Η ιστορία του Πατέρα Δημητρίου —ή αλλιώς του Ντέιβιντ Μπάλφουρ— αποτελεί ένα συναρπαστικό, αν και ελάχιστα γνωστό, κεφάλαιο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ο «μοναχός με τη φωνή αγγέλου» αποδείχθηκε τελικά πως ήταν κατάσκοπος της Βρετανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Η αποστολή και η δράση του κατά τη διάρκεια του πολέμου θα μπορούσαν άνετα να αποτελέσουν υλικό για ένα αγωνιώδες κατασκοπευτικό μυθιστόρημα ή κινηματογραφική ταινία.
Ο Ντέιβιντ Μπάλφουρ γεννήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 1903 σε πλούσια οικογένεια της Βρετανίας. Σπούδασε στα πανεπιστήμια της Πράγας, του Σάλτσμπουργκ, της Ρώμης και αργότερα της Αθήνας. Ήταν ένας αυθεντικός πολύγλωσσος: μιλούσε αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ρωσικά, πολωνικά και ελληνικά, ενώ αργότερα έμαθε και τουρκικά. Ήταν ο ιδανικός νέος για να στρατολογηθεί από τη Μυστική Υπηρεσία της πατρίδας του.
Αρχικά καθολικός, άρχισε να γοητεύεται από την Ορθοδοξία. Για να ικανοποιήσει το ενδιαφέρον του, το 1932 επισκέφθηκε τη ρωσική μονή του Αγίου Παντελεήμονος στο Άγιον Όρος. Η παραμονή του εκεί, σε συνδυασμό με την επιρροή του μοναχού Σωφρόνιου (κατά κόσμον Σαχάρωφ), τον οδήγησαν να εγκαταλείψει τον Καθολικισμό και να ασπαστεί την Ορθόδοξη πίστη.
Αργότερα εντάχθηκε στο Πατριαρχείο Μόσχας και χειροτονήθηκε ιερέας με το όνομα Πατέρας Δημήτριος, στον ναό των Τριών Ιεραρχών στο Παρίσι. Το 1934 στάλθηκε στο Λονδίνο, για να συνεργαστεί με ομάδα Άγγλων Ορθοδόξων σε μια αποτυχημένη προσπάθεια ίδρυσης ενορίας.
Το 1935 επέστρεψε στο Άγιον Όρος και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Μονή Πεντέλης, όπου γράφτηκε στη Θεολογική Σχολή. Του ανατέθηκε η διακονία σε ένα μικρό εκκλησάκι στην αυλή του Νοσοκομείου Ευαγγελισμός, στο Κολωνάκι, στο κέντρο της Αθήνας.
Από την πρώτη του εμφάνιση στην Αθήνα, ο Πατέρας Δημήτριος τράβηξε την προσοχή των πλουσίων οικογενειών της πρωτεύουσας. Το κήρυγμά του και η βυζαντινή του ψαλμωδία στο εκκλησάκι της εύπορης συνοικίας έγιναν πολύ δημοφιλή. Το ταπεινό του ράσο, η γλυκιά φωνή, το φιλανθρωπικό του έργο, η μόρφωσή του, η ήρεμη συμπεριφορά του και η χαρακτηριστική διχαλωτή γενειάδα του τον ανέδειξαν στον πιο αναγνωρίσιμο ιερέα της πόλης. Η αίγλη του Αγίου Όρους συνέβαλε στη βαθιά εκτίμηση που έτρεφαν για εκείνον οι πιστοί.
Κατά την παραμονή του στην Αθήνα, τελειοποίησε τα ελληνικά του. Έγινε περιζήτητος στα σαλόνια της υψηλής κοινωνίας και εξομολογητής πολλών επιφανών Αθηναίων, όπως ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος και ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορυζής. Παράλληλα δίδασκε αγγλικά σε ευκατάστατους Έλληνες στο Βρετανικό Ινστιτούτο Αθηνών, ενώ διατηρούσε καλές σχέσεις με θεολόγους της ομάδας «Ζωή» και τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών.
Από το 1937 ως το 1939, ο Άγγλος κατάσκοπος, ντυμένος πάντα με τα ράσα του και τη χαρακτηριστική μακριά διχαλωτή γενειάδα, επιτελούσε τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα με στενές σχέσεις με τη βασιλική οικογένεια. Ιδιαίτερα στενές ήταν οι σχέσεις του με τον βασιλιά Γεώργιο Β΄, διάδοχο του Παύλου, και με την πριγκίπισσα Φρειδερίκη. Οι επισκέψεις του στο παλάτι του έδιναν, χωρίς αμφιβολία, πρόσβαση σε πληροφορίες μεγάλης αξίας για τη Βρετανική Υπηρεσία Πληροφοριών. Μέλη της βασιλικής οικογένειας εξομολογούνταν συχνά στον αγαπημένο τους ιερέα. Ταυτόχρονα, ο Μπάλφουρ —υπό την κάλυψη του Πατέρα Δημητρίου— δημιούργησε ισχυρούς δεσμούς με στρατιωτικούς και πολιτικούς υψηλόβαθμους, με τις ευλογίες του παλατιού.
Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, ο Πατέρας Δημήτριος ξεπέρασε σε ζήλο κάθε άλλο ιερέα, στηρίζοντας τους στρατιώτες που μάχονταν στο μέτωπο της Αλβανίας και τις οικογένειές τους.
Λίγες μόνο ημέρες πριν την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, τον Απρίλιο του 1941, λέγεται πως οι ενορίτες του τον είδαν να βγαίνει από το εκκλησάκι του κουρεμένος, ξυρισμένος και ντυμένος με χακί σορτς και στρατιωτικές μπότες. Επιβιβάστηκε σε ένα τζιπ των Βρετανικών εκστρατευτικών δυνάμεων μαζί με προσωπικό της πρεσβείας και κατευθύνθηκαν προς το λιμάνι του Πειραιά. Προορισμός του ήταν το Κάιρο, όπου είχε ήδη καταφύγει ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ με επίλεκτη στρατιωτική συνοδεία, λίγο πριν την κατάληψη της Αθήνας από τους ναζί.
Πλέον είχε αποτινάξει την κάλυψη του ιερέα και επανεμφανιζόταν ως διπλωμάτης: ο Ντέιβιντ Μπάλφουρ, υψηλόβαθμο στέλεχος της Βρετανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Στο Κάιρο συνέχισε τις στενές σχέσεις με τη βασιλική οικογένεια και μελλοντικούς πρωθυπουργούς, όπως τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο.
Τρεισήμισι χρόνια αργότερα, μετά την Απελευθέρωση, ο Μπάλφουρ επέστρεψε στην Αθήνα, λίγο μετά την αποχώρηση των τελευταίων Γερμανών. Αυτή τη φορά εμφανίστηκε δημοσίως ως «Ταγματάρχης Ντέιβιντ Μπάλφουρ» και ανέλαβε επίσημα καθήκοντα στην Πρεσβεία της Βρετανίας. Όπως αναφέρει ο ιστορικός Σαράντος Καργάκος, πολλοί Έλληνες που τον είχαν γνωρίσει ως Πατέρα Δημήτριο αισθάνθηκαν βαθύ θυμό και προδοσία με την αποκάλυψη της πραγματικής του ταυτότητας.
Παρά την αγανάκτηση, ο Μπάλφουρ συνέχισε να εργάζεται για την ενίσχυση της βρετανικής επιρροής στην ελληνική πολιτική ζωή μετά τον πόλεμο, αυτή τη φορά από τη θέση του «Συμβούλου Πολιτικών Υποθέσεων» της Πρεσβείας. Η επιρροή και οι παρεμβάσεις του αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης για πολλούς ιστορικούς. Λέγεται πως διαδραμάτισε ρόλο-κλειδί στην τοποθέτηση του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού ως Αντιβασιλέα και στην παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου από την πρωθυπουργία.
Ως ειδήμων στα ελληνικά πολιτικά πράγματα, ο Μπάλφουρ διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα αιματηρά Δεκεμβριανά του 1944 και στη Συμφωνία της Βάρκιζας τον Φεβρουάριο του 1945, μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των κομμουνιστών ανταρτών. Φημολογείται μάλιστα ότι υπήρξε «η φωνή και ο μεταφραστής» του στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπι, ο οποίος διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην έκβαση του Εμφυλίου Πολέμου.
Ο Μπάλφουρ λέγεται ότι συνεργάστηκε στενά και με έναν άλλο σκοτεινό Βρετανό πράκτορα, τον Ρετζινάλντ «Ρεξ» Λίπερ, μέλος της Μυστικής Υπηρεσίας και πρεσβευτή της Βρετανίας στην εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στο Κάιρο, από το 1943 έως το 1946. Ο Λίπερ θεωρείται επίσης ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στα γεγονότα του Εμφυλίου.