Γεννήθηκε τό 1787 στήν Νεάπολη τής Ιταλίας,¹ από πατέρα Έλληνα μέ καταγωγή από τήν Χειμάρρα, όπως αναφέρει ο ίδιος. Υπηρέτησε στόν Βασιλέα τής Νεαπόλεως, ως Λοχαγός Πυροβολικού καί Πρώτος Υπασπιστής τής Βασιλικής Φρουράς, από τόν οποίο καί έλαβε τρία παράσημα.
Θεόδωρος Κων. Δράκος
«Άμα δέ ήχησεν η Σάλπιγξ τού πολέμου τής πατρίδος, ως Έλλην κατά χρέος έτρεξα» αναφέρει καί ήρθε στήν Ελλάδα, στήν Καλαμάτα τήν 1η Άπριλίου 1821, φέρνοντας μαζί του μέ δικά του έξοδα καί εννέα Ευρωπαίους πυροβολιστές.
Τόν Ιούνιο τού 1821 διορίζεται από τόν Αρχηγό τών Ελληνικών όπλων Αλέξανδρο Υψηλάντη ως Ταγματάρχης Α΄ στό νεοσυσταθέν Τακτικό Σώμα υπό τόν Κορσικανό Ιωσήφ Βαλέστ (Βαλέστρα).
Πήρε μέρος στήν πολιορκία τού Ναβαρίνου από 15 Μαΐου μέχρι 16 Ιουνίου 1821. Στις 5 Νοεμβρίου 1821 έλαβε μέρος στήν ανεπιτυχή επίθεση γιά τήν κατάληψη τού Παλαμηδίου στό Ναύπλιο, όπου στίς 4 Δεκεμβρίου τραυματίσθηκε.
Τήν 1η Απριλίου 1822 επανιδρύεται τό Τακτικό στό οποίο κάι κατατάσσεται. Στίς 10 Απριλίου πήγε μέ εντολή τού Υπουργείου Πολέμου σέ νησιά τού Αιγαίου καί στρατολόγησε 282 άνδρες.
Παίρνει μέρος στήν Μάχη τού Πέτα (4/7/1822) ως Διοικητής τού Α΄ Τάγματος στό Σύνταγμα Πεζικού υπό τόν Ιταλό Πιέτρο Ταρέλλα. ²
Μετά τήν ήττα βρίσκεται στό Άργος καί προσπαθεί νά ξεσηκώσει τό στράτευμα γιά νά αντιμετωπίσει τόν Δράμαλη. «Τί καθήμεθα; ιδού καιρός νά φανούμεν νά έβγωμεν νά φωνάξομεν, όσοι πιστοί, νά προφθάσωμεν τά Δερβένια» φώναζε στούς δρόμους τής πόλης. Έλαβε μέρος στίς μάχες πού δόθηκαν τόν Ιούλιο 1822 κατά τής στρατιάς τού Δράμαλη στό Άργος, στά Δερβενάκια καί στήν Κόρινθο.
Μετά τήν διάλυση τού Τακτικού συνεχίζει να μάχεται μέ τούς ατάκτους. Παίρνει μέρος στήν πολιορκία τού Ναυπλίου επικεφαλής 100 ανδρών. Στίς 22 Αυγούστου 1822 εισέρχεται μέ 37 άνδρες στό Μπούρτζι ( από τό οποίο λιποτάκτησαν οι Κρανιδιώτες πού τό φυλούσαν) αφήνοντας τούς υπολοίπους μέ έναν υποκαπετάνιο. Στίς 17 Σεπτέμβριου παρέμειναν 30, κατόπιν διαταγής τής Πελοποννησιακής Γερουσίας. Στίς 16 Νοεμβρίου εξέρχεται μέ 15 άνδρες από τό Μπούρτζι καί μαζί μέ τούς υπολοίπους, 84 συνολικά, τίθεται υπό τών διαταγών τού Νικηταρά.
Μετά από εισήγηση τής Προσωρινής Διοικήσεως τής Έλλάδος όπου τονίζεται ότι «δέν έπαυσεν αγωνιζόμενος καί διακινδυνεύων εις τόν κατά τού τυράννου πόλεμον, καί δίς πληγωμένος εμμένει εις τόν αυτόν ζήλον», προβιβάζεται στίς 15 Νοεμβρίου 1822 στόν βαθμό τού Χιλιάρχου, «ίνα δουλεύη εις τό εξής τήν πατρίδα, εκτός τού Τακτικού».
Η Β’ Εθνοσυνέλευση τού Άστρους (10-30/4/1823) τόν επιβραβεύει μέ τόν βαθμό τού Συνταγματάρχη.
Στίς 8 Δεκεμβρίου 1823 τό Εκτελεστικό Σώμα εγγράφως εξέφρασε τήν ευγνωμοσύνη καί τίς ευχαριστίες του
Στίς 25 Φεβρουαρίου 1824 τό Βουλευτικό Σώμα τού δίδει επίσημο ευχαριστήριο γιά τίς πιστές εκδουλεύσεις πρός τήν πατρίδα. Αναφέρει δέ «ότι τώ όντι εδούλευσας τήν πατρίδα ως καλός πατριώτης, χρήμασί τε καί σώματι, σοί ευγνωμωνεί ως εκ τής πατρίδος, υπέρ ών απάντων πρός αυτήν έδειξας σημειώσαν τό όνομά σου εις τά Πρακτικά τού Έθνους εν εκείνοις τών καλών πατριωτών».
Στις 3 Μαΐου 1824 διορίσθηκε προσωρινός φρούραρχος τού Νεοκάστρου. Επικεφαλής 70 ανδρών πηγαίνει από τούς πρώτους, μετά τόν Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, στούς Μύλους Αργολίδος καί παίρνει μέρος, στήν κρίσιμη μάχη εναντίον τού Ιμπραήμ (13/7/1825).
Κατά τήν ανάληψη τής ηγεσίας τού Τακτικού από τόν Φαβιέρο (30/7/1825) ορίζεται από τήν Διοίκηση ως Συνταγματάρχης νά συστήσει 2ο Σύνταγμα. Πολλοί Αξιωματικοί δυσαρεστήθηκαν αναγκάζοντάς τον νά αποχωρήσει.
Ακολουθεί τόν Γεώργιο Καραϊσκάκη. Παίρνει μέρος στίς μάχες περί τήν Ακρόπολη τών Αθηνών καί μετά τόν θάνατο τού Καραϊσκάκη τάσσεται μέ δικό του Σώμα υπό τόν Ρίτσαρντ Τσώρτς, μέχρι τής διαλύσεως τού στρατοπέδου στόν Πειραιά (τέλη Απριλίου 1827).
Τόν Δεκέμβριο τού 1825 πήρε μέρος στην ανεπιτυχή δεύτερη πολιορκία τής Τριπολιτσάς. Στίς 4 Φεβρουαρίου 1826 ονομάσθηκε «Αρχηγός τής Πυροβολικής» στό στρατόπεδο τής Αττικής.
Στίς 12 Μαΐου 1828 αιτείται ανεπιτυχώς νά επανεισαχθή στό Τακτικό Σώμα καί συνεχίζει νά μάχεται μέ τούς ατάκτους.
Τό 1832 διορίζεται Ακόλουθος στό Τακτικό Σώμα.
Τό 1833 δέν αναγνωρίσθηκε ο βαθμός του από τήν Εξεταστική Επιτροπή τών αξιώσεων τών Αξιωματικών τού Τακτικού Σώματος, διότι δέν είχε υπηρετήσει στό Τακτικό κατά τήν διάρκεια τής διακυβερνήσεως τού Ιωάννη Καποδίστρια καί τό θέμα παρεπέμφθη στήν άνάλογη Επιτροπή τών Ατάκτων.
Τό 1834 η επί τών Στρατιωτικών Γραμματεία λαμβάνοντας υπ όψιν τίς εκδουλεύσεις του πρός τήν πατρίδα, «έλαβε μέρος εις τάς περισσοτέρας κατά τών εχθρών εκστρατειών καί μαχών», αλλά καί «τήν δυστυχήν του κατάστασιν» τού χορηγεί μισθό διαθεσίμου Συνταγματάρχη μέχρι νά αποφασισθή οριστικώς περί τού βαθμού του.
Στίς 29 Ιουλίου 1837 διορίζεται Συνταγματάρχης διαθέσιμος στόν Βασιλικόν Στρατόν, μέ μηνιαίες αποδοχές 120 δραχμές. Στίς 28 Ιουλίου 1841 αιτείται διορισμό σέ τακτική υπηρεσία. Όμως η πολιτική ελαττώσεως τού Στρατού Ξηράς, τήν οποία ακολουθούσε εκείνη τήν περίοδο ο Όθων είχε ως αποτέλεσμα νά τεθή εν αργία τήν 1η Σεπτεμβρίου 1841, μέ μηνιαίο μισθό 200 δραχμών καί στίς 31 Αυγούστου 1844 υπό σύνταξη.
Στίς 18 Σεπτεμβρίου 1844 τού απονέμεται από τόν Όθωνα, ο Αργυρός Σταυρός τών Ιπποτών τού Τάγματος τού Σωτήρος.
Απεβίωσε στήν Αθήνα τό 1873.
Πηγές:
Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τόμος Α΄, σελ. 130,272 & 302, τόμος Β σελ.245, τόμος ΣΤ σελ 54.
Ο Τακτικός στρατός από τό 1821 μέχρι τό 1833, Χρήστου Σ. Βυζαντίου, εν Αθήναις 1874, τυπογραφείο Κ. Αντωνιάδου, σελίδα 86.
Ενθυμήματα Στρατιωτικά τής Επαναστάσεως τών Ελλήνων (1821-1833), Νκολάου Κασομούλη, εκδόσεις Πελεκάνος, τόμος Α΄, σελίδα 230
Η πρός Ήπειρον εκστρατεία τό 1822 καί η μάχη τού Πέτα, Δημητρίου Φωτίου Καρατζένη, Αθήναι 1980, σελίδες 12 & 114.
Αθηναϊκόν Αρχείον Τόμος Α, επιμέλεια Ιωάννου Βλαχογιάννη, εν Αθήναις 1901, σελίδα 233.
Η εκστρατεία τού Ιμπραήμ Πασά εις τήν Αργολίδα, Ελευθερίου Γ. Πρεβελάκη, εκδόσεις Αετός Α.Ε., Αθήναι, 1950, σελίδα 51
ΓΑΚ/Αρχείο Μινιστέριου/ Γραμματείας/Υπουργείου τού Πολέμου (περιόδου Αγώνος) 1822 – 1827, φάκελλος 194, τεκμήρια. 276, 285, 287 .
ΓΑΚ/ Αρχείο Γενικού Φροντιστηρίου (περιόδου Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια) , φάκ. 4, τεκμ. 958 & 959.
ΓΑΚ/ Αρχείο Γραμματείας / Υπουργείου επί τών Στρατιωτικών / σειρά 1/ υποσειρά 017/φάκ. 147, τεκμ. 209-219 & 228-231
ΦΕΚ 3, 1 Φεβρουαρίου 1838, σελίς 11.
ΦΕΚ 29, 5 Σεπτεμβρίου 1844, σελίς 135.
ΦΕΚ 30, 26 Σεπτεμβρίου 1844 σελίς 148.
https://lastorianoncancella.wordpress.com/2013/03/23/italiani-filellines-1821-1897-ιταλοι-φιλελληνες-εθελοντες-1821-1912/
1 Ίσως νά υπάρχει συγγενική σχέση μέ τόν Ιταλό φιλόσοφο Αντώνιο Γκράμσι, Αρβανίτικης καταγωγής, η οικογένεια τού οποίου μετανάστευσε στήν Ιταλία τόν 16ο μέ 17ο αιώνα στό Πλατάτσι Καλαβρίας.
2 Οι σημαιοφόροι τών δύο Ταγμάτων ήταν κι αυτοί Χειμαρριώτες. Ο Αντώνιος Αντωνίου καί ο Μικέλης Δεμικέλης, οι οποίοι δείχνοντας μέγιστη γενναιότητα διέσωσαν τίς σημαίες.