Ο Πυθαγόρας, μια από τις μεγαλύτερες μορφές της ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης, είχε ορισμένες ιδιαιτερότητες που εξακολουθούν να προκαλούν απορία μέχρι σήμερα. Παρότι είναι παγκοσμίως γνωστός για τα μαθηματικά του επιτεύγματα, όπως το Πυθαγόρειο θεώρημα, η ζωή και οι πεποιθήσεις του ξεπερνούσαν κατά πολύ τα όρια των αριθμών. Γεννημένος στη Σάμο γύρω στο 570 π.Χ., αφιερώθηκε όχι μόνο στη μελέτη αλλά και στη διδασκαλία, ιδρύοντας σχολή στην πόλη Κρότωνα, στη νότια Ιταλία, όπου δίδασκε φιλοσοφία, επιστήμες και ηθικές αρχές.
Η κοινότητα των Πυθαγορείων λειτουργούσε με αυστηρούς και ιδιόμορφους κανόνες. Οι μαθητές του απαγορευόταν να φορούν μάλλινα ρούχα και έπρεπε πάντα να φορούν πρώτα το δεξί σανδάλι και έπειτα το αριστερό. Ωστόσο, η πιο χαρακτηριστική και ασυνήθιστη απαγόρευση ήταν η αποστροφή του Πυθαγόρα προς τα κουκιά.
Παρότι ήταν χορτοφάγος, ο Πυθαγόρας απεχθανόταν τα κουκιά. Πίστευε στη μετενσάρκωση και θεωρούσε ότι η ψυχή του ανθρώπου μεταφέρεται σε άλλα έμβια όντα μετά θάνατον. Για να τεκμηριώσει την άποψή του ότι οι άνθρωποι και τα κουκιά έχουν κοινή καταγωγή, πραγματοποίησε ένα πείραμα: έθαψε κουκιά και τα άφησε να μεγαλώσουν. Όταν τα ξερίζωσε, πίστεψε πως οι ρίζες τους έμοιαζαν με ανθρώπινα έμβρυα. Με βάση αυτή την παρατήρηση, κατέληξε στο συμπέρασμα πως η κατανάλωση κουκιών ισοδυναμεί με κανιβαλισμό, καθώς θεωρούσε ότι μπορεί να περιέχουν ψυχές νεκρών. Από τότε, απαγόρευσε στους μαθητές του να τα καταναλώνουν.
Ορισμένοι μελετητές θεωρούν πως η αποστροφή του Πυθαγόρα προς τα κουκιά ενδέχεται να συνδέεται με τον «φαβισμό», μια γενετική διαταραχή που προκαλεί αιμολυτική αναιμία σε όσους καταναλώνουν κουκιά. Παρόλο που αυτή η πάθηση ήταν γνωστή στους αρχαίους γιατρούς, δεν είναι ξεκάθαρο αν σχετίζεται με τις δοξασίες των Πυθαγορείων.
Ένας από τους πιο δραματικούς θρύλους γύρω από τον Πυθαγόρα περιγράφει το τέλος του: φεύγοντας για να σωθεί από εχθρούς που είχαν κάψει το σπίτι του, έφτασε σε ένα χωράφι με κουκιά. Εκεί αρνήθηκε να το διασχίσει, καθώς δεν ήθελε ούτε να τα πατήσει. Αντί να τα προσβάλει, προτίμησε να θανατωθεί. Λέγεται ότι του έσφαξαν τον λαιμό, αφήνοντάς τον να πεθάνει ώστε τα κουκιά να μείνουν ανέγγιχτα.
Στην αρχαιότητα υπήρχε έντονη διαμάχη σχετικά με την απαγόρευση αυτή. Ο Αριστοτέλης έγραφε ότι τα κουκιά μοιάζουν με τις πύλες του Άδη, ενώ ο Βάρρων υποστήριζε ότι περιέχουν τις ψυχές των νεκρών. Πολλοί παρατηρητές της Πυθαγόρειας κοινότητας απέδιδαν τις τελετουργίες τους σε μαγεία ή μυστικισμό. Ωστόσο, σύγχρονοι μελετητές επισημαίνουν πως τέτοιες απόψεις συνήθως προέρχονταν από άτομα εκτός της κοινότητας, τα οποία δεν κατανοούσαν πλήρως το φιλοσοφικό της πλαίσιο.
Εκτός από τα κουκιά, ο Πυθαγόρας είχε άλλη μία ιδιότυπη εμμονή: τη σιωπή. Την θεωρούσε βασική αρετή για την πνευματική καθαρότητα και την αυτοκυριαρχία. Όσοι επιθυμούσαν να ενταχθούν στη σχολή του έπρεπε να παραμείνουν σιωπηλοί για πέντε ολόκληρα χρόνια. Η πρακτική αυτή, πέρα από μέσο αυτοσυγκράτησης, εξυπηρετούσε και την ανάγκη της μυστικότητας. Οι Πυθαγόρειοι λάτρευαν τους αριθμούς με σχεδόν θρησκευτικό τρόπο και ο ίδιος ο Πυθαγόρας παρουσιαζόταν ως θεόσταλτος, κάτι που ακόμη και για τα δεδομένα της εποχής θεωρούνταν ακραίο. Για τον λόγο αυτό, η κοινότητά του λειτουργούσε σχεδόν μυστικά, και δεν δεχόταν κανέναν που δεν είχε πρώτα αποδείξει ότι μπορεί να τηρεί απόλυτη σιωπή.