Ξεκίνησαν οι εργασίες αποκατάστασης της εκκλησίας και του μοναστηριού «Κοίμησης της Θεοτόκου» στο Αθάλι, στη Χιμάρα, με πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου.
Ο Αρχιεπίσκοπος εκτιμά αυτό το μοναστήρι όχι μόνο ως ναό του Θεού και για τις πολιτιστικές και ιστορικές αξίες που φέρει, αλλά και ως κύριο αίτημα της κοινότητας, για την οποία ο ιερός αυτός τόπος έχει γίνει προσκυνηματικός προορισμός, με πολυάριθμες ιστορίες θαυμάτων από τα πρώτα χρόνια.
Έτσι, πολύ γρήγορα, μετά την έγκριση και λήψη του δικαιώματος έναρξης των εργασιών, με την ευλογία και την παροχή κονδυλίων από τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, τον Σεπτέμβριο του περασμένου έτους ξεκίνησαν οι εργασίες.
Μόνη του Αθαλίου
Βρίσκεται στο βουνό Αθάλι, όχι μακριά από την πόλη της Χιμάρας.
Στη σημερινή του κατάσταση, η εκκλησία και ένα μισοερειπωμένο διώροφο κτίριο σώζονται από τις κατασκευές της μονής. Ο ναός χτίστηκε το 1795. Είναι τύπου βασιλικής με τρίκλιτη, με εσωτερικές διαστάσεις 10,10 x 5,10 μ. Ο κεντρικός σηκός καλύπτεται με ξύλινη κατασκευή, ενώ στους πλαϊνούς σχηματίζονται τετραγωνικοί πυρήνες που χωρίζονται μεταξύ τους με τόξα που συνδέουν τους κίονες με τους τοίχους, οι οποίοι καλύπτονται με κυλινδρικούς θόλους, με ανοίγματα προς το κεντρικό κλίτος.
Τον χώρο του βωμού χωρίζει ένα αρκετά ψηλό πέτρινο τέμπλο με τρεις εισόδους. Το δάπεδο υψώνεται σε τρία πόδια σκαλοπάτια από τον υπόλοιπο σηκό, ενώ καλύπτεται με την ίδια οροφή. Η αψίδα δεν βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του ανατολικού τοίχου, αλλά είναι ελαφρώς μετατοπισμένη, παίρνοντας τη θέση του διακονικού. Το καμπαναριό υψώνεται πάνω από το αέτωμα του δυτικού τοίχου. Μια τέτοια δομή κάλυψης του ναού δεν είναι συνηθισμένη για ναούς αυτού του τύπου και θεωρείται ότι είναι αποτέλεσμα κάποιας μεταγενέστερης ανακατασκευής.
Αν και δεν σώζονται ίχνη από την παλιά σκέπη, είναι φυσικό να πιστεύουμε ότι ήταν κυλινδρικός θολωτός, όπως στην περίπτωση του ναού του Αγίου Νικολάου στο Πόρτο Παλέρμο.
Η εκκλησία έχει κανονική τοιχοποιία, με γωνίες και παραστάτες από πελεκητές πέτρες. Από πελεκητή πέτρα είναι και π τοιυ της αψίδας, η οποία καταλήγει σε λίθινη προεξοχή, που αποτελείται από μια σειρά σε σχήμα πριονιού ανάμεσα σε δύο ευθείες σειρές. Η δίρριχτη στέγη, με εσοχή στην ανατολική πλευρά, καλύπτεται με βυζαντινά κεραμίδια.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το μισογκρεμισμένο κτίριο της μονής. Έχει δύο ορόφους, ο κάτω όροφος του οποίου χρησίμευε ως σημείο υποδοχής, ενώ ο επάνω ως κατοικία. Η είσοδος στον επάνω όροφο γίνεται από εξωτερικά πέτρινα σκαλοπάτια, που καταλήγουν σε φαρδύ κιόσκι, ανοιχτό μπροστά και προστατευμένο με την προέκταση των εγκάρσιων τοίχων.