Οι αρχαίοι Έλληνες αστρονόμοι ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που συγκέντρωσαν γνώσεις για την εξερεύνηση του διαστήματος. Οι επιχειρηματίες Ρίτσαρντ Μπράνσον και Τζεφ Μπέζος θα έπρεπε να ευχαριστούν τους αρχαίους Έλληνες αστρονόμους για το γεγονός ότι σήμερα μπορούν να πραγματοποιούν ταξίδια πέρα από την επιφάνεια της Γης, στο διάστημα. Ενώ οι πρώτες ανθρώπινες κοινωνίες μόλις μάθαιναν να χρησιμοποιούν τον τροχό, οι αρχαίοι Έλληνες σήκωναν το βλέμμα τους ψηλά, μελετώντας τον ουρανό και προσπαθώντας να κατανοήσουν το διάστημα και να το μετρήσουν.
Ακόμη και η ίδια η επιστήμη της αστρονομίας έχει τις ρίζες της στην αρχαία ελληνική λέξη «Αστρονομία». Οι αρχαίοι Έλληνες υπήρξαν πρωτοπόροι στην κατανόηση του διαστήματος. Κάτω από τον ελληνικό ουρανό ξεκίνησαν να διατυπώνονται θεωρίες για τους πλανήτες, θεωρίες που αργότερα επιβεβαιώθηκαν. Μπορεί ο Χριστόφορος Κολόμβος να επιχείρησε να αποδείξει ότι η Γη είναι σφαιρική, όμως ο Έλληνας αστρονόμος Αρίσταρχος είχε πρώτος συλλάβει τη θεωρία ότι το σύμπαν είναι ηλιοκεντρικό και ότι οι πλανήτες είναι σφαιρικοί.
Οι Βαβυλώνιοι της Μεσοποταμίας κοιτούσαν πρώτοι τον ουρανό και θεώρησαν ότι τα αστέρια, το φεγγάρι και ο ήλιος ήταν θεοί που κυβερνούσαν τους ανθρώπους. Οι αρχαίοι Έλληνες, όμως, ανέλυσαν αυτές τις θεωρίες και τις μετέτρεψαν σε μαθηματικές εξισώσεις και υπολογισμούς.
Αν θέλει κανείς να ταξιδέψει στα αστέρια, δεν χρειάζεται να πάει απαραίτητα στο Ακρωτήριο Κανάβεραλ της Φλόριντα, από όπου εκτοξεύει πυραύλους η NASA, ή να πληρώσει ένα πανάκριβο εισιτήριο για να επιβιβαστεί στο σκάφος του Μπράνσον ή του Μπέζος. Μπορεί να επισκεφθεί το Εθνικό Αστεροσκοπείο της Αθήνας, το λεγόμενο «Αστεροσκοπείο» των Ελλήνων, το οποίο βρίσκεται μόλις λίγα μέτρα από την Ακρόπολη, στο Λόφο των Νυμφών. Εκεί μπορεί κανείς να δει τον Άρη και το φεγγάρι από κοντά, χρησιμοποιώντας το τηλεσκόπιο «Δωρίδη».
Το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών ιδρύθηκε το 1842 ως το πρώτο ερευνητικό κέντρο της σύγχρονης Ελλάδας. Η ιστορία του συνδέεται με την εξέλιξη της βασικής και της εφαρμοσμένης έρευνας, την ανάπτυξη υπηρεσιών για το κράτος και το κοινωνικό σύνολο, καθώς και την προώθηση της επιστήμης. Είναι εντυπωσιακό ότι λίγα μόλις βήματα μακριά από εκεί όπου οι αρχαίοι Έλληνες αστρονόμοι έκαναν τα πρώτα τους πειράματα, οι σύγχρονοι Έλληνες αστρονόμοι συνεχίζουν το έργο τους και μπορούν να σας δείξουν τους πλανήτες και τα αστέρια.
Ο Μέτωνας, ένας Έλληνας μαθηματικός, αστρονόμος και μηχανικός του 5ου αιώνα π.Χ., έγινε γνωστός για τον υπολογισμό του Μετωνικού κύκλου για το αττικό ημερολόγιο. Ο Μέτωνας υπέθεσε ότι 19 ηλιακά έτη ισοδυναμούν με 235 σεληνιακούς μήνες, δηλαδή 6.940 ημέρες. Οι υπολογισμοί του επιβεβαιώθηκαν αργότερα από τον Αρίσταρχο, 152 χρόνια μετά.
Σύμφωνα με μαρτυρίες αρχαίων ιστορικών, ο Μέτωνας εγκατέστησε το πρώτο ηλιοσκόπιο στην Πνύκα της Αθήνας. Τα θεμέλια αυτής της κατασκευής σώζονται ακόμα και σήμερα, ακριβώς πίσω από τα σκαλιά που οδηγούν στην Πνύκα, τον αρχαιολογικό χώρο που βρίσκεται σ’ ένα μικρό, βραχώδες ύψωμα στο κέντρο της πόλης. Από εκεί, ο Μέτωνας προσδιόρισε τις ημερομηνίες των ισημεριών και των ηλιοστασίων με βάση την ακριβή θέση του ήλιου.
Από αυτή τη θέση, το ξημέρωμα του θερινού ηλιοστασίου φαίνεται να γίνεται στην κορυφή του Λυκαβηττού, ενώ έξι μήνες αργότερα, το ξημέρωμα του χειμερινού ηλιοστασίου γίνεται στην κορυφή του Υμηττού. Η ετήσια κίνηση του ήλιου σχηματίζει ένα τόξο 60 μοιρών, με τη διχοτόμο του να ευθυγραμμίζεται ακριβώς με τον βράχο της Ακρόπολης. Ο ακριβής προσδιορισμός του θερινού ηλιοστασίου ήταν πολύ σημαντικός για τους αρχαίους Αθηναίους, γιατί η πρώτη νέα σελήνη μετά από εκείνο το σημείο σηματοδοτούσε την αρχή του νέου έτους.
Ο Μέτωνας δεν ήταν ο μόνος αρχαίος Έλληνας αστρονόμος που πραγματοποίησε σπουδαίους υπολογισμούς κοιτάζοντας τον ουρανό. Πολλοί σπουδαίοι μαθηματικοί και φιλόσοφοι ασχολήθηκαν με την αστρονομία, καταγράφοντας, υπολογίζοντας και παρατηρώντας τον ουρανό, προσπαθώντας να κατανοήσουν το σχήμα της Γης και το διάστημα πέρα από αυτήν. Σήμερα, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς άλλη εκδοχή εκτός από εκείνη της σφαιρικής Γης, που περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο.
Ο Πυθαγόρας της Σάμου, που έζησε από το 570 έως το 495 π.Χ., ήταν αρχαίος Έλληνας αστρονόμος, φιλόσοφος και ιδρυτής του Πυθαγορισμού. Στον Πυθαγόρα αποδίδεται το περίφημο θεώρημά του στην γεωμετρία, το οποίο δηλώνει ότι στο ορθογώνιο τρίγωνο το τετράγωνο της υποτείνουσας ισούται με το άθροισμα των τετραγώνων των δύο άλλων πλευρών. Ήταν επίσης ο πρώτος που αυτοαποκαλέστηκε φιλόσοφος («φίλος της σοφίας»), και ο πρώτος που χώρισε τη Γη σε πέντε κλιματικές ζώνες.
Στην αστρονομία, ο Πυθαγόρας συνδέεται με την πεποίθηση ότι η Γη είναι σφαιρική και προσδιόρισε το ότι ο Αυγερινός και ο Αποσπερίτης είναι στην πραγματικότητα ο ίδιος πλανήτης, δηλαδή η Αφροδίτη. Στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., αυτή η ιδέα είχε γίνει ευρέως αποδεκτή μεταξύ των Ελλήνων διανοητών.
Ο Φιλόλαος, που έζησε από το 470 έως το 385 π.Χ., υπήρξε Πυθαγόρειος φιλόσοφος και ένας από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της σχολής των Πυθαγορείων. Υποστήριξε ότι η Γη δεν βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος, ερχόμενος σε αντίθεση με το γεωκεντρικό μοντέλο της εποχής του. Ήταν από τους πρώτους που εισήγαγαν την ιδέα του ηλιοκεντρικού συστήματος, τοποθετώντας τον ήλιο στο κέντρο του κόσμου.
Ο Αρχιμήδης των Συρακουσών, που έζησε από το 287 έως το 212 π.Χ., υπήρξε αρχαίος Έλληνας αστρονόμος, μαθηματικός, φυσικός, μηχανικός και εφευρέτης. Παρότι ελάχιστα στοιχεία για τη ζωή του διασώθηκαν, θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους επιστήμονες της κλασικής αρχαιότητας. Μία από τις πιο γνωστές του εφευρέσεις είναι η μέθοδος προσδιορισμού του όγκου ενός ακανόνιστου αντικειμένου, η λεγόμενη «Αρχή του Αρχιμήδη». Κατά την κατασκευή ενός στέμματος για τον βασιλιά των Συρακουσών, κλήθηκε να ελέγξει αν ο χρυσοχόος είχε χρησιμοποιήσει καθαρό χρυσό ή αν είχε προσθέσει φθηνότερα μέταλλα. Ο Αρχιμήδης συνειδητοποίησε, ενώ έκανε μπάνιο, ότι η στάθμη του νερού ανεβαίνει ανάλογα με τον όγκο του σώματος που βυθίζεται, γεγονός που του επέτρεψε να υπολογίσει τον όγκο του στέμματος και να προσδιορίσει αν υπήρχε πρόσμιξη άλλων μετάλλων.
Εκτός από τη συμβολή του στα μαθηματικά και τη φυσική, ο Αρχιμήδης ασχολήθηκε εκτενώς και με την αστρονομία, πραγματοποιώντας υπολογισμούς για το μέγεθος της Γης, του ήλιου και της σελήνης, και επιβεβαίωσε το ηλιοκεντρικό μοντέλο του Αρίσταρχου. Παρότι δεν διέθετε τρίγωνομετρία ή αστρονομικούς πίνακες, ανέπτυξε όργανα και τεχνικές για την καταγραφή των κινήσεων των άστρων, ενώ προσδιόρισε ημερομηνίες των ηλιοστασίων για διαδοχικά έτη.
Ο Πτολεμαίος, που έζησε από το 335 έως το 405 π.Χ., χρησιμοποιούσε τον αστρολάβο για να καταγράψει αστρονομικά δεδομένα. Αυτό το όργανο, το οποίο επινοήθηκε στην Αλεξάνδρεια, χρησιμοποιούνταν για τον προσδιορισμό της θέσης των άστρων, των πλανητών, αλλά και της τοποθεσίας του παρατηρητή στην επιφάνεια της Γης. Ο αστρολάβος υπήρξε ένα πολυλειτουργικό όργανο, απαραίτητο για την αστρονομία και τη ναυσιπλοΐα, και το σπουδαιότερο όργανο της εποχής του.
Ο Αρίσταρχος της Σάμου, που έζησε από το 310 έως περίπου το 230 π.Χ., υπήρξε ο πρώτος που πρότεινε το ηλιοκεντρικό μοντέλο του σύμπαντος, τοποθετώντας τον ήλιο στο κέντρο του γνωστού κόσμου και τοποθετώντας τους πλανήτες στην σωστή σειρά γύρω του. Υποστήριξε ότι τα αστέρια δεν ήταν παρά μακρινοί ήλιοι, γεγονός που όμως εκείνη την εποχή δεν μπορούσε να επιβεβαιωθεί.
Αργότερα, τον 16ο αιώνα, ο Νικόλαος Κοπέρνικος πρότεινε το μαθηματικό μοντέλο του ηλιοκεντρικού συστήματος, και τον επόμενο αιώνα ο Γιοχάνες Κέπλερ πρόσθεσε τις ελλειπτικές τροχιές των πλανητών. Ο Γαλιλαίος Γαλιλέι επιβεβαίωσε τη θεωρία αυτή με παρατηρήσεις που έκανε χρησιμοποιώντας το τηλεσκόπιο.
Ο Ερατοσθένης ο Κυρηναίος, που έζησε από το 276 έως το 195 π.Χ., υπήρξε πολυμαθής φιλόσοφος, αστρονόμος, γεωγράφος, μαθηματικός, ποιητής και μουσικός θεωρητικός. Υπήρξε διευθυντής της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας και ήταν ο πρώτος που μέτρησε την περιφέρεια της Γης με αξιοθαύμαστη ακρίβεια, χρησιμοποιώντας γεωγραφικά δεδομένα της εποχής του. Επίσης, προσδιόρισε την κλίση του άξονα της Γης, κατασκεύασε τον πρώτο παγκόσμιο χάρτη χρησιμοποιώντας παραλλήλους και μεσημβρινούς, επινόησε το περίφημο «κόσκινο του Ερατοσθένη» για τον εντοπισμό των πρώτων αριθμών, και προσδιόρισε τη χρονολόγηση της πτώσης της Τροίας το 1183 π.Χ.
Ο Ίππαρχος της Νίκαιας, που έζησε από το 190 έως το 120 π.Χ., υπήρξε ένας ακόμα σπουδαίος Έλληνας αστρονόμος. Εγκατέστησε ένα πρώιμο αστεροσκοπείο στη Ρόδο γύρω στο 150 π.Χ. και κατάρτισε τον πρώτο γνωστό κατάλογο άστρων, καταγράφοντας περίπου 850 ουράνια σώματα. Εφηύρε ή βελτίωσε πολλά αστρονομικά όργανα, μεταξύ των οποίων και τον αστρολάβο, και ανέπτυξε τον πρώτο γνωστό πίνακα τριγωνομετρικών τιμών.
Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων, που ανακαλύφθηκε το 1901 από σπογγαλιείς κοντά στο ομώνυμο νησί, κατασκευάστηκε μεταξύ του 150 και του 100 π.Χ. Πρόκειται για τον αρχαιότερο γνωστό μηχανικό υπολογιστή. Αποτελούνταν από ένα περίπλοκο σύστημα γραναζιών, το οποίο χρησιμοποιούνταν για την πρόβλεψη των θέσεων της Σελήνης, του ήλιου και των πέντε γνωστών πλανητών, των εκλείψεων, καθώς και της κίνησής τους στον ζωδιακό κύκλο. Ίσως να κατασκευάστηκε ακόμα και από τον ίδιο τον Αρχιμήδη, αν και δεν υπάρχουν απτά στοιχεία που να το επιβεβαιώνουν. Οι δυνατότητές του το καθιστούν ένα θαύμα της αρχαίας τεχνολογίας, το οποίο δεν ξεπεράστηκε για πάνω από χίλια χρόνια.
Το Εθνικό Αστεροσκοπείο της Αθήνας αποτελεί σήμερα το κέντρο για το ταξίδι των ανθρώπων στα αστέρια. Βρίσκεται κοντά στο σημείο όπου οι αρχαίοι Έλληνες αστρονόμοι, όπως ο Μέτωνας, ο Πυθαγόρας, ο Φιλόλαος, ο Ερατοσθένης, ο Πτολεμαίος, ο Αρίσταρχος, ο Ίππαρχος και ο Αρχιμήδης, έθεσαν τα θεμέλια για τον προσδιορισμό των διαστάσεων της Γης, των κινήσεων των πλανητών και των νόμων του σύμπαντος. Οι συνεισφορές τους αποτέλεσαν τη βάση για την εξερεύνηση του διαστήματος και την κατάκτηση των άστρων που πραγματοποιείται σήμερα.
Χάρη στο Εθνικό Αστεροσκοπείο, οι επισκέπτες της Αθήνας μπορούν να ταξιδέψουν νοερά στο σύμπαν, ακόμα κι αν δεν είναι ο Ρίτσαρντ Μπράνσον ή ο Τζεφ Μπέζος. Όπως είπε ο ίδιος ο Μπράνσον, ύστερα από 16 χρόνια ερευνών, μηχανικής και δοκιμών, η Virgin Galactic βρίσκεται στην πρωτοπορία μιας νέας εποχής στην εξερεύνηση του διαστήματος, που θα αλλάξει τον κόσμο για πάντα. Ελπίζουμε να θυμάται να ευχαριστεί, εκτός από τους συνεργάτες του, και τους αρχαίους Έλληνες αστρονόμους, οι οποίοι πρώτοι τόλμησαν να σηκώσουν το βλέμμα τους ψηλά και να αγγίξουν τα αστέρια.