Γράφει ο Μιχάλης Στούκας
Η προέλευση των Μινωιτών και των Μυκηναίων έχει απασχολήσει αρχαιολόγους, ιστορικούς και γλωσσολόγους για περισσότερο από έναν αιώνα. Μέχρι πριν λίγα χρόνια οι σχετικές εκτιμήσεις βασίζονταν σε αρχαιολογικά και γλωσσολογικά δεδομένα. Οι επιστήμονες ερευνούσαν αν οι σημερινοί Έλληνας είναι απόγονοι των Μυκηναίων και των Μινωιτών ή αν οι τελευταίοι αφανίστηκαν από την περιοχή. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια του 20ου αιώνα η πρόοδος της Γενετικής και το DNA, έδωσαν ασφαλείς απαντήσεις στα συγκεκριμένα ερωτήματα.
Οι μελέτες του αρχαίου DNA Μυκηναίων και Μινωιτών
Αρχαιογενετική μελέτη εστίασε στην ανάλυση της γενετικής σύστασης λειψάνων της Εποχής του Χαλκού (3η-2η χιλιετία π.Χ.) της Ευρασίας. Γι’ αυτό μελετήθηκαν δείγματα αρχαίου DNA από οστά ή δόντια Μινωιτών (2900-1700 π.Χ.), Μυκηναίων (1700-1200 π.Χ.), σκελετού από το Σπήλαιο Αλεπότρυπα στον Κόλπο του Διρού (περίπου 5.400 π.Χ.) και λειψάνων από τη ΝΔ Ανατολία (2800-1800 π.Χ.) Η μελέτη περιελάμβανε επίσης αρχαία δείγματα από τη Βόρεια Ελλάδα. Όπως γράφει ο Κωνσταντίνος Τριανταφυλλίδης, «τα αρχαϊκά δείγματα αναλύθηκαν αρχικά για μιτοχονδριακό DNA και στη συνέχεια με τη χρήση 1.200.000 απλών νουκλεοτιδικών πολυμορφισμών».
Σημειώνουμε ότι η μελέτη των I. Lazaridis, A. Mittnik et al, δημοσιεύθηκε στο τεύχος 548 του περιοδικού «Nature» (2017), στις σελίδες 214-218. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας είναι τα εξής:
α) Οι Μινωίτες και οι Μυκηναίοι ήταν ομοιογενείς μεσογειακοί πληθυσμοί, κάτι που υποστηρίζει τη γενετική συνεκτικότητα των παραπάνω πληθυσμιακών ομάδων.
β) Πρόγονοι των Μινωιτών και των Μυκηναίων ήταν κυρίως νεολιθικοί γεωργικοί πληθυσμοί από τη Δυτική Ανατολία και τα νησιά του Αιγαίου.
γ) Δεν διαπιστώθηκε γενετικό αποτύπωμα από πληθυσμούς της Αφρικής στους Μινωίτες και τους Μυκηναίους
δ) Οι Μινωίτες και οι Μυκηναίοι είχαν μεγάλες γενετικές συγγένεια μεταξύ τους, καθώς τουλάχιστον τα ¾ της βιολογικής τους καταγωγής προέρχονται από τους πρώτους νεολιθικούς αγρότες της Δυτικής Ανατολίας και των νησιών του Αιγαίου που εξαπλώθηκαν στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη την 7η χιλιετία π.Χ. Πάντα σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, οι μικρές διαφορές μεταξύ τους οφείλονται στο γεγονός ότι και οι δύο δέχθηκαν επιμειξία και από έναν άλλο αρχαίο πληθυσμό που είναι πιθανόν να προερχόταν από το Ιράν ή περιοχές του Καυκάσου. Σε αντίθεση με τους Μινωίτες οι Μυκηναίοι είχαν στο DNA τους και μια μικρή δευτερεύουσα μικρή επιρροή από κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες από την Ανατολική Ευρώπη και τη Σιβηρία. Ίσως αυτό το γενετικό υλικό να προέρχεται από πληθυσμιακή ομάδα που ζούσε στην Ευρασιατική στέπα ή την Αρμενία.
ε) Οι σύγχρονοι Έλληνες είναι γενετικά παρόμοιοι με τους Μυκηναίους αλλά με «κάποια επιπλέον αραίωση της πρώιμης νεολιθικής καταγωγής τους». Βέβαια, οι Έλληνες σήμερα δεν είναι απόλυτα ταυτόσημοι με τους Μυκηναίους, τους Μινωίτες και τους μεταγενέστερους αρχαιοελληνικούς πληθυσμούς, αλλά έχουν ίδιο ένα σημαντικό ποσοστό του γενετικού τους υλικού, που ξεπερνά το 70%.
Από την ίδια αρχαιογενετική μελέτη, με γενετική ανάλυση Μινωιτών από την Κρήτη, δεν διαπιστώθηκε κάποιο διακριτό γενετικό «αποτύπωμα» ούτε των Αιγυπτίων, ούτε των Φοινίκων στο DNA των Μινωιτών, ενώ το ίδιο αποδείχθηκε και για το DNA των Μυκηναίων.
Και άλλες έρευνες όμως έδειξαν ότι το μητρικά κληρονομούμενο DNA των Μινωιτών δεν είχε γενετικές ομοιότητες με αυτό των Αιγυπτίων, των Λίβυων ή άλλων αφρικανικών πληθυσμών. Αντίθετα, δείχνει μεγάλες γενετικές ομοιότητες με αυτό των σύγχρονων και αρχαίων ευρωπαϊκών πληθυσμών. Μεταξύ δε των δέκα γενετικά πλησιέστερων συγγενικά πληθυσμών με το αρχαϊκό δείγμα από τη μινωική Κρήτη, υπήρχαν τέσσερα ελληνικά πληθυσμιακά δείγματα ,δύο από τα οποία προέρχονταν από την περιοχή του Λασιθίου. Επίσης οι Μινωίτες είναι πολύ κοντά γενετικά με τους σύγχρονους κατοίκους του Λασιθίου, της Χίου, της Εύβοιας, της Αργολίδας και της Λακωνίας. Στις τρεις τελευταίες περιοχές, υπήρχαν μινωικές αποικίες.
Η αρχαιογενετική μελέτη από την οποία προέκυψαν τα τελευταία συμπεράσματα έγινε από την ερευνητική ομάδα του καθηγητή Γεώργιου
Σταματογιαννόπουλου (1934-2018). Νομίζουμε ότι αξίζει να παραθέσουμε μερικά στοιχεία για τον σπουδαίο, αλλά μάλλον άγνωστο (όπως πολλοί σπουδαίοι και πολλές σπουδαίες…) Έλληνα επιστήμονα. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1934. Αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από την οποία έλαβε και διδακτορικό. Εγκαταστάθηκε στις Η.Π.Α. και από το 1964 άρχισε να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον. Το 1973 έγινε καθηγητής στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Υπήρξε από τους πρωτοπόρους της γενετικής στις Η.Π.Α. Το 2004 έγινε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών.
Επανερχόμενοι στην Κρήτη, για να… προλάβουμε κάποιους, σημειώνουμε ότι αν και οι Άραβες κατείχαν τη Μεγαλόνησο για περίπου 140 χρόνια, δεν υπάρχουν ίχνη γενετικής κληρονομιάς τους στους σημερινούς κατοίκους του νησιού (Paschou P. ,Drimeas P. et al (2014), PNAS USA III: 9211-9216)
Οι γενετικές σχέσεις των Ελλήνων με τους άλλους Ευρωπαίους
Σύμφωνα με έρευνα των L. Poewer, P. J. Croucher και άλλων, που δημοσιεύθηκε το 2004 στο περιοδικό «Human Genetics» 116, οι Ευρωπαίοι χωρίζονται σε τρεις διακριτές ομάδες πληθυσμών. Αυτές είναι:
α) Δυτική πληθυσμιακή υπο-ομάδα, που περιλαμβάνει κυρίως πληθυσμούς από τη Δυτική Ευρώπη με εξαίρεση το μητροπολιτικό Παρίσι.
β) Ανατολική πληθυσμιακή υπο-ομάδα, που περιλαμβάνει όλους τους σλαβικούς πληθυσμούς, εκτός από τους Βούλγαρους.
γ) Πληθυσμιακή υπο-ομάδα της Κεντρικής Ευρώπης που περιλαμβάνει γερμανικούς και ιταλικούς πληθυσμούς αλλά και μια υπο-ομάδα από τη Βαλκανική και τον Δούναβη.
Στην έρευνα περιλαμβάνονταν και Έλληνες, οπότε μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα γενετικά δεδομένα για να καθοριστεί η θέση τους ανάμεσα στους άλλους Ευρωπαίους.
Οι Έλληνες, σύμφωνα πάντα με την έρευνα, ομαδοποιούνται γενετικά με Νότιους Ιταλούς, Σικελούς, Ούγγρους, Βούλγαρους και Ρουμάνους και σχηματίζουν την υπο-ομάδα της Βαλκανικής-Δούναβη ή αλλιώς, τον όμιλο κρατών της ΝΑ Ευρώπης. Η περιοχή αυτή συμπίπτει με την Ανατολική Βυζαντινή Αυτοκρατορία και περιλαμβάνει πληθυσμούς που μιλούν γλώσσες από τελείως διαφορετικές οικογένειες γλωσσών.
Μετά από επεξεργασία των γενετικών δεδομένων βρέθηκε ότι οι Έλληνες έχουν σύσταση Δυτικής ομάδας σε ποσοστό 44%, Ανατολικής 27% και 29% της τρίτης υπο-ομάδας. Οι Βούλγαροι έχουν 28% Δυτικής, 53% Ανατολικής και 19% της άλλης, οι Τούρκοι 34%, 29% και 37% και οι Αλβανοί 34%, 53% και 13% αντίστοιχα. Έτσι φαίνεται ότι οι Έλληνες διαφοροποιούνται από τους άλλους βαλκανικούς λαούς, καθώς έχουν υψηλό ποσοστό «Δυτικών απλοτύπων» και χαμηλό «Ανατολικών απλοτύπων» Αν σκεφτούμε ότι η συμμετοχή των Ανατολικών απλοτύπων στη γενετική σύσταση των Ελλήνων δεν διαφέρει πολύ από την αντίστοιχη συμμετοχή στη γενετική σύσταση των κατοίκων της ηπειρωτικής Ιταλίας (20%) και της Σικελίας (18%), αποδεικνύεται η στενή γενετική σχέση των Ελλήνων με τον γεωγραφικό χώρο της Κεντρικής Ευρώπης και απορρίπτεται η εκτεταμένη συμμετοχή γενετικών στοιχείων από τους Σλάβους και τους Τούρκους στο DNA των Ελλήνων. Επιβεβαιώνεται έτσι άλλη έρευνα που έγινε από τον C. Di Gaetano και άλλους, σύμφωνα με την οποία τα πληθυσμιακά δείγματα από την Ελλάδα ταξινομούνται γενετικά εντελώς ξεχωριστά από γενετικά δείγματα των άλλων βαλκανικών λαών.
Τι δείχνουν τα αποτελέσματα των επιστημονικών μελετών;
Η Αρχαιογενετική έδωσε απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα που απασχολούσαν αρχαιολόγους, γλωσσολόγους και ιστορικούς για δεκάδες χρόνια. Το βασικό συμπέρασμα της μελέτης τους Μυκηναίους και τους Μινωίτες είναι το εξής:
«Τα γενετικά ευρήματα αντανακλούν τα ιστορικά γεγονότα του ελλαδικού χώρου… η εικόνα της ιστορικής/γενετικής συνέχειας των Ελλήνων είναι ξεκάθαρη, όπως ξεκάθαρο επίσης είναι το γεγονός ότι διαμέσου των αιώνων οι Έλληνες εξελίχθηκαν δεχόμενοι επιδράσεις από άλλους πληθυσμούς, αλλά ποτέ δεν έσβησε η γενετική κληρονομιά των πληθυσμών του Αιγαίου, πριν και μετά την εποχή των πρώιμων πολιτισμών της Εποχής του Χαλκού».
Οι επιστήμονες της δεύτερης μελέτης, πρότειναν διάφορες πιθανές εξηγήσεις για το γεγονός ότι οι Έλληνες ομαδοποιούνται γενετικά με τους Ιταλούς, τους Ούγγρους, τους Ρουμάνους και τους Βούλγαρους. Ο Κωνσταντίνος Τριανταφυλλίδης, παραθέτει τη δική του εκδοχή, σύμφωνα με την οποία η γενετική αυτή ομαδοποίηση, πιθανόν υποδεικνύει την επιρροή των Ελλήνων σε όλη αυτή τη μεγάλη περιοχή.
Έτσι η κοινή αυτή ομαδοποίηση των πληθυσμών, δεν αποκλείεται να αντικατοπτρίζει την ελληνική επιρροή στην περιοχή νότια της γραμμής Jirecek που συμπίπτει με τη σφαίρα επιρροής των Ελλήνων κατά τους ιστορικούς χρόνους. Η γραμμή Jirecek, ως όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον ιστορικό Konstantin Jirecek το 1911. Πρόκειται για νοητή γραμμή που αρχίζει από την πόλη Laci της Βόρειας Αλβανίας, συνεχίζεται στην τέως Γιουγκοσλαβία, φτάνει στη Σόφια και καταλήγει στην πόλη Μπουργκάς (Βάρνα) της Βουλγαρίας. Από την αρχαιότητα ως τον 4ο μ.Χ. αιώνα η γραμμή Jirecek χώριζε τη Βαλκανική Χερσόνησο στις περιοχές επιρροής της Λατινικής γλώσσας (βόρεια της γραμμής) και της Ελληνικής γλώσσας (νότια της γραμμής)
Πηγή: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ, «Η ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ – Το DNA των Ελλήνων» ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2020.
Διαβάστε ακόμη