Η αρχαία ελληνική πόλη της Αϊ-Χανούμ στο Αφγανιστάν ήρθε στο φως εντελώς τυχαία τη δεκαετία του 1960, και έκτοτε η ιστορία της αλλά και το μυστηριώδες τέλος της γοητεύουν ιστορικούς και αρχαιολόγους.
Κρυμμένη για σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια κάτω από την άμμο της ερήμου, η Αϊ-Χανούμ ιδρύθηκε από τον Σέλευκο Α’ Νικάτορα, διάδοχο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι ερευνητές πιστεύουν πως πρόκειται για την ιστορική πόλη της «Αλεξάνδρειας του Ώξου» – ή, πιθανόν, της Ευκρατίδειας –, μιας από τις σημαντικότερες πόλεις του ελληνοβακτριανού βασιλείου.
Η στρατηγική της θέση, κοντά στον Δρόμο του Μεταξιού, την έκανε κέντρο εμπορίου και ανταλλαγής ιδεών μεταξύ του ελληνομακεδονικού κόσμου και των ντόπιων πληθυσμών της Βακτρίας. Αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη μιας ακμάζουσας οικονομίας και μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας, όπου το ελληνικό στοιχείο συνυπήρχε αρμονικά με το τοπικό.
Η Αϊ-Χανούμ ξεχώριζε για την εντυπωσιακή της πολεοδομία και αρχιτεκτονική. Διέθετε ένα μεγαλόπρεπο παλάτι, πολυσύχναστα παζάρια, ένα γυμνάσιο, καθώς και καλά σχεδιασμένες κατοικίες. Οι δρόμοι της ήταν χαραγμένοι σε ορθογώνιο πλέγμα, όπως συνηθιζαν οι ελληνικές πόλεις, και στέγαζαν Έλληνες, Μακεδόνες, Θράκες, αλλά και ανθρώπους διαφορετικών εθνοτήτων.
Στην πύλη του παλατιού στέκονταν 18 επιβλητικοί κίονες. Στην εσωτερική αυλή, 118 κίονες κορινθιακού ρυθμού ύψους περίπου 5,7 μέτρων, ενώ άλλοι έφταναν και τα 10 μέτρα ύψος. Το εσωτερικό του παλατιού αποτελούταν από αίθουσες και δωμάτια οργανωμένα με τρόπο που μαρτυρούσε υψηλή αρχιτεκτονική σκέψη.
Στην ευρύτερη πόλη υπήρχε μία πολυτελής συνοικία νοτίως του παλατιού, με δρόμους που διέσχιζαν το κέντρο της, ενώ στην ακρόπολη, χτισμένη πάνω σ’ ένα επιβλητικό βράχο, βρίσκονταν ναοί, ιερά και ανοιχτές εξέδρες. Οι αρχαιολόγοι εντόπισαν συνολικά τρεις ναούς: το μεγάλο Ιερό των Εσοχών, κοντά στο παλάτι, έναν μικρότερο ναό κοντά στο βόρειο τείχος της πόλης, καθώς και μία υπαίθρια εξέδρα στην ακρόπολη.
Παρότι αρχικά θεωρήθηκε ότι την ίδρυσε ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος, πιο πρόσφατες μελέτες καταλήγουν στο ότι η Αϊ-Χανούμ ιδρύθηκε από τους Σελευκίδες, οι οποίοι ενίσχυσαν τον ελληνιστικό χαρακτήρα της πόλης με συνεχείς μετοικεσίες Ελλήνων. Όπως σημειώνει ο Νικολά Ενζέλ, υπεύθυνος για τις αφγανικές αρχαιότητες στο Μουσείο Γκιμέ του Παρισιού: «Δύο αιώνες μετά τον Μέγα Αλέξανδρο, εδώ ακόμα μιλούσαν ελληνικά».
Τι οδήγησε στην παρακμή της Αϊ-Χανούμ;
Παρά την ευημερία της, η Αϊ-Χανούμ βρισκόταν σε γεωπολιτικά ευαίσθητη θέση, εγκλωβισμένη μεταξύ των Σελευκιδών και των Μαουρύα, οι οποίοι ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο των δρόμων του Μεταξιού. Οι συνεχείς συγκρούσεις και εισβολές νομαδικών και ντόπιων φυλών (Σάκες, Γουέτζι κ.λπ.) αποσταθεροποίησαν την περιοχή, πλήττοντας την οικονομική της αυτονομία.
Με την πάροδο του χρόνου, η επιρροή των Ελλήνων στην Ανατολή άρχισε να φθίνει. Νέες δυνάμεις, όπως οι Πάρθοι και αργότερα οι Σασσανίδες, διεκδίκησαν την κυριαρχία τους, περιορίζοντας σταδιακά τον ρόλο των ελληνιστικών κέντρων της περιοχής.
Αν και οι ακριβείς συνθήκες της καταστροφής της πόλης παραμένουν ασαφείς, οι ερευνητές καταλήγουν πως μπορεί να καταστράφηκε από πολεμική επιδρομή, φυσική καταστροφή (σεισμός ή πλημμύρα), ή να εγκαταλείφθηκε σταδιακά εξαιτίας οικονομικής ύφεσης και πολιτισμικών αλλαγών.
Η θέση της κοντά στη συμβολή των ποταμών Αμού Ντάρια και Κοκτσά καθιστούσε την πόλη ευάλωτη στις πλημμύρες, οι οποίες ενδέχεται να συνέβαλαν στην ερήμωσή της. Αν και δεν γνωρίζουμε ακριβώς πότε εγκαταλείφθηκε, εκτιμάται ότι αυτό συνέβη κατά τον 2ο αιώνα π.Χ. Σταδιακά, οι άνεμοι και τα ιζήματα σκέπασαν την Αϊ-Χανούμ, κρύβοντάς την από το βλέμμα των ανθρώπων για χιλιετίες.
Σήμερα, η Αϊ-Χανούμ στέκει ως ένας σιωπηλός μάρτυρας της πολυπολιτισμικότητας και της επιρροής του ελληνικού κόσμου στην Κεντρική Ασία – ένας σπουδαίος αρχαιολογικός χώρος που συνεχίζει να μας προσφέρει πολύτιμες μαρτυρίες για το παρελθόν.