Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Όμηρος στα έργα του, γνωστή ως ομηρική ή επική ελληνική, αποτέλεσε το λογοτεχνικό όχημα για τη συγγραφή της Ιλιάδας και της Οδύσσειας — έργων θεμελιακής σημασίας για τη δυτική λογοτεχνία. Αν και η ομηρική γλώσσα δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ στην καθημερινή ομιλία, επιβίωσε ως λογοτεχνικό εργαλείο και εξακολουθεί να επηρεάζει τη Νέα Ελληνική.
Η επικρατούσα άποψη των μελετητών είναι πως τα ομηρικά έπη προέρχονται από την προφορική παράδοση και καταγράφηκαν μεταγενέστερα σε μια τεχνητή γλώσσα, που ο Όμηρος διαμόρφωσε αντλώντας λεξιλόγιο από διάφορες ελληνικές διαλέκτους. Η γλώσσα αυτή σχεδιάστηκε ειδικά για να υπηρετήσει τις ανάγκες του ηρωικού εξαμέτρου, του μετρικού σχήματος της επικής ποίησης.
Ο Όμηρος, που έζησε τον 8ο αιώνα π.Χ., επινόησε αυτή τη μορφή λόγου για να εξυμνήσει τους ήρωες και τις πράξεις τους μέσα από την αυστηρή φόρμα του εξαμέτρου. Όπως εξηγεί ο κλασικιστής William F. Wyatt, Jr., η ομηρική γλώσσα δεν ήταν η πρώτη ελληνική διάλεκτος, αλλά μια προσεκτικά κατασκευασμένη μορφή έκφρασης, με σαφώς καθορισμένο στόχο. Η δημιουργία έργων τέτοιας έκτασης, πολυπλοκότητας και ποιότητας απαιτούσε πολυετή εργασία και επεξεργασία.
Η γλωσσική ποικιλία των επών του Ομήρου προέρχεται από τη μίξη διαλέκτων και τη διατήρηση αρχαϊκών γλωσσικών μορφών της επικής παράδοσης. Στο ποιητικό του έργο, ο Όμηρος χρησιμοποιεί μια αρχαϊκή μορφή της ιωνικής διαλέκτου, συγκεκριμένα την ανατολική ιωνική, ενώ εντοπίζονται και μορφές από την αιολική, την αρκαδοκυπριακή και επιρροές από την αττική διάλεκτο. Οι γλωσσολόγοι υποστηρίζουν ότι η γλώσσα του Ομήρου δεν θα μπορούσε να αποτελεί φυσική γλώσσα κάποιου ομιλητή – είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιας εξέλιξης. Οι λέξεις από τις διάφορες διαλέκτους συχνά έχουν διαφορετική μετρική αξία, γεγονός που προσέφερε μεγάλη ευελιξία στον ρυθμό και την ποιητική ροή.
Ο όρος «ομηρική γλώσσα» χρησιμοποιείται από τους μελετητές για να περιγράψει την πολύπλοκη, αλλά και ελεγχόμενη ποιητική έκφραση στα δύο μεγάλα έπη, Ιλιάδα και Οδύσσεια. Ο Βρετανός φιλόλογος Bernard Knox εξηγεί πως οι ομηρικές επιθετικές φράσεις δημιουργούνταν για να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του δακτυλικού εξαμέτρου. Καθώς ο Όμηρος αυτοσχεδίαζε, έπρεπε να προσαρμόζει τις ονομασίες θεών, ηρώων ή αντικειμένων με τρόπο που να «χωρούν» στο μέτρο, χρησιμοποιώντας αποθέματα προκατασκευασμένων φράσεων και σκηνών.
Τα ποιήματά του δεν απαγγέλλονταν από σταθερό κείμενο αλλά βασίζονταν σε προφορικό αυτοσχεδιασμό, με σταθερά μοτίβα και επαναλαμβανόμενες εκφράσεις που μεταδίδονταν και τροποποιούνταν με την πάροδο του χρόνου. Η προφορική δομή των έργων, σε συνδυασμό με την ευελιξία της ομηρικής γλώσσας, κατέστησε δυνατή τη διατήρηση του περιεχομένου τους επί γενιές. Η πλειονότητα των ερευνητών πιστεύει ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια δεν υπαγορεύτηκαν αυτούσιες από έναν και μόνο ποιητή, αλλά αποτέλεσαν συλλογικά έργα που εξελίχθηκαν μέσα από τη διαδοχική απαγγελία και απομνημόνευση. Η τελική τους γραπτή μορφή ενδέχεται να καταγράφηκε τον ύστερο 8ο αιώνα π.Χ., είτε από έναν λόγιο είτε από ομάδα συγγραφέων.
Παρόλο που οι αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι διαφέρουν αισθητά από τη Νέα Ελληνική, η σύγχρονη γλώσσα φέρει ισχυρές επιρροές, ιδιαίτερα από τη κοινή ελληνιστική, την οποία ομιλούσαν και έγραφαν οι Έλληνες κατά την ελληνιστική, ρωμαϊκή και πρώιμη βυζαντινή περίοδο. Ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης είχε γράψει: «Από τότε που μίλησε ο Όμηρος ως σήμερα, μιλάμε, αναπνέουμε και τραγουδάμε την ίδια γλώσσα.» Αν και η Νέα Ελληνική φαίνεται να διαφέρει σε λεξιλόγιο και σύνταξη, υπάρχουν εκατοντάδες λέξεις και εκφράσεις που έχουν ρίζες στην ομηρική ποίηση — είτε ως δάνεια είτε ως σύνθετα και παραγόμενα. Η ετυμολογική επιρροή είναι διαχρονική.
Για παράδειγμα, η λέξη «φωνή» στη σημερινή ελληνική προέρχεται από το «φωνή» της αρχαίας, ενώ ο Όμηρος χρησιμοποιούσε τη λέξη «αυδή». Ωστόσο, το ομηρικό «άναυδος» διατηρείται ακόμη στη φράση «έμεινα άναυδος», που δηλώνει την απώλεια λόγου. Το επίρρημα «τηλέ» σήμαινε «από μακριά» στον Όμηρο, και σήμερα χρησιμοποιείται σε λέξεις όπως τηλέφωνο, τηλεόραση, τηλεπάθεια, τηλεπικοινωνίες. Η λέξη «λάας» ή «λας» σήμαινε πέτρα, και από αυτή προέρχονται οι σημερινές λέξεις λατομείο, λαξεύω. Το «πέδον» σήμαινε έδαφος και επιβιώνει σε λέξεις όπως στρατόπεδο και πεδίο. Ο «πόρος» δήλωνε πέρασμα ή μέσο και έδωσε τα σύγχρονα πορεύομαι, πορεία, αλλά και εύπορος (αυτός που έχει πόρους) και άπορος (αυτός που στερείται). Ο πόνος στην ομηρική γλώσσα είναι «άλγος», από όπου προέρχεται το σύγχρονο «αναλγητικό». Τέλος, η λέξη «ύδωρ» (νερό) έδωσε πλήθος σύγχρονων παραγώγων όπως υδραγωγείο, ύδρευση, υδροφόρα, υδραυλικός, υδρογόνο, αφυδάτωση, ενυδρείο και λειψυδρία.
Παρά την απόσταση αιώνων, η ομηρική γλώσσα εξακολουθεί να τροφοδοτεί τη Νέα Ελληνική, όχι μόνο ως πολιτιστικό κληροδότημα, αλλά και ως ζωντανή γλωσσική μήτρα που ενσωματώνεται στο καθημερινό λεξιλόγιο.