Με φορτωμένες τις αποσκευές του από την προσφώνηση «Γιε του Δία» και τον σιβυλλικό χρησμό του ιερέα του Αμμωνείου (όαση Σίβα, Μαντείο Άμμωνα Ρα [Δία]) περί μελλοντικής κυριαρχίας του στον τότε γνωστό κόσμο, επέστρεφε ο Αλέξανδρος με το εκστρατευτικό σώμα του – Απρίλη μήνα του 331 π Χ – από την Μέμφιδα (Αίγυπτος) στην Τύρο (Λίβανος) μέσω Πηλουσίου (συνοριακού φρουρίου της ΒΑ Αιγύπτου ανατολικά του Νείλου, σημερινό Πὸρτ Σάιντ).
Εκεί τους περίμενε ο στόλος του για ανεφοδιασμό, έχοντας παραπλεύσει προηγουμένως τη Φοινίκη με κατεύθυνση την Αίγυπτο. Μετά από ένα σύντομο πέρασμα απ’ την Σαμάρεια της Παλαιστίνης, ο Αλέξανδρος με τον στρατό του πέρασαν από δύσβατες περιοχές στα νότια (σε εποχή συγκομιδής της γεωργικής παραγωγής), για να φτάσουν καθυστερημένα – μέσα Ιουλίου – στην αρχαία πόλη του Λιβάνου.
Καθ’ οδόν προς την Τύρο είχαν κάποιες μέρες ξεκούρασης και θυσιών στον ημίθεο Ηρακλή, αλλά και μια αναπάντεχη επίσκεψη. Ήρθαν να δουν τον γιο του Φιλίππου δυο Αθηναίοι πρέσβεις (ο Διόφαντος και ο Αχιλλέας), για να του μεταφέρουν το αίτημα των συμπολιτών τους για απελευθέρωση των επονείδιστων Αθηναίων που πολέμησαν κατά των Ελλήνων στο πλευρό του Δαρείου στη μάχη της Ισσού (333 π Χ).
Ο Αλέξανδρος ικανοποίησε το αίτημά τους και εκείνοι τον ευχαρίστησαν πληροφορώντας τον πριν φύγουν ότι είχε εκδηλωθεί αποστασία στην Πελοπόννησο από κάποιους ανυπότακτους Σπαρτιάτες. Ο Μακεδόνας στρατηλάτης έδρασε αστραπιαία στέλνοντας στο πλευρό των Πελοποννήσιων υποστηρικτών του τον Αμφοτερό (Μακεδόνα αξιωματικό, αδερφό του Κρατερού) με 100 φοινικικά και κυπριακά πλοία τα οποία επίταξε.
Έπειτα από την Τύρο, ο Αλέξανδρος κατευθύνθηκε προς την Μεσοποταμία, τη Δαμασκό και τη Θάμψακο έχοντας σκοπό να φτάσει στην απέναντι όχθη του Ευφράτη (Μέση Ανατολή), ένα ειδικό τμήμα του οποίου είχαν «δέσει» οι δικοί του υπό τον Ηφαιστίωνα με αλυσίδες-σχεδίες που σχημάτιζαν γέφυρα πάνω στο νερό.
Ήταν ήδη φθινόπωρο του 331 π Χ, όταν άφησε πίσω του ο Αλέξανδρος τη Θάμψακο και την Νίσιβι (ΒΑ των αρμενικών βουνών, μεταξύ Ευφράτη και Τίγρη) και έφτασε στα σύνορα Ασσυρίας-Μηδίας για να βρει ζωοτροφές (σ.σ: Ο Τίγρης ήταν ελαφρά φρουρούμενος) κάτω από επικίνδυνες συνθήκες.
Επικίνδυνες γιατί στην περιοχή κινούνταν ένας ορκισμένος εχθρός του: ο ελληνόφων σατράπης της Βαβυλώνας Μαζαίος), που προσπαθούσε να κόψει τις γέφυρες του Ευφράτη για να εγκλωβίσει τον Αλέξανδρο με τον στρατό του και να πάρει εκδίκηση. Για να σιγουρέψει μάλιστα τον εγκλωβισμό του Μακεδόνα στρατηλάτη, είχε ειδοποιήσει τον Δαρείο να έρθει για βοήθεια απ’ τη Βαβυλώνα όπου βρισκόταν.
Ο στρατός του Δαρείου έφτασε πράγματι εσπευσμένα στην ασσυριακή πεδιάδα των Αρβήλων (όρια Ασσυρίας-Μηδίας, ανατολικά των Γαυγαμήλων) αριθμώντας 250 χιλιάδες στρατιώτες. Με διαταγή του Πέρση βασιλιά, υψώθηκαν γρήγορα αναχώματα με πασσάλους γύρω απ’ το αχανές στρατόπεδο, για να αποκρούσουν το μακεδονικό και το θεσσαλικό ιππικό κατά την ώρα της επίθεσης των Ελλήνων.
Οι ανιχνευτές της εμπροσθοφυλακής του ελληνικού στρατού, ωστόσο, πήραν είδηση έγκαιρα τους 1000 Πέρσες ιππείς στην κοντινή πεδιάδα αριστερά του Τίγρη και ειδοποίησαν τον Αλέξανδρο. Εκείνος έστειλε καταπάνω τους το βασιλικό ιππικό και την ίλη των εταίρων, ενώ ο ίδιος οδηγούσε τη στρατιά με τους Παίονες (σ.σ: βαλκανικό φύλο νότια της Δαρδανίας το οποίο υπέταξε, μαζί με άλλα, ο βασιλιάς της Μακεδονίας) και τους Προδρόμους (ελαφρά οπλισμένους Έλληνες ιππείς με ασπίδες και βοηθητικό υλικό για αναγνωριστικές εφόδους).
Σαν τους είδαν οι Πέρσες να έρχονται καταπάνω τους, το έβαλαν στα πόδια κατατρομαγμένοι. Οι στρατιώτες του Αλέξανδρου τότε τους κυνήγησαν ανελέητα και, αφού σκότωσαν κάμποσους, έσυραν τους άλλους αιχμάλωτους στο ελληνικό στρατόπεδο.
Από αυτούς έμαθε, λίγο αργότερα, ο Αλέξανδρος ότι ο περσικός στρατός τούς περίμενε ετοιμοπόλεμος (ένα εκατομμύριο πεζοί και σαράντα χιλιάδες ιππείς του Δαρείου και του Μαζαίου) ανάμεσα στον Βούμηλο και τον Ζαπάτα ποταμό (ποτάμια της Ασσυρίας), όπου απλωνόταν η πεδιάδα των Γαυγαμήλων, στα σύνορα Μυγδονίας-Μηδίας.
Ας σημειωθεί, εδώ, ότι ο Δαρείος είχε επιλέξει για πεδίο μάχης την μεγάλη πεδιάδα των Γαυγαμήλων (για να αποφύγει τον στενό χώρο όπως στην Ισσό, Νοέμβριο 333 π Χ), αφού προηγουμένως ισοπέδωσε τα γύρω υψώματα και έκοψε τους κορμούς των δέντρων, ώστε να κινούνται ανεμπόδιστα το ιππικό και τα διακόσια περίπου δρεπανηφόρα περσικά άρματα (υπερόπλο της εποχής, με κοφτερές λεπίδες στους άξονες των τροχών τους).
Έκαψε, τέλος, κάθε εμπόδιο περιμετρικά, έτσι που η μέρα έγινε νύχτα, καλυμμένη καθώς ήταν από βαρύ πέπλο καπνού. Και σαν να μην έφτανε αυτό, προέβη σε πράξη δολιοφθοράς κατά του ιππικού του αντιπάλου του μπήγοντας σίδερα στην πεδιάδα, προκειμένου να τραυματιστούν τα άλογα των Μακεδόνων και Θεσσαλών ιππέων…
Κατά το πρώτο βράδυ της διάβασης του Τίγρη από τους Έλληνες στρατιώτες, εντωμεταξύ, είχε συμβεί ένα παράδοξο φυσικό φαινόμενο που κατατρομοκράτησε τους Πέρσες οι οποίοι περίμεναν από ώρα σε ώρα την ελληνική επίθεση ερμηνεύοντας ως προάγγελο του αφανισμού τους την ολική έκλειψη της Σελήνης την νύχτα της 30ης Σεπτεμβρίου.
Κι αυτό δεν άργησε να επιβεβαιωθεί. Έχοντας πληροφορηθεί ο Αλέξανδρος πως οι Πέρσες τον περίμεναν στις όχθες του Βούμηλου (εξακόσια στάδια μακριά απ’ την πόλη Άρβηλα) ξεκίνησε με τον στρατό του την νύχτα της 29ης προς 30η Σεπτεμβρίου και έφτασε (κοντά χαράματα) έντεκα χιλιόμετρα μακριά από τα Γαυγάμηλα (μικρό χωριό της Ασσυρίας, τότε, 320 χλμ βόρεια της Βαβυλώνας, κοντά στη Μοσούλη του Ιράκ σήμερα).
Κατά το μεσημέρι, ο Αλέξανδρος διέταξε τους πελταστές (τους «ψιλούς», ελαφρά οπλισμένους πολεμιστές) να ανοίξουν βαθιά τάφρο γύρω από το ελληνικό στρατόπεδο, όπου έμειναν για ανάπαυση τέσσερις μέρες, πριν διανύσουν άλλα πέντε χιλιόμετρα ως την πεδιάδα των Γαυγαμήλων που είχε μαυρίσει απ’ τα μιλιούνια των στρατιωτών του Δαρείου.
Οι ελληνικές φάλαγγες (που αριθμούσαν, σημειωτέον, 50 χιλιάδες πεζούς και 700 ιππείς) έπιασαν στην αρχή τα υψώματα απέναντι από τον εχθρό, την ίδια στιγμή που οι ιππείς και οι «ψιλοί» πεζέταιροι κατόπτευαν το πεδίο της μάχης περιμένοντας τις διαταγές των στρατηγών (μεταξύ των οποίων ο Παρμενίων και ο Κλείτος), μετά το πολεμικό συμβούλιο που συγκάλεσε ο Αλέξανδρος.
Εκείνες τις κρίσιμες ώρες έφτασαν τα νεότερα για τις κινήσεις στο στρατόπεδο του εχθρού από τους Έλληνες πληροφοριοδότες. Ο Δαρείος, λέει, είχε σκοπό να τους πλευροκοπήσει και να τους κυκλώσει παρατάσσοντας στα δυο άκρα του μετώπου το ιππικό του απ’ τη Βακτριανή (περσική σατραπεία, τότε, μοιρασμένη σήμερα ανάμεσα στο Τατζικιστάν, το Αφγανιστάν, το Ουζμπεκιστάν και το Τουρκμενιστάν).
Επειδή ήξερε μάλιστα ότι ο Αλέξανδρος πολεμούσε πάντα απ’ τη δεξιά πτέρυγα του παραταγμένου στρατού του, σχεδίαζε να τοποθετήσει απέναντί του μεγάλες δυνάμεις Σκυθών (νομάδων της Κεντρικής Ασίας) και δρεπανηφόρα άρματα.
Σαν τα άκουσε αυτά ο Παρμενίων, γύρισε και είπε στον Αλέξανδρο θορυβημένος ότι ίσως ήταν καλύτερα να τους αιφνιδιάσουν αυτοί πρώτοι μέσα στην νύχτα, για να προβάλλουν μικρότερες αντιστάσεις (άυπνοι και ταλαιπωρημένοι καθώς θα ήταν) απ’ ό,τι στο πεδίο της μάχης.
Ο Αλέξανδρος αρνήθηκε και, χαμογελώντας, είπε στον ηλικιωμένο στρατηγό ότι «δε θα τους αιφνιδιάσει την νύχτα, για να μην πουν ότι τους έκλεψε με δόλο τη νίκη, αλλά θα τους πολεμήσει τη μέρα για να μην έχουν καμιά απολύτως δικαιολογία για την μεγάλη συντριβη τους»…
Την άλλη μέρα, νωρίς το πρωί της 1ης Οκτωβρίου του 331 π Χ – πήρε θέση μάχης το ελληνικό στράτευμα απέναντι στα μιλιούνια των διπλά παραταγμένων Περσών του Δαρείου, που ήταν ενισχυμένοι απ’ τους Σκύθες, τους Κάρες, τους Ινδούς, τους Μαρδιανούς κι από ινδικούς ελέφαντες.
Πήρε θέση μάχης απέναντι στον ανθό του περσικού πεζικού ο οποίος έδειξε αιφνιδιασμένος απ’ την παράταξη των ελληνικών δυνάμεων (Αρριανός: Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις) :
Μπροστά, είχε πάρει θέση το ιππικό υπό τις διαταγές του Φιλώτα (γιου του Παρμενίωνα) . Το συγκροτούσαν η βασιλική ίλη με ίλαρχο τον Κλείτο και οι άλλες των Γλαυκία, Αρίστωνα, Σώπολη, Ηρακλείδη, Δημήτριου και Μελέαγρου, καθώς και η βασιλική του Ηγέλοχου.
Στο κέντρο, ήταν παραταγμένες έξι τάξεις της πεζοπόρου φάλαγγας με αρχηγούς τον Κοίνο, τον Περδίκκα, τον Μελέαγρο, τον Πολυσπέρχοντα, τον Κρατερό (επικεφαλής των σαρισσοφόρων Μακεδόνων) και τον Σιμμία, στη θέση του Αμύντα ο οποίος βρισκόταν στη Μακεδονία για να επιστρατεύσει άνδρες προς ενίσχυση των δυνάμεων του Αλέξανδρου.
Δεξιά, βρίσκονταν οι υπασπιστές με τον Νικάνορα (τον άλλο γιο του Παρμενίωνα) και στο πλευρό τους οι ίλες των εταίρων, ενώ στο αριστερό κέρας της φάλαγγας ήταν επικεφαλής ο στρατηγός Παρμενίων, ενισχυμένος από πεντακόσιους Νοτιοελλαδίτες και δυόμισι χιλιάδες Θεσσαλούς ιππείς.
Την εμπροσθοφυλακή του δεξιού κέρατος, σημειωτέον, αποτελούσαν οι διακόσιοι ιππείς του Μενίδα, ενώ στα αριστερά τους βρίσκονταν οι ιππείς του Ανδρόμαχου, οι Κρήτες τοξότες και οι Θράκες ακοντιστές υποστηριζόμενοι από Θράκες και Νοτιοελλαδίτες ιππείς.
Σημειωτέον, επίσης, ότι υπόλοιποι οπλίτες και πελταστές του στρατού του Αλέξανδρου είχαν παραταχθεί πίσω απ’ την πρώτη γραμμή, ώστε – αν κυκλωνόταν αυτή – να υπήρχε η δυνατότητα να σχηματιστεί νέο μέτωπο (ανάστροφο του αρχικού) με μια απλή μεταβολή.
Στα άκρα της δεξιάς πτέρυγας βρισκόταν θρονιασμένος στον Βουκεφάλα ο Αλέξανδρος, επικεφαλής της μακεδονικής φάλαγγας, των εταίρων ιππέων και των ελαφρά οπλισμένων πεζών πιο πίσω, ενώ μπροστά απ’ τις ίλες των εταίρων είχαν παραταχθεί χίλιοι Αγριάνες και ίδιος αριθμός «ψιλών» τοξοτών και άλλων τόσων ακοντιστών στα δεξιά τους.
Οι πρόδρομοι και οι Παίονες ιππείς, τέλος, υποστήριζαν τις μονάδες των «ψιλών» (ελαφρά οπλισμένων), ενώ οι πλαγιοφύλακες – μεταξύ των δύο κύριων γραμμών της μάχης – κάλυπταν αυτούς, τους 500 Νοτιοελλαδίτες ιππείς και τους Αγριάνες.
Συνολικά, οι ελληνικές δυνάμεις που είχαν παραταχθεί απέναντι στον εχθρό αριθμούσαν σαράντα χιλιάδες πεζούς και εφτά χιλιάδες ιππείς, ενώ τη φύλαξη του ελληνικού στρατοπέδου την είχαν αναλάβει οι πελταστές από τη Θράκη.
Στην εξέλιξη της μάχης, μετά τις αιματηρές συγκρούσεις σώμα με σώμα, έγινε ολοφάνερο ότι η μακεδονική δύναμη κατόρθωσε να υπερφαλαγγίσει όλο το αριστερό τμήμα του εχθρού, καθώς ο Αλέξανδρος είχε διατάξει την ίλη του Κλείτου να προελάσει απ’ τα δεξιά σε λοξή γραμμή ακολουθούμενος απ’ τους υπασπιστές και τις άλλες τάξεις της φάλαγγας που προωθούνταν κατά κύματα σαρώνοντας τα δρεπανηφόρα και το στρατό του Δαρείου.
Με μπροστάρη τον Αλέξανδρο, οι λόγχες και οι σάρισσες σκορπούσαν το θάνατο. Ο Μέγας Μακεδόνας στρατηλάτης, αφού αποδεκάτισε – με τους άνδρες του και πέντε τάξεις της φάλαγγάς του – Πέρσες, Ινδούς και Πάρθους που του αντιστέκονταν, έσπειρε πανικό στο περσικό κέντρο.
Έσπειρε πανικό στους «χρυσοφόρους Μήδους» (βλ. επίγραμμα Σιμωνίδη του Κείου για τους Αθηναίους Μαραθωνομάχους) και τον ίδιο τον Δαρείο Γ’ Κοδομανό αναγκάζοντάς τον να χτυπάει αλαλιασμένος με το καμτσίκι του τα καπούλια του αλόγου του δίνοντας το σύνθημα στους δικούς του για άτακτη υποχώρηση και φυγή με τρελό καλπασμό προς τα Άρβηλα.
Μόλις τον είδε ο Αλέξανδρος να χιμάει για να γλιτώσει προς την ανοιχτή πεδιάδα με κατεύθυνση τον ποταμό Λύκο, όρμησε ξοπίσω του αφήνοντας στη θέση του (για να αποτελειώσει τους Πέρσες στα Γαυγάμηλα) τον στρατηγό Παρμενίωνα.
Ο ίδιος με το ιππικό του, βλέποντας πως ο Δαρείος του ξέφυγε κρυμμένος στις κλεισούρες των λόγγων και των βουνών, σταμάτησε για λίγο στις Ράγες (κοντά στην Τεχεράνη) κι ύστερα έσπευσε να περικυκλώσει το περσικό στρατόπεδο στον Βούμωδο ποταμό (παραπόταμο του Λύκου) παίρνοντας μαζί του πλήθος αιχμαλώτων, αλλά και ελέφαντες, καμήλες, άμαξες και πάμπολλες άλλες αποσκευές και μεταγωγικά, τα οποία άφησαν οι εχθροί στο φευγιό τους σαν λάφυρα.
Ώρες αργότερα ο Αλέξανδρος, φανερά ταλαιπωρημένος και με το άτι του να βγάζει αφρούς απ’ τη δίψα και την κούραση, σταμάτησε την καταδίωξη του Δαρείου και γυρνώντας πίσω έσμιξε με το νικηφόρο του στράτευμα, για να μπει αργότερα θριαμβευτής στην καρδιά της Περσίας, τη Βαβυλώνα!
Βιβλιογραφία
- Αρριανός: Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις
- Donald W. Engels: Ο Μέγας Αλέξανδρος και η διοικητική μέριμνα του μακεδονικού στρατού.
- Βούλα Ηλιάδου; Καλπάζοντας στον άνεμο (μυθιστόρημα), εκδ. Λιβάνης.
Κρινιώ Καλογερίδου