Ο Διοσκουρίδης, αρχαίος Έλληνας ιατρός και βοτανολόγος, θεωρείται από πολλούς ο ιδρυτής της φαρμακολογίας, κυρίως λόγω του σημαντικού του έργου Περί Ύλης Ιατρικής (De Materia Medica), που γράφτηκε γύρω στο 65–70 μ.Χ. Το πεντάτομο αυτό έργο αποτέλεσε βασικό ανάγνωσμα σε θέματα φαρμάκων και βοτανικής για περισσότερα από 1.500 χρόνια.
Γεννημένος στην Αναζαρβό της Κιλικίας, στα νοτιοανατολικά της Μικράς Ασίας, ο Διοσκουρίδης πιθανότατα σπούδασε στην Ταρσό, μια πόλη που φημιζόταν εκείνη την εποχή για τις γνώσεις της στη φαρμακολογία. Ο ίδιος περιέγραφε τον εαυτό του ως μεγάλο ταξιδιώτη, με εμπειρίες από περιοχές όπως η κυρίως Ελλάδα, η Κρήτη, η Αίγυπτος και η Πέτρα. Μέσα από τα ταξίδια του, παρατηρούσε φυτά στο φυσικό τους περιβάλλον, αποκτώντας πρακτική εμπειρία στη θεραπευτική χρήση των βοτάνων, αλλά και των ουσιών που προέρχονταν από ζώα και ορυκτά.
Το έργο του δεν βασιζόταν μόνο στη θεωρία. Ο Διοσκουρίδης κατέγραφε λεπτομερώς κάθε ουσία, δίνοντας πληροφορίες για την εμφάνισή της, τις ιδιότητές της, τις μεθόδους παρασκευής της και τη θεραπευτική της χρήση. Σε αντίθεση με μεταγενέστερα έργα, το βιβλίο του δεν ήταν οργανωμένο αλφαβητικά, αλλά με βάση την κατηγορία και τη δράση των ουσιών στον ανθρώπινο οργανισμό.
Η πιο γνωστή και πολυτελής έκδοση του έργου του είναι ο Κώδικας της Βιέννης (Codex Vindobonensis), ένα βυζαντινό χειρόγραφο του 6ου αιώνα, φτιαγμένο για την Ανικία Ιουλιανή, κόρη ενός Ρωμαίου αυτοκράτορα της Δύσης. Αποτελείται από σχεδόν χίλιες σελίδες και περιλαμβάνει περίπου 400 πολύχρωμες εικονογραφήσεις φυτών. Καθώς το έργο αντέγραφε και περνούσε από χέρια, προστέθηκαν σχόλια και ονόματα φυτών σε διάφορες γλώσσες, όπως τα ελληνικά, τα αραβικά, τα οθωμανικά, τα εβραϊκά και τα γαλλικά. Υπάρχει μάλιστα σημείωση στα γαλλικά, πιθανόν προσθήκη μετά τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Σταυροφόρους.
Τον 16ο αιώνα, αρκετοί Ευρωπαίοι λόγιοι μετέφρασαν και προσάρμοσαν το έργο του Διοσκουρίδη. Το 1518 μεταφράστηκε στα λατινικά στην Ισπανία, ενώ λίγες δεκαετίες αργότερα δημοσιεύθηκε ισπανική έκδοση βασισμένη σε αυτήν. Ο Ανδρέας Λαγούνα, γιατρός του Πάπα Ιουλίου Γ’, συνέβαλε σημαντικά σε αυτή τη μετάφραση, αφού συμβουλεύτηκε πολλές πηγές και χειρόγραφα στην Ιταλία. Στα μέσα του 16ου αιώνα, ο Πιέτρο Αντρέα Ματτιόλι, Ιταλός γιατρός, εξέδωσε την πιο γνωστή διασκευή του έργου, η οποία γνώρισε μεγάλη διάδοση και επηρέασε τη φαρμακολογία της εποχής.
Καθώς το έργο του διαδιδόταν, πολλοί αντιγραφείς άλλαξαν τη δομή του, τοποθετώντας τα φυτά αλφαβητικά, γεγονός που συχνά δυσχέραινε την κατανόηση. Παρ’ όλα αυτά, Περί Ύλης Ιατρικής παρέμεινε η βάση για την ιατρική και τη φαρμακολογία μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα. Μόλις το 1655 δημιουργήθηκε η μοναδική μετάφραση του έργου στα αγγλικά, αλλά η έκδοση καθυστέρησε μέχρι το 1934, όταν ο Ρόμπερτ Γκάνθερ επιμελήθηκε τη δημοσίευση. Παρατήρησε, πάντως, ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι απεικονίσεις φυτών δεν αντιστοιχούσαν στις περιγραφές.
Ο Διοσκουρίδης δεν έγραψε μόνο το περίφημο Περί Ύλης Ιατρικής. Του αποδίδονται κι άλλα έργα, όπως το Περί Δηλητηρίων Φαρμάκων, το Περί Ιοβόλων Ζώων και το Περί Ευπορίστων Ἁπλῶν τε καὶ Συνθέτων Φαρμάκων. Οι μετέπειτα συγγραφείς συχνά περιορίζονταν στο να παραθέτουν αποσπάσματα από τον Διοσκουρίδη χωρίς να τον διορθώνουν ή να σχολιάζουν τις όποιες αδυναμίες του.
Με το πέρασμα των αιώνων και την πρόοδο της επιστήμης, το έργο του Διοσκουρίδη έπαψε να θεωρείται εργαλείο πρακτικής ιατρικής και αντιμετωπίζεται πλέον περισσότερο ως ιστορικό τεκμήριο. Παρόλα αυτά, αναγνωρίζεται η αφοσίωσή του στην έρευνα, η επιστημονική ακρίβεια για την εποχή του και η συμβολή του στην εξέλιξη της φαρμακολογίας. Το έργο του συγκρίνεται συχνά με εκείνο του Θεόφραστου, αν και ο Διοσκουρίδης θεωρείται πιο επιστημονικός στη μελέτη των φυτών, καθώς ο Θεόφραστος επικεντρωνόταν περισσότερο στη βοτανική ως περιγραφή και όχι ως φαρμακευτική επιστήμη.
Η κληρονομιά του Διοσκουρίδη εξακολουθεί να τιμάται, ως θεμέλιο της φαρμακολογίας και της επιστημονικής μελέτης των φυσικών φαρμάκων.