Δεν υπήρξε κυβερνητική περίοδος στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, που να μην εύχονταν οι Έλληνες την αναβάθμιση της εξωτερικής πολιτικής τους κόντρα στις δυνάμεις αδράνειας (οι οποίες την κρατούσαν καθηλωμένη), και της απρονοησίας των εκάστοτε ιθυνόντων οι οποίοι έμαθαν να βαδίζουν στα χνάρια του Επιμηθέα…
Δεν υπήρξε κυβερνητική περίοδος που να μην εύχονταν οι Έλληνες τη χάραξη πολυεπίπεδης και ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής που να νοιάζεται για τον Ελληνισμό στο σύνολό του, με πρόταγμα μείζονα εθνικά θέματα τα οποία έχουν κακοφορμίσει και μας κάνουν να νιώθουμε διαχρονικά με μια πινέζα στην καρδιά.
Θέματα όπως το Κυπριακό, αφού η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974 και η κατοχή του 37% του εδάφους της για πάνω από μισό αιώνα εξακολουθεί να σκεπάζει τον νοητικό και συναισθηματικό ορίζοντα Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων.
Αυτή η εντύπωση υπήρχε, τουλάχιστον, μέχρι προ τεσσάρων ετών, γιατί τότε ο ΥΠΟΙΚ της Κύπρου και αναπληρωτής πρόεδρος του ΔΗΣΥ Χάρης Γεωργιάδης είχε δηλώσει ανερυθρίαστα ότι “χωρίς να είναι ποτέ επιλογή της ε/κ πλευράς, η διχοτόμηση της του νησιού προκύπτει εκ των πραγμάτων”…
Πρόθεση ύψωσης λευκής σημαίας παράδοσης από πολιτικό της αιμάσσουσας, ημικατεχόμενης Κύπρου, την οποία επιβεβαίωσε δυο χρόνια αργότερα (2022) η είδηση ότι 1.400 περιουσίες Ελληνοκυπρίων στα Κατεχόμενα του βόρειου τμήματος της Κύπρου είχαν πουληθεί σε Τούρκους και ξένους (και μάλιστα σε εξευτελιστικές τιμές οι περισσότερες) χωρίς σοβαρή αντίδραση εκ μέρους των Ελλήνων της Κύπρου (πλην μερικών εξαιρέσεων).
Σε μια ένδειξη μάλιστα αποκορύφωσης της απώλειας κάθε ελπίδας) ακολούθησε (μέχρι τέλους του ’23 μόνο) το “Πωλείται η πατρίς” δια της “Επιτροπής αποζημιώσεων” μέσω 7.600 προσφυγών Ελληνοκυπρίων στα ψευτοκυπριακά δικαστήρια για αποζημιώσεις (βλ. σχετική και πολύ βολική πρόταση Τουρκίας στην ελληνοκυπριακή πλευρά)…
Επιτροπής που είχε συσταθεί από Έλληνες της Κύπρου, ιδιοκτήτες περιουσιών τις οποίες οικειοποιήθηκε το 1974 η ΤΔΒΚ (Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου) για να τις μοιράσει αργότερα σε Τούρκους ή ξένους σφετεριστές.
Άρασκοπός της συγκρότησης της εν λόγω επιτροπήςήταν η οικονομική αποκατάσταση – μέσω της ιδιωτικής οδού – των εκτοπισμένων Ελληνοκυπρίων μετά από προσφυγή τους σε μη αναγνωρισμένο διεθνώς δικαστήριο. Πράξη που νομιμοποιούσε αυτόματα τους φορείς της τουρκοκυπριακής δικαιοσύνης και το ψευδοκράτος των Κατεχομένων της Κύπρου…
Ας σημειωθεί ότι το αίτημα για οικονομικές αποζημιώσεις των Ελληνοκυπρίων εκτοπισμένων προωθήθηκε ιδιωτικά προ πενταετίας γιατί οι πολιτικές ηγεσίες της Κύπρου δεν τόλμησαν να ζητήσουν επίσημα (στα 51 χρόνια τουρκικής κατοχής του βόρειου τμήματος του νησιού)αποζημιώσεις από την Τουρκία, αν και αυτή οφείλει εκατομμύρια ευρώ στους πρόσφυγες του ’74.
Τους οφείλει εκατομμύρια ευρώ από αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων οι οποίες διεκπεραιώθηκαν – σε επίπεδο αποζημιώσεων -μόνο στις υποθέσεις Λοϊζίδου και Ξενίδη-Αρέστη, το 2014 αντί τιμήματος 90 εκατ. ευρώ (βλ. σχετικό άρθρο του πολιτικού αναλυτή Michael Rubin για το Hellas Journal).
Τις λοιπές αποζημιώσεις (οι οποίες ανέρχονται συνολικά σε 186 εκατ. ευρώ) αρνείται να καταβάλει η Τουρκία, που “παίζει τα τελευταία χρόνια” το χαρτί του ειρηνοποιού (Ουκρανικό-Μεσανατολικό), αφού τη βοηθήσαμε (Ελλάδα και Κύπρος) με την κατευναστική (παθητική και ηττοπαθή) στάση μας να σβήσει απ’ το μέτωπό της την ετικέτα του παράνομου εισβολέα και κατακτητή επί μισό αιώνα και βάλε.
Του παράνομου εισβολέα που παραμένει ατιμώρητος 51 χρόνια τώρα, αν και οδήγησε σε εθνοκάθαρση και εκτοπισμό τους Ελληνοκυπρίους και λεηλάτησε τις περιουσίες τους, μαζί με την πολιτιστική και θρησκευτική κληρονομιά τους στο βόρειο τμήμα της Κύπρου.
Επειδή ακριβώς παραμένει ατιμώρητος, ύπουλος, μεθοδικός και προκλητικός ο Τούρκος εισβολέας, ο πρώην αξιωματούχος του Πενταγώνου Michael Rubin συμβουλεύει την Κύπρο – στην συνέντευξή του τον προηγούμενο μήνα – να ζητήσει από την ΕΕ κατάσχεση της τουρκικής περιουσίας (ακόμα και των κρατικών αεροσκαφών της Turkish Airlines), για την κάλυψη των οφειλών στους (200.000) Ελληνοκύπριους πρόσφυγες, βλέποντας ότι οι ιδιωτικές διεκδικήσεις αποζημιώσεων απ’ τους τελευταίους νομιμοποιούν στην ουσία την παράνομη τουρκική κατοχή στη βόρεια Κύπρο).
Καλεί, επιπλέον, την Κυπριακή Δημοκρατία να διεκδικήσει αποζημιώσεις για τις μέχριτώρα οικονομικές απώλειες δισεκατομμυρίων από την τουρκική παρενόχληση στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της (ΑΟΖ) και την εκμετάλλευση φυσικού αερίου.
Αλλά, φευ!, ποιος να τα διεκδικήσει αυτά και με ποια κάλυψη, αφού Λευκωσία-Αθήνα με την κατευναστική τους πολιτική οδηγούν μοιραία (ελλείψει δικής τους εθνικά συμφέρουσας πρότασης στη θέση της προτεινόμενης από τονΟΗΕ “Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα”) στην – δια της διζωνικής – τουρκοποίηση της Κύπρου ακόμα και στην περίπτωση που δεν περάσει η τουρκική πρόταση της διχοτόμησής της …
Αυτά για το Κυπριακό, γιατί – στα στενά όρια της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής – εθελοτυφλούμε και πάλι στα ελληνοτουρκικά, φτάνοντας στο σημείο να δώσουμε σιωπηρή συγκατάθεση (από κοινού με την Κύπρο) στη συμμετοχή της Τουρκίας στην Ευρωασφάλεια, αν και είναι απόφαση μη ωφέλιμη για τα εθνικά μας συμφέροντα, πολύ περισσότερο όταν δεν τέθηκε επίσημα θέμα απ’ την ελληνική μεριά για άρση του casus belli ως αντάλλαγμα της συγκατάθεσής μας, δεδομένου ότι ήδη αποκλείστηκε από τον Ερντογάν στον “αέρα”…
Στα στενά όρια τώρα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, επίσης, δε θα είμαστε σίγουρα στη σωστή πλευρά της Ιστορίας αν υποκύψουμε και δεν αντιδράσουμε πειστικά (νομικά και διπλωματικά) στην ανιστόρητη απόφαση της αιγυπτιακής Δικαιοσύνης σε βάρος του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της ελληνορθόδοξης Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά (μετά την προσφυγή στη δικαιοσύνη το 2014 των Αδελφών Μουσουλμάνων, προστατευόμενων του Ταγίπ Ερντογάν.
Γιατί με την μεταβίβαση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Μονής στο αιγυπτιακό δημόσιο (προς τουριστική αξιοποίηση φαραωνικού τύπου), θα ανοίξει ο δρόμος για τη διάλυση του ελληνορθόδοξου μοναστικού κέντρου το οποίο επιβιώνει εδώ και 1700 χρόνια (αρχής γενομένης από την ίδρυση και οχύρωσή του επί Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού 527–565), με συνακόλουθο αποτέλεσμα να πληγεί καίρια το κύρος, η αξιοπιστία και η εκτός συνόρων διαχρονική ιστορική παρουσία της ελληνορθόδοξης Ελλάδας.
Δε θα είμαστε σίγουρα στη σωστή πλευρά της Ιστορίας και θα μιλάμε για ιλαροτραγωδία της εξωτερικής πολιτικής μας, αν τελικά ολοκληρωθεί η εθνική ζημιά – σε επίπεδο ελληνολιβυκών σχέσεων – με αρνητική συμβολή το 2020 του… αναβαθμισθέντα στον τελευταίο ανασχηματισμό Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του πρωθυπουργού Θάνου Ντόκου, ο οποίος έκρινε λανθασμένη τότε την επιλογή της Ελλάδας να στηρίξει στη Λιβύη τον στρατηγό Χαφτάρ.
Να τον στηρίξει στη βάση του “στρατάρχη της Ανατολικής Λιβύης και διοικητή του LNA που θα πολεμήσει στο πλευρό της Ελλάδας”, όπως μας βεβαίωνε προ πενταετίας ο Λίβυος στρατηγός, ο οποίος σήμερα κάνει πολιτική μεταστροφή προς την Άγκυρα.
Κάνει στροφή προς την Άγκυρα υποσχόμενος να επανεξετάσει το τουρκολιβικό μνημόνιο το οποίο απέρριπτε “χθες”, μιας και από την Αθήνα δεν βρήκαν ούτε αυτός ούτε η Βουλή της Λιβύης την ανταπόκριση που ζητούσαν για να εμποδίσουν τη διείσδυση του Ερντογάν στη Λιβύη το ’20 στο πλευρό του “πρωθυπουργού” της αρεσκείας του, που ήταν ο κύριος αντίπαλος του Χαλίφα Χαφτάρ στις “εκλογές” διεκδίκησης της (προσωρινής) πρωθυπουργίας.
Αν υπάρχει εθνική συνείδηση στους συμβούλους του υπουργείου Εξωτερικών και του Μαξίμου, θα έπρεπε ήδη να σκύβουν το κεφάλι στη σκέψη ότι η Ελλάδα έχασε εξαιτίας τους έναν Λίβυο σύμμαχο (με επιρροή και στη Βουλή της Λιβύης) κατά του τουρκολιβυκού μνημονίου.
Έναν σύμμαχο που τώρα ετοιμάζεται να… “αλλαξοπιστήσει” υπέρ του Ερντογάν αναγνωρίζοντας το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Κάτι που, αν συντελεστεί, θα αφαιρέσει το κυριότερο επιχείρημα της απόφασης εφετείου της Τρίπολης ότι “το τουρκολιβυκό μνημόνιο είναι άκυρο, γιατί η προσωρινή κυβέρνηση της Λιβύης (χωρίς την εξουσιοδότηση και την έγκριση του Κοινοβουλίου) δεν έχει τη δικαιοδοσία να υπογράφει συμφωνίες για την κυριαρχία του κράτους και την εκμετάλλευση φυσικών πόρων” (Φεβρουάριος 2024).
Κι αν το αφαιρέσει, θα μιλάμε για μεγάλη διπλωματική νίκη της Τουρκίαςκαι μεγάλη ήττα δική μας, γιατί όχι μόνο θα επαναφέρει σε ισχύ το τουρκολιβυκό μνημόνιο του ’19, αλλά και θα διαγράψει την όποια χρησιμότητα της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας του ’20 την οποία υπογράψαμε βεβιασμένα (μέγα λάθος του τότε ΥΠΕΞ μας Ν. Δένδια) και ημιτελώς, σε απάντησή της.
Θα τη διαγράψει και θα την καταστήσει προβληματική σε βάρος μας (για να μην πω επικίνδυνα προδιαγραφόμενη υπέρ της Τουρκίας) λόγω της ημιτέλειάς της, εξαιτίας της οποίας έχουμε περιορισμένη πλέον επήρεια (κυριαρχία) οι Έλληνες στη θαλάσσια ζώνη ανατολικότερα του 25ου μεσημβρινού (μεταξύ 28ου-32ου), που είναι απ’ τις σπουδαιότερες του Αιγαίου.
Απ’ τις σπουδαιότερες γιατί σ’ αυτήν επικάθηνται η Ν. Ρόδος, το σύμπλεγμα της Μεγίστης (Καστελόριζο, Ρω, Στρογγύλη κλπ), η Κάσος, η Κάρπαθος και η Κρήτη (πιθανό σημείο σύγκρουσης ελληνικών-τουρκικών συμφερόντων, αφού το τουρκολιβυκό μνημόνιο δίνει το δικαίωμα στην Τουρκία να προβαίνει σε παραβιάσεις του Δικαίου της Θάλασσας κατά το δοκούν, βάσει “οριοθέτησης” της ΑΟΖ μεταξύ Τουρκίας – Λιβύης, αμφισβητώντας την ελληνικότητα νησιών του Αιγαίου (βλ. 152 λίστας “EGAYDAAK”), ακόμη και της Κρήτης…
Ας ελπίσουμε ότι θα ξανοίξει το γρηγορότερο το θολό τοπίο στην εξωτερική πολιτική μας. Θα διαψευστούν οι φόβοι μας για αναγνώριση του τουρκολιβυκού μνημονίου από τον Χαφτάρ και θα επιβεβαιωθεί η δήλωση του Γιώργου Γεραπετρίτη από την Αίγυπτο : “Η σχέση μας με την Αίγυπτο είναι βαθιά και έχει αναπτύξει στρατηγικά χαρακτηριστικά”.
Θα επιβεβαιωθεί και η θετική προσήμανση του ΥΠΕΞ μας όχι μόνο για την περίπτωση της Μονής του Σινά (“στόχος η κατοχύρωση των δικαιωμάτων της Μονής”), ενώ – για την περίπτωση της συμμαχίας μας με την Αίγυπτο – θα αποφευχθεί το ενδεχόμενο περαιτέρω προσέγγισης του Αλ Σίσι με τον Ταγίπ Ερντογάν σε γεωπολιτικό επίπεδο, προκειμένου να εκμεταλλευτεί ο δεύτερος υπέρ της Τουρκίας την ευκαιρία της ημιτέλειας της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας…