Η άνοδος στον βυζαντινό θρόνο το 668 μ Χ του 16χρονου γιου του αυτοκράτορα Κώνστα Β Πωγωνάτου (ο οποίος βρέθηκε δολοφονημένος στο λουτρό του στις Συρακούσες – πάνω που σχεδίαζε τη μεταφορά της βυζαντινής πρωτεύουσας εκεί – πέφτοντας θύμα της κατάκτησης της Σκλαβηνίας από τον ίδιο [664-665] και της μεταφοράς Σλάβων αιχμαλώτων στην Μ.Ασία) είχε αναστατώσει τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης δικαιολογημένα κάνοντάς τους να νιώθουν ανασφαλείς.
Δικαιολογημένα γιατί ο διάδοχος του 38χρονου εκδημήσαντος αυτοκράτορα – ο νεαρός Κωνσταντίνος Δ – αν και συμβασιλέας από μικρός του πατέρα του (εγγονού του Ηράκλειου) – ήταν ακόμα παιδί και καλούνταν απροετοίμαστος να ηγηθεί του βυζαντινού στρατού κατά τριών απειλών για την αυτοκρατορία: της εξέγερσης στη Σικελία, της επίθεσης των Σλάβων στη Θεσσαλονίκη και της κυριαρχίας των Αράβων στο Αιγαίο πέλαγος.
Ωστόσο, λαός και αυτοκράτορας δεν φαίνεται να πήραν είδηση και μια τέταρτη απειλή στον ορίζοντα ή, κι αν την πήραν, την υποτίμησαν. Κι αυτή ήταν η βουλγαρική απειλή, την οποία εκδήλωσε το πρώτο βουλγαρικό κράτος από την αρχή της ίδρυσής του (680/ 81) – υπό την ηγεσία του γενάρχη και χάνου των Πρωτοβουλγάρων Ασπαρούχ – στα ίδια εδάφη πρωτοεγκατάστασής τους.
Στα εδάφη βόρεια της μοναδικής Μακεδονίας των Ελλήνων: Στην Πελαγονία, την Παιονία και τη Δαρδανία, όπου έμειναν 500 χρόνια οι Βούλγαροι στο μεσαιωνικό βουλγαροσλαβικό κράτος τους (σ.σ: Μεταξύ 6ου-7ου αι. οι νέοι σλαβικοί πληθυσμοί, που κατέφθασαν εκεί, άλλαξαν ριζικά τα δημογραφικά στοιχεία στην Α Βουλγαρική Αυτοκρατορία). Εκεί όπου βρίσκονται σήμερα τα Σκόπια (η «Βόρεια Μακεδονία» από τις 17 Ιουνίου του 2018, ημέρα υπογραφής της»Συμφωνίας των Πρεσπών).
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στον Ασπαρούχ και τους 6000 Σλαβοβούλγαρους στρατιώτες του.. Η απειλή του Πρώτου Βουλγαρικού κράτους κατά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας πήρε σάρκα και οστά, όταν ο Ασπαρούχ νίκησε κατά κράτος τον Κωνσταντίνο Δ΄ και τον υποχρέωσε να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τη Βουλγαρία με τίμημα την πληρωμή φόρου σ αυτήν. Έτσι οι Βούλγαροι πήραν το αίμα τους πίσω από κάτι ανάλογο που είχε κάνει ο Ηράκλειος (610-641), όταν ζήτησε ενοίκιο από τους προγόνους τους για να τους επιτρέψει την εγκατάσταση σε βυζαντινά εδάφη…
Έναν αιώνα μετά και βάλε (επί Βούλγαρου ηγεμόνα Βόρις Α και Βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ [«Μέθυσου»], γιου και διαδόχου του αυτοκράτορα Θεόφιλου), πραγματοποιήθηκε ο εκχριστιανισμός των Βουλγάρων απ τους Θεσσαλονικείς ιεραποστόλους Κύριλλο και Μεθόδιο, με αυτόνομη αρχιεπισκοπή στην Πλίσκα μετά από παραχώρηση της Κωνσταντινούπολης.
Ωστόσο η ολοκλήρωση του εκχριστιανισμού τους και η ανάπτυξη του γλαγολιτικού αλφαβήτου έγινε από τον Βασίλειο Α τον Μακεδόνα (συμβασιλιά του Μιχαήλ Γ και ενεχόμενου στη δολοφονία του τελευταίου αυτοκράτορα του Αμορίου), ιδρυτή της Μακεδονικής Δυναστείας (867-1057).
Ήταν από τις πιο ένδοξες περιόδους του Βυζαντίου εκείνη, γιατί έλαμψε το άστρο του Βασίλειου Β Βουλγαροκτόνου (958 – 1025) με τους επί 32 έτη αγώνες του κατά των Βουλγάρων (οι οποίοι αιματοκύλησαν την Ελλάδα στα χρόνια του Σαμουήλ) με αποκορύφωμα τον θρίαμβο των βυζαντινών στρατευμάτων στο Κλειδί των Σερρών το 1014.
Θρίαμβο που αποτέλειωσε τον Βούλγαρο τσάρο και λύτρωσε την Ελλάδα από τις αιματηρές επιδρομές του. Μετά τον θάνατό του ανέβηκε στον τσαρικό θρόνο ο γιος του Γαβριήλ Ρωμανός, αλλά δολοφονήθηκε γρήγορα από τον πρώτο ξάδερφό του Ιωάννη Βλαδισλάβο, για να βρει και εκείνος – ως διάδοχος τσάρος – θάνατο εκδίκησης (1018).Έτσι «έσβησε» για χρόνια η Βουλγαρία έχοντας μετατραπεί από… αυτοκρατορία σε επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Ένα αιώνα μετά και βάλε, οι Βούλγαροι – με ηγεμόνα τον Πέτρο Β (Θεόδωρο-Πέτρο) – δημιούργησαν το δεύτερο Βουλγαρικό κράτος (παλινόρθωση της Β Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, 12ος αι.). Με τον αέρα του ισχυρού, μάλιστα, ζήτησαν νέα εδάφη στον Αίμο από τον τότε Βυζαντινό αυτοκράτορα Ισαάκιο Β Άγγελο και, όταν εκείνος αρνήθηκε να τους τα δώσει, προκάλεσαν εξέγερση.
Εξέγερση η οποία απέτυχε, τελικά (αιτία δολοφονίας του Θεόδωρου-Πέτρου), αλλά έγινε αφορμή για τη δημιουργία νέου Βουλγαρικού κράτους στα ΒΑ σύνορα της ελληνικής Μακεδονίας.
Δυο αιώνες μετά (τέλη 14ου αιώνα), οι Βούλγαροι κατακτήθηκαν σταδιακά από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και έμειναν σκλαβωμένοι στους Τούρκους 500 χρόνια.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, εντωμεταξύ, είχαν ξεσπάσει σε Ελλάδα και Σερβία επαναστάσεις εναντίον των τελευταίων, οι οποίες είχαν αίσια έκβαση (βλ. Ελληνική Επανάσταση 1821 με τελικό επίτευγμα την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ελλάδας (Πρωτόκολλο Λονδίνου 1830), χάρη και στο γεγονός της προϊούσας φθοράς των Οθωμανών από τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828-1829, που πέρασε σε νέα φάση το 1877- 78.
Χρονιά-σταθμός η τελευταία (1878) για τους Βούλγαρους, γιατί – με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου – έγινε πραγματικότητα το όνειρο των Βουλγάρων για «Μεγάλη Βουλγαρία». Όνειρο-εφιάλτης για μας τους Έλληνες, γιατί ήταν αλληλένδετο με τον βίαιο εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας απ τους κομιτατζήδες των βουλγαρικών κομιτάτων, τα οποία άλλαξαν άρδην το σκηνικό υπέρ της βουλγαρικής προπαγάνδας.
Κλιμάκωσαν ουσιαστικά την έκρυθμη κατάσταση που επικρατούσε στην Μακεδονία από το 1870 (οι Βούλγαροι κομιτατζήδες έσφαζαν αδιάκριτα στην Μακεδονία τους απρόθυμους να συνεργαστούν στον εκβουλγαρισμό της περιοχής Έλληνες) και οδήγησαν στο αλυτρωτικό συνέδριο του 1895 στη Σόφια.
Εκεί οι ηγέτες των βουλγαρικών κομιτάτων Ντάντσεφ, Μιχαήλοφσκι, Σαράφωφ και Τόντσεφ αποφάσισαν την άμεση προσάρτηση της ελληνικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία και όχι την αυτονόμησή της επωφελούμενοι ενός γεγονότος που «έδωσε αέρα» στα αλυτρωτικά τους σχέδια για ενσωμάτωση όλης της Μακεδονίας στη Βουλγαρία με οποιοδήποτε τρόπο:
Επωφελούμενοι της προηγηθείσας Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (διμερούς συνθήκης που υπογράφηκε το 1878 στο προάστιο «Άγιος Στέφανος» της Κωνσταντινούπολης μεταξύ της Ρωσικής και Οθωμανικής αυτοκρατορίας και έβαζε τέλος στον Ρωσο-Τουρκικό πόλεμο του 1877- 78), ενώ προέβλεπε τη δημιουργία Μεγάλης Βουλγαρίας με σύνορα από τον Δούναβη ως την Ροδόπη συμπεριλαμβανομένης της Μακεδονίας, πλην Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής)…
Συνθήκης η οποία τροφοδότησε τον αλυτρωτισμό-επεκτατισμό (ως κυρίαρχης στρατιωτικής δύναμης) των Βουλγάρων, με αποτέλεσμα την ίδρυση του BMPO (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση), στόχος του οποίου ήταν η επανάσταση όλων των Μακεδόνων με αίτημα την αυτονομία. Αυτονομία την οποία θα μετέτρεπαν στη συνέχεια σε προσάρτηση στη Βουλγαρία, όπως έκαναν στην περίπτωση της Ανατολικής Ρωμυλίας…
Και όλα αυτά, ενώ οι Έλληνες Μακεδόνες στην ύπαιθρο και τις κωμοπόλεις δεινοπαθούσαν από τους Τούρκους και τις βουλγάρικες συμμορίες που έκλεβαν, σκότωναν και έκαιγαν ανενόχλητες.
Ανενόχλητες κυριολεκτικά, αφού οι Τούρκοι δεν τους «άγγιζαν» και έριχναν όλο το βάρος της επιθετικότητάς τους στα πλούσια ελληνικά Βλαχοχώρια από το Κρούσοβο (πόλη της «Βόρειας Μακεδονίας», σήμερα) μέχρι αυτά της Δυτικής Μακεδονίας στην Ελλάδα με επίκεντρο το Πισοδέρι και το Νυμφαίο («Νέβεσκα») της Φλώρινας και την Κλεισούρα της Καστοριάς.
Η μικρή Ελλάδα, αποδυναμωμένη και υπό διεθνή έλεγχο μετά την πτώχευση του 1893 (Χαρίλαος Τρικούπης: «Δυστυχώς, επτωχεύσαμεν») και την ταπεινωτική ήττα του 1897 (Άτυχος ελληνοτουρκικός πόλεμος στη Θεσσαλία) αδυνατούσε να βοηθήσει τους Έλληνες που δεινοπαθούσαν στο βόρειο τμήμα της, για να μην ταράξει εκ νέου τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η φωτιά όμως σιγόκαιγε στους Σλάβους, τους Βούλγαρους και τους Έλληνες Μακεδόνες, μέχρι που ξέσπασε για τους πρώτους σε εξέγερση (εξέγερση του Ίλιντεν: 1903) – και για τους δεύτερους στον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908).
Σημειωτέον ότι η ελληνική παρουσία στον Μακεδονικό Αγώνα και, προπάντων, ο ηρωικός θάνατος του επικεφαλής του Παύλου Μελά (Μίκη Ζέζα) αποτέλεσαν θρυαλλίδα εξελίξεων στις οποίες έδωσαν λύση οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912- 13. Η Ελλάδα, έχοντας δημιουργήσει ισχυρό στρατό μέσα σε δέκα χρόνια, μπόρεσε να απελευθερώσει επιτέλους τη Μακεδονία και να διπλασιάσει τα σύνορά της.
Κρινιώ Καλογερίδου