«Η Εισαγγελία της Βερόνα, σε συνεργασία με την Οικονομική Αστυνομία (Guardia di Finanza) και το Εθνικό Γραφείο Ερευνών της Αλβανίας (BKH), αποκάλυψε μια από τις πρώτες υποθέσεις επένδυσης χρημάτων από το διεθνές εμπόριο ναρκωτικών σε ακίνητα στην Ιταλία, και συγκεκριμένα στην επαρχία της Βερόνα. Η υπόθεση αφορά εγκληματική ομάδα αλβανικής καταγωγής, η οποία χρησιμοποίησε σύνθετους μηχανισμούς ξεπλύματος για να μετατρέψει τα παράνομα έσοδα σε επενδύσεις στον τομέα των ακινήτων. Οι έρευνες ανέδειξαν σημαντικά στοιχεία σχετικά με μια γνωστή οικογένεια διακινητών ναρκωτικών από το Ελμπασάν, η οποία εισήγαγε μεγάλες ποσότητες κοκαΐνης από τη Νότια Αμερική, με τελικό προορισμό την ευρωπαϊκή αγορά.
Η χρηματοδότηση των επενδύσεων στην Ιταλία προήλθε από έσοδα που είχαν προηγουμένως “ξεπλυθεί” μέσω εταιρειών-βιτρίνα στην Αλβανία. Με διάταξη του αρμόδιου δικαστή του Δικαστηρίου της Βερόνας, δεσμεύτηκαν περιουσιακά στοιχεία αξίας άνω των 4 εκατομμυρίων ευρώ, περιλαμβανομένων τραπεζικών λογαριασμών, εταιρικών συμμετοχών, ακινήτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων που είχαν χρησιμοποιηθεί ως μέσα ανακύκλωσης του εγκληματικού χρήματος.
Μεταξύ των κατασχεθέντων εντοπίζεται ένα μεγάλο ακίνητο στη Νογαρόλε Ρόκα, που περιλαμβάνει περισσότερες από 30 μονάδες – κυρίως εμπορικούς χώρους και γραφεία – τα οποία είχαν ενοικιαστεί σε ανυποψίαστους πολίτες. Τα μισθώματα μεταφέρονταν σε λογαριασμούς που ελέγχονταν από την εγκληματική ομάδα, και βρίσκονταν στο εξωτερικό. Πλέον, τη διαχείριση των ακινήτων έχει αναλάβει επίσημος δικαστικός διαχειριστής, ο οποίος και θα συλλέγει τα έσοδα από τα ενοίκια.
Οι εισροές κεφαλαίων προς την ιταλική εταιρεία ακινήτων κρίθηκαν ύποπτες, καθώς προέρχονταν από μια αλβανική εταιρεία κεφαλαίου που ελέγχεται από δύο αδελφούς – επικεφαλής της εγκληματικής οργάνωσης. Ο ένας εκ των δύο είναι φυγόδικος και αναζητείται διεθνώς, ενώ ο άλλος, που κατείχε επίσημα τις μετοχές της εταιρείας στη Βερόνα, συνελήφθη στο Βέλγιο τον Ιούνιο του 2024 κατόπιν εντάλματος ευρωπαϊκής σύλληψης. Οι δύο αδελφοί θεωρούνται υπεύθυνοι για τη δολοφονία μέλους αντίπαλης συμμορίας στο λιμάνι της Αμβέρσας στο πλαίσιο ξεκαθαρίσματος λογαριασμών για το εμπόριο ναρκωτικών.
Παράλληλα, ο ίδιος κατηγορείται και στην Αλβανία από το Ειδικό Πρωτοδικείο για Διαφθορά και Οργανωμένο Έγκλημα για πλήθος αδικημάτων, όπως ανθρωποκτονία από πρόθεση, παράνομη κατοχή και παραγωγή όπλων, διεθνές εμπόριο ναρκωτικών, διαφθορά και ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Οι έρευνες επεκτάθηκαν και σε Ιταλούς συνεργούς του κυκλώματος, οι οποίοι φέρεται να λειτουργούσαν ως «μισθοδοτούμενοι» του αλβανικού καρτέλ, αναλαμβάνοντας ρόλο στη συγκάλυψη της προέλευσης των παράνομων κεφαλαίων. Οι ιταλικές αρχές, με την υποστήριξη της Κεντρικής Υπηρεσίας για την Καταπολέμηση του Οργανωμένου Εγκλήματος (SCICO), αξιοποίησαν τηλεφωνικές παρακολουθήσεις και ανάλυση οικονομικών δεδομένων για να διαπιστώσουν ότι η διείσδυση των κεφαλαίων στην ιταλική οικονομία ήταν το τελικό στάδιο ενός ευρύτερου σχεδίου ξεπλύματος που είχε οργανωθεί εκτός συνόρων.
Από τις έρευνες προέκυψε ότι στην Αλβανία είχαν προηγηθεί εικονικές αγοραπωλησίες ακινήτων με σκοπό να αποκοπεί κάθε σύνδεση με την εγκληματική προέλευση των χρημάτων. Έτσι, οι εμπλεκόμενοι κατάφερναν να επιστρέφουν στην Ιταλία με «καθαρό» χρήμα που επενδυόταν στη συνέχεια σε ανακαινίσεις και μισθώσεις ακινήτων. Επιπλέον, κατασχέθηκαν περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν σε Αλβανίδα διαχειρίστρια της εταιρείας ακινήτων και στον σύζυγό της, επίσης Αλβανό, γνωστό συνεργό των αδελφών του κυκλώματος και εμπλεκόμενο στο παρελθόν σε υποθέσεις ναρκωτικών.
Μαζί με τις κατασχέσεις πραγματοποιήθηκαν και στοχευμένες έρευνες στα σπίτια των βασικών υπόπτων και των συνεργατών τους στην Ιταλία, με στόχο τη συλλογή επιπλέον αποδεικτικών στοιχείων για την τεκμηρίωση του εγκληματικού δικτύου.»