Πενήντα ένα χρόνια έχουν περάσει από εκείνο το καλοκαίρι που άλλαξε για πάντα την ιστορία της Κύπρου. Στις 20 Ιουλίου 1974, οι Τούρκοι στρατιώτες πάτησαν για πρώτη φορά στα παράλια της Κερύνειας, σφραγίζοντας την αρχή μιας τραγωδίας που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η επιχείρηση «Αττίλας 1», όπως την ονόμασαν οι ίδιοι οι εισβολείς, έμεινε στη συλλογική μνήμη των Ελληνοκυπρίων ως η αρχή του τέλους της ενωμένης Κύπρου.
Το προοίμιο της καταστροφής
Τα γεγονότα που οδήγησαν στην εισβολή είχαν ξεκινήσει πέντε μέρες νωρίτερα. Στις 15 Ιουλίου, μια χούντα στρατιωτικών, υποκινούμενη από το καθεστώς των συνταγματαρχών στην Αθήνα, ανέτρεψε τον εκλεγμένο Πρόεδρο της Κύπρου, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Ο σκοπός ήταν σαφής: η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Αυτό που δεν υπολόγισαν ήταν η αντίδραση της Τουρκίας, που είδε την ευκαιρία να υλοποιήσει τα δικά της σχέδια για το νησί.
Η Άγκυρα, επικαλούμενη το δικαίωμά της ως εγγυήτρια δύναμη σύμφωνα με τη Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960, ξεκίνησε τις προετοιμασίες για στρατιωτική επέμβαση. Οι διπλωματικές προσπάθειες των επόμενων ημερών απέτυχαν παταγωδώς. Ο χρόνος τελείωνε και το πεπρωμένο πλησίαζε.

Η αυγή του πολέμου
Στις 5:30 το πρωί της 20ης Ιουλίου, τα τουρκικά αεροσκάφη εμφανίστηκαν πάνω από την Κύπρο. Οι βόμβες άρχισαν να πέφτουν στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, ενώ παράλληλα η τουρκική αεροπορία έπληττε στρατιωτικούς στόχους σε όλο το νησί. Μια ώρα αργότερα, οι πρώτοι αλεξιπτωτιστές προσγειώθηκαν στην περιοχή της Λευκωσίας, ενώ ταυτόχρονα ξεκινούσε η αμφίβια απόβαση στην Κερύνεια.
Η εικόνα ήταν σουρεαλιστική. Οι κάτοικοι της Κερύνειας ξύπνησαν με τον ήχο των κανονιών των τουρκικών πολεμικών πλοίων. Τα αποβατικά σκάφη έφερναν χιλιάδες στρατιώτες, τανκς και πυροβολικό. Σε λίγες ώρες, το γραφικό λιμάνι της Κερύνειας είχε μετατραπεί σε πεδίο μάχης.
Αντίσταση και προδοσία
Η Εθνική Φρουρά της Κύπρου, παρά την αριθμητική υπεροχή των εισβολέων, παρουσίασε γενναία αντίσταση. Στην Κερύνεια, στη Λευκωσία, στην Αμμόχωστο, νεαροί Κύπριοι στρατιώτες πολέμησαν με ό,τι είχαν στη διάθεσή τους. Πολλοί από αυτούς πλήρωσαν με τη ζωή τους την αγάπη για την πατρίδα.
Όμως η προδοσία έμελλε να κάνει το έργο της. Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου είχε αποδιοργανώσει την άμυνα του νησιού. Οι διοικητές άλλαζαν, οι εντολές ερχόταν αντιφατικές, και η σύγχυση επικρατούσε παντού. Η Ελλάδα, που θα μπορούσε να παρέμβει αποφασιστικά, παρέμεινε παραλυμένη από τις εσωτερικές της αντιθέσεις και την πολιτική αστάθεια.

Οι πρώτες ώρες της τραγωδίας
Καθώς οι ώρες περνούσαν, η κατάσταση γινόταν όλο και πιο δραματική. Οι Τούρκοι στρατιώτες προχωρούσαν από την Κερύνεια προς την Λευκωσία, κόβοντας το νησί στα δύο. Χιλιάδες άμαχοι άρχισαν να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους, κουβαλώντας ό,τι μπορούσαν στις πλάτες τους. Η εικόνα των προσφύγων που κατέκλυσαν τους δρόμους της Κύπρου έμεινε χαραγμένη στη μνήμη όσων τη βίωσαν.
Στις ελληνοκυπριακές κοινότητες που βρέθηκαν στο δρόμο των εισβολέων, η τραγωδία πήρε διαστάσεις γενοκτονίας. Στην Αλόα, στον Τσόζα, στη Μαραθόβουνο, εκατοντάδες άμαχοι – άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι – εκτελέστηκαν εν ψυχρώ. Οι μαρτυρίες των επιζησάντων μιλούν για σκηνές που προκαλούν ανατριχίλα ακόμα και πενήντα χρόνια μετά.
Η διεθνής αδιαφορία
Ενώ η Κύπρος αιμορραγούσε, η διεθνής κοινότητα παρατηρούσε με σχετική αδιαφορία. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ καταδίκασε την εισβολή και ζήτησε την άμεση απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων, αλλά οι αποφάσεις έμειναν στα χαρτιά. Οι ΗΠΑ, παρά την πίεση του ισχυρού ελληνοαμερικανικού λόμπι, δεν κίνησαν δάχτυλο για να σταματήσουν τον σύμμαχό τους στο ΝΑΤΟ.
Η Βρετανία, που διατηρούσε δύο στρατιωτικές βάσεις στο νησί, περιορίστηκε σε διπλωματικές διαμαρτυρίες. Οι Άγγλοι στρατιώτες παρακολούθησαν απαθείς την καταστροφή να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια τους, χωρίς να παρέμβουν για να προστατεύσουν τους άμαχους.

Το τέλος της πρώτης φάσης
Στις 22 Ιουλίου, μετά από διπλωματικές πιέσεις, κηρύχθηκε κατάπαυση του πυρός. Η πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής είχε τελειώσει, αλλά ο εφιάλτης συνεχιζόταν. Οι Τούρκοι είχαν καταλάβει περίπου το 3% του νησιού, κυρίως στην περιοχή της Κερύνειας, αλλά η ζημιά ήταν ανεπανόρθωτη.
Χιλιάδες Ελληνοκύπριοι είχαν γίνει πρόσφυγες στη δική τους πατρίδα. Εκατοντάδες ήταν νεκροί ή αγνοούμενοι. Το όνειρο της Ένωσης είχε μετατραπεί σε εφιάλτη, και η Κύπρος δεν θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια.
Η κληρονομιά του πόνου
Σήμερα, πενήντα ένα χρόνια μετά, η Κύπρος παραμένει διαιρεμένη. Η Πράσσινη Γραμμή, που χάραξαν οι Τούρκοι εκείνες τις πρώτες μέρες του Ιουλίου του 1974, συνεχίζει να χωρίζει το νησί. Χιλιάδες οικογένειες ζουν ακόμα με τον πόνο του ξεριζωμού, με τη νοσταλγία για τα χαμένα σπίτια, με την αγωνία για τους αγνοούμενους συγγενείς τους.
Η 20ή Ιουλίου δεν είναι απλώς μια ημερομηνία στο ημερολόγιο. Είναι μια πληγή που δεν έχει επουλωθεί, μια πληγή που θυμίζει στους Ελληνοκυπρίους ότι η ελευθερία και η δικαιοσύνη δεν είναι δεδομένες. Είναι και μια υπενθύμιση ότι η μάχη για την επανένωση της Κύπρου συνεχίζεται, παρά τις δυσκολίες και τις απογοητεύσεις.
Κάθε χρόνο, στις 20 Ιουλίου, οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα σε όλη την Κύπρο. Χτυπούν για τους νεκρούς, για τους αγνοούμενους, για τους πρόσφυγες. Αλλά χτυπούν και για την ελπίδα. Την ελπίδα ότι κάποτε, η δικαιοσύνη θα αποκατασταθεί και η Κύπρος θα γίνει ξανά ενωμένη και ελεύθερη.