Κατακαλόκαιρο του 480 π Χ. Ψήνονταν οι πέτρες από το πύρωμα του ήλιου που έπεφτε κάθετα. Πλησίαζε η περίοδος των Ολυμπιακών Αγώνων (τέλη Αυγούστου-αρχές Σεπτεμβρίου ανά τέσσερα έτη από το 776 π Χ).
Περίοδος απαγορευτική για πολεμική σύγκρουση προς αποφυγή ιεροσυλίας. Περίοδος που συνέπιπτε και με μια τοπική, «προδωρική» γιορτή την οποία γιόρταζαν (ανά τετραετία) οι Δωριείς της Πελοποννήσου και, ιδιαίτερα, οι Λακεδαιμόνιοι.
Τη γιορτή των Καρνείων προς τιμήν του θεού Κάρνου Οικέτα, τον οποίο λάτρευαν «εν οίκω» – στο εορταστικό 9ήμερο του τρύγου – οι πιστοί του σε Σπάρτη, Άργος, Θήρα, Κω, Κυρήνη, Συρακούσες κι αλλού.
Για τους Έλληνες ήταν μια δυσμενής και επίφοβη συγκυρία η παρουσία στην Ελλάδα των Περσών εκείνη τη χρονιά. Των Περσών που κατέβαιναν προς τη Σπάρτη κατακτητικά έχοντας διασχίσει ανενόχλητοι όλη τη Θεσσαλία, η οποία είχε – στο μεταξύ – μηδίσει (Πλούταρχος: «Ηθικά»).
Μαθαίνοντάς τα αυτά οι Έφοροι της Σπάρτης θορυβήθηκαν πολύ και, κρίνοντας ως επείγουσα την κατάσταση, αποφάσισαν να στείλουν στρατό να τους σταματήσει με αρχηγό τον Λεωνίδα, έστω κι αν προοιωνίζονταν δυσάρεστα επακόλουθα από τον χρησμό της Πυθίας (Ἡρόδοτος, «Πολύμνια»: «είτε η Σπάρτη θα χαθεί είτε θα χάσει ένα βασιλιά»).
Αργότερα, όταν ζήτησαν οι Πέρσες την υποταγή των Ελλήνων στο πρόσωπό του Ξέρξη, ο βασιλιάς της Σπάρτης απάντησε με το αθάνατο «Μολών Λαβέ». Κι αυτή ήταν η δεύτερη αποστομωτική του απάντηση, αφού είχε προηγηθεί η πρότασή τους να τον κάνουν διοικητή της Ελλάδας, για να πάρουν την απάντηση ότι «προτιμά να πεθάνει για τους Έλληνες παρά να είναι ο απόλυτος διοικητής τους» (Ηρόδοτος: «Πολύμνια», Πλούταρχος: «Ηθικά» και «Λακαινών Αποφθέγματα»).
Όλα αυτά μαζεμένα ήταν, τουλάχιστον, αναπάντεχα για τον Ξέρξη και άκρως εξοργιστικά. Το έδειξαν, άλλωστε, οι νέες απειλές που εκτόξευσε («Οι Πέρσες θα κρύψουν τον ήλιο με τα βέλη τους»), για να πάρει την απάντηση απ’ τον Διηνέκη: «Καλύτερα, θα πολεμήσουμε υπό σκιάν» (Ἡρόδοτος: «Πολύμνια»…
Τον Διηνέκη που ήταν ένας από τους 300 Σπαρτιάτες οι οποίοι (μαζί με 700 Θεσπιείς και τον βασιλιά τους Δημόφιλο)αντιμετώπισαν ηρωικά – υπό την ηγεσία του Λεωνίδα – τους Πέρσες στις Θερμοπύλες. Στο ορεινό πέρασμα της Ανοπαίας ατραπού, απέναντι από το οποίο είχαν στρατοπεδεύσει οι χιλιάδες των αντιπάλων.
Οι Πέρσες είχαν στρατοπεδεύσει συγκεκριμένα στην πλευρά της Ανθήλης , στην άπλα της πεδιάδας της Τραχίνας που τη διέσχιζαν οι ποταμοί Μέλας και Ασωπός και ήταν περικυκλωμένη από αδιάβατα βουνά.
Βουνά που προβλημάτιζαν τους τοξοβόλους και πεζικάριούς τους, αλλά όχι τους Έλληνες οι οποίοι ετοιμάζονταν να τους αντιμετωπίσουν με τη σιγουριά ότι ήταν κοντά το κέντρο ανεφοδιασμού τους («Αλπηνοί», ένα μικρό χωριό κοντά στις Θερμοπύλες) κι αυτό θα αναπλήρωνε την αριθμητική τους υστέρηση έναντι του πολλαπλάσιου στρατού του εχθρού.
Όμως η προδοσία νίκησε την παλικαριά και τη στρατηγική των Ελλήνων, όταν ο γιος του Ευρυδήμου από την Μήλο (ο Εφιάλτης) – γεμάτος μίσος για τον Λεωνίδα που του ζήτησε να γυρίσει πίσω λόγω της παραμορφωτικής από γεννησιμιού του ανικανότητσς να πολεμήσει – οδήγησε τους Πέρσες στα νώτα των συμπατριωτών του, αφού διέσχισε μαζί τους – ως οδηγός – την οροσειρά πάνω απ’ τις Θερμοπύλες, η οποία συνέδεε το όρος Καλλίδρομο με την Οίτη και την Ανοπαία ατραπό…
Τα τελευταία λόγια του Λεωνίδα στη γυναίκα του Γοργώ »Παντρέψου ένα γενναίο άνδρα και γέννησε γενναία παιδιά» (Πλούταρχος, Ἠθικὰ»: «ἀγαθὸν γαμεῖν καὶ ἀγαθὰ τίκτειν») ηχούσαν ακόμα στ’ αυτιά της, όταν άρχισε να διαχέεται η οχλοβοή στη Σπάρτη από τους θρήνους και τους οδυρμούς για τον ηρωικό θανάτου του βασιλιά της και του σώματος επιλέκτων Σπαρτιατών στις Θερμοπύλες.
Θάνατο που συνοδεύτηκε από εχθρικές ασχήμιες, αφού οι Πέρσες, ταπεινωμένοι από τους γενναίους του Λεωνίδα και τα παλικάρια του, βρήκαν το σώμα του βασιλιά της Σπάρτης μετά την μάχη και το αποκεφάλισαν, παρ’ όλο που ο Διηνέκης με τους συντρόφους του είχαν προσπαθήσει τέσσερις φορές να το τραβήξουν προς τη μεριά τους, μέχρι το τέλος το δικό τους (Ἡρόδοτος: «Πολύμνια»).
Πράξη ανίερη, ασυνήθιστη και για Πέρσες ακόμα. Κι αυτό γιατί – αν και «βάρβαροι» – συνήθιζαν να τιμούν τους γενναίους αντιπάλους τους, όπως είχαν κάνει με τον αιχμάλωτο Πυθέα πριν τη ναυμαχία του Αρτεμισίου λίγους μήνες πριν (Άνοιξη του 480 π Χ).
Σαν να μην έφτανε αυτό, μάλιστα, ο Ξέρξης (σπρωγμένος από μίσος εκδικητικότητας) διέταξε να καρφώσουν το κεφάλι του Λεωνίδα σ’ έναν πάσσαλο διαπομπεύοντάς το, ενώ τους λίγους Θεσπιείς (που έμειναν ζωντανοί) διέταξε να τους στιγματίσουν εξευτελίζοντάς τους με τον χειρότερο τρόπο…
Ύστερα συνέχισε την κατακτητική του πορεία με τον στρατό του βαδίζοντας νότια. Ήταν καθ’ οδόν προς την Πελοπόννησο, όταν οι Πέρσες ηγέτες του πεζικού Μαρδόνιος και Τριτανταίχμης (εξάδελφοι του Ξέρξη), μετέφεραν στον βασιλιά τους κάτι που άκουσαν να λένε (μετά την ελληνική νίκη στο Αρτεμίσιο) Έλληνες αυτόμολοι στο στρατό τους.
Τα ίδια είπαν και οι Αρκάδες που αυτομόλησαν μετά την νίκη του εχθρού στις Θερμοπύλες, όταν ο Πέρσης βασιλιάς ζήτησε να μάθει γιατί τόσο λίγοι Έλληνες είχαν υπερασπιστεί τα Στενά, αγνοώντας προφανώς ότι οι ελληνικές πόλεις είχαν στείλει 7.000 να πολεμήσουν στο πλευρό του Λεωνίδα (Σπαρτιάτες, Αρκάδες, Τεγεάτες, Μαντινείς, Θεσπιείς, Κορίνθιους, Φλιούντιους, Θηβαίους και Ορχομενούς, Μυκηναίους, Θεσπιείς, Φωκείς και Οπούντιους Λοκρούς), οι οποίοι στο τέλος υποχρεώθηκαν από τον βασιλιά της Σπάρτης να φύγουν για πολλούς λόγους, με αποτέλεσμα να μείνουν στο πεδίο της μάχης οι 300 Σπαρτιάτες με τους 700 Θεσπιείς..
Σύμφωνα με την αναφορά των Αρκάδων που αυτομόλησαν, λοιπόν, οι Έλληνες ετοιμάζονταν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Ολυμπία εκείνον τον καιρό. Αγώνες στους οποίους είχαν δικαίωμα συμμετοχής οι άνδρες και, από τις γυναίκες, μόνο οι ιδιοκτήτριες αλόγων στα ιππικά αγωνίσματα.
Οι νικητές των αγώνων αυτών – οι οποίοι είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα, σημειωτέον – βραβεύονταν (στεφανώνονταν) μ’ ένα κλαδί αγριελιάς («κότινο») από τον παρακείμενο ναό του Δία. Κλαδί που έκοβε με χρυσό ψαλίδι «παῖς ἀμφιθαλής» (που είχε, δηλαδή, εν ζωή αμφότερους τους γονείς του).
Μπροστά στον νέο αιφνιδιασμό, ο στρατηγός Τιγράνης (ωτακουστής των λεχθέντων) ξέσπασε πάνω στον Μαρδόνιο αναφωνώντας έκπληκτος: «Παπαί, Μαρδόνιε, κοίους επ’ άνδρας ήγαγες μαχησομένους ημέας, οι ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούνται, αλλά περί αρετής!» (μ.τ.φ: «Αλίμονο, Μαρδόνιε, με ποιους άντρες μάς έφερες να πολεμήσουμε που δεν αγωνίζονται για χρήματα αλλά για την αρετή!»).
Την αρετή που ήταν ταυτόσημη με την ηθική αριστεία και εφαρμόζονταν απ’ τους Έλληνες (μαζί με την πνευματική) ως ηρωικός εθιμικός κώδικας (το μέγα «δέον» των Ελλήνων) από τα Ομηρικά χρόνια.
Γι’ αυτό και οι Ολυμπιακοί Αγώνες (ιδρυτής των οποίων ήταν – κατά την μυθολογία – ο Ηρακλής, με στόχο την ανάδειξη των σωματικών χαρισμάτων των Ελλήνων σε συνδυασμό με τον πλούτο και τη σοφία τους) αποτελούσαν γεγονός πανελλήνιας σημασίας και ομοψυχίας.
Επί των ημερών τους, άλλωστε, είχαν διακριθεί σπουδαίοι φιλόσοφοι, σοφιστές, ρήτορες και άλλοι, όπως ο Πλάτων, ο Γοργίας, ο Λυσίας, μη εξαιρουμένων και των τυράννων ακόμα όπως ο Ιππίας, δεδομένου ότι ήταν περίοδος συνεννόησης και ειρήνευσης για όλους τους Έλληνες («σύλλογον ἀρχὴν γενήσεσθαι τοῖς Ἕλλησι», μ.τ.φ: »συνάθροισις θα γίνει για τους Έλληνες, αρχή της μεταξύ των φιλίας», Λυσίας «Ολυμπιακός», 388 π Χ).
Κι αυτό το τελευταίο λεχθέν του ρήτορα είχε ιδιαίτερη σημασία στους «ανεπίσημους» Ολυμπιακούς του 384 π.Χ. οι οποίοι έγιναν δύο χρόνια μετά την ντροπιαστική για τους Έλληνες «Ανταλκίδειο ειρήνη» (386 π Χ), τη συμφωνία που υπέγραψε ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Ανταλκίδας με τον Αρταξέρξη κάνοντας τον Πέρση βασιλιά διαιτητή των ελληνικών υποθέσεων και διενέξεων.
Ωστόσο οι Ολυμπιακοί Αγώνες – από το 776 π Χ μέχρι το 392 μ. Χ., όταν ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α’ τους κατάργησε οριστικά για θρησκευτικούς λόγους, για να αναβιώσουν το 1896 χάρη στον Γάλλο παιδαγωγό και ιστορικό Πιερ ντε Κουμπερτέν – αποδείχθηκαν «θεραπευτικοί» για τους Έλληνες, πέραν του ότι είχαν μοναδική ακτινοβολία ως σημαντικότεροι από τους πανελλήνιους αρχαίους στα Πύθια, τα Νέμεα και τα Ίσθμια.
Αγώνες που έβαλαν τέρμα στην επικρατούσα «άχλια κατάσταση» (κατά Λυσία) μεταξύ των ελληνικών πόλεων λόγω της αδυναμίας τους και, προπάντων, των διαφωνιών και των φιλονικιών τους, οι οποίες έκαναν όλους τους Έλληνες να ντρέπονται και να φοβούνται για το μέλλον τους (Λυσίας «Ολυμπιακός»: «περί μεν των παρεληλυθότων αισχύνεσθαι περί δε των μελλόντων έσεσθαι δεδιέναι»).
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν ένα μήνυμα ιεράς εκεχειρίας το οποίο σταματούσε τις εχθροπραξίες στην Ελλάδα, καθώς οι πόλεις-κράτη της ήταν υποχρεωμένες να το κάνουν στέλνοντας αντιπροσωπείες αθλητών τους για συμμετοχή σε αυτούς.
Κάτι που θα ήταν ευχής έργο αν εφαρμοζόταν σε παγκόσμια κλίμακα κατά τη διάρκεια των σύγχρονων ως μήνυμα-πράξη ισοδύναμο με αληθινό και όχι κενό και πομφολυγώδες έπαθλο αρετής σε μια εποχή πολέμων και αιμάτων. Εποχή που προοιωνίζεται ακόμα χειρότερες μέρες και νύχτες με επίκεντρο την γεννήτρια των δυο φοβερών Παγκοσμίων Πολέμων του 20ου αιώνα Ευρώπη…
Κρινιώ Καλογερίδου