχθηκε με τον καιρό σε πιο οργανωμένο και θεσμοθετημένο άθλημα. Εντάχθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες ήδη από το 688 π.Χ., με πρώτο καταγεγραμμένο νικητή τον Ονόμαστο από τη Σμύρνη. Κατά την αρχαιότητα, ο θεός Απόλλωνας θεωρούνταν προστάτης και εφευρέτης του αθλήματος.
Η νίκη στην πυγμαχία απαιτούσε τεράστια σωματική και ψυχική δύναμη. Έτσι, οι μεγάλοι πυγμάχοι της εποχής θεωρούνταν σχεδόν μυθικά πρόσωπα. Ο Σπαρτιάτης Ιπποσθένης κατέκτησε την πρώτη θέση σε πέντε συνεχόμενους Ολυμπιακούς αγώνες, δηλαδή για δεκαέξι ολόκληρα χρόνια παρέμεινε στο υψηλότερο επίπεδο.
Ο Διαγόρας από τη Ρόδο ήταν επίσης θρυλικός. Νικητής μία φορά στους Ολυμπιακούς, τέσσερις φορές στα Ίσθμια και δύο στα Νέμεα, είχε ύψος πάνω από δύο μέτρα και δεν απέφευγε ποτέ τα χτυπήματα. Αντιμετώπιζε τους αντιπάλους του ευθέως, συνδυάζοντας δύναμη και ηθική ακεραιότητα.
Εντελώς διαφορετική τακτική ακολουθούσε ο Μελανκόμας από την Καρία της Μικράς Ασίας. Ήταν τόσο ευέλικτος και γρήγορος που κατάφερνε να αποφύγει κάθε χτύπημα. Δεν χτυπούσε τους αντιπάλους του, ούτε δεχόταν χτυπήματα – απλώς εξουθένωνε τον αντίπαλο με την άμυνά του, μέχρι που εγκατέλειπαν μόνοι τους τον αγώνα.
Τέλος, ίσως ο πιο θαρραλέος όλων ήταν ο Ευρυδάμας από την Κυρήνη. Σε έναν αγώνα, όταν ο αντίπαλός του τού έσπασε τα δόντια, τα κατάπιε ώστε να μην το καταλάβει ο άλλος και νομίσει ότι έχει πλεονέκτημα. Στη συνέχεια, με μια καταιγιστική επίθεση, κατάφερε να τον βγάλει νοκ άουτ.
Ο Πλάτωνας αποκαλούσε τους αθλητές ως οι άνθρωποι με τα παραμορφωμένα αυτιά. Μάλλον επειδή τα αυτιά έμοιαζαν κάπως έτσι από τα συνεχή χτυπήματα.

Η αρχαία πυγμαχία δεν ήταν απλώς ένα άθλημα. Ήταν μια δοκιμασία σωματικής αντοχής, ηθικού σθένους και ανδρείας, μια μορφή αγώνα που τιμούσε το σώμα αλλά και το πνεύμα.