Σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο και άκρως ανταγωνιστικό και πολύπλοκο γεωπολιτικό πεδίο, όπου θα μπορούσε η ανακάμπτουσα οικονομικά Ελλάδα να διαμορφώσει περιθώρια ευελιξίας για την επίλυση των προβλημάτων της στην εξωτερική πολιτική (με αρχή και τέλος τα ελληνοτουρκικά), βρίσκεται σήμερα στο καναβάτσο των Τεμπών λόγω των τραγικών συγκυριών του πρόσφατου σχετικά παρελθόντος (βλ. σιδηροδρομικό δυστύχημα 28ης Φεβρουαρίου 2023 με 57 νεκρούς).
Σ’ αυτό το διάστημα, εντωμεταξύ, ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που εμφανιζόταν μέχρι πρότινος ως “ο ασταθής γείτονας” τον οποίο απέφευγαν οι Ευρωπαίοι ηγέτες, πέτυχε άλλη μια οβιδιακή μεταμόρφωση-νίκη παρουσιαζόμενος από ανεπιθύμητος (λόγω αυταρχικότητας και αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων στην Τουρκία σε βάρος πολιτικών αντιπάλων του [φυλάκιση Εκρέμ Ιμάμογλου, πρώην δημάρχου Κωνσταντινούπολης]) ως “παίκτης” ολκής, ο οποίος – χάρη στη διπλωματική του ευελιξία – έχει την ικανότητα να κεφαλαιοποιεί τις πολιτικές και γεωπολιτικές εξελίξεις.
Να τις κεφαλαιοποιεί με κινήσεις ακριβείας κατά τις επαφές του με μεγάλους “παίκτες” (βλ. Πούτιν, Τραμπ), η άμεση ή έμμεση στήριξη των οποίων συνέβαλε στην εντυπωσιακή αναβάθμιση της στρατιωτικής και πολιτικής ισχύος της Τουρκίας με όπλα τα διπλωματικά προσόντα του Προέδρου της, σε συνδυασμό με τη στρατηγική του ευφυΐα, προσαρμοσμένη θαυμάσια στο μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον της εποχής μας.
Έτσι ο Ερντογάν κέρδισε έδαφος κάνοντας άλματα στο εξωτερικό, αφού φρόντισε προηγουμένως να ρίξει στάχτη στα μάτια του Οτζαλάν και να καθυποτάξει πολιτικά και στρατιωτικά – με τη συνηγορία του φυλακισμένου απ’ το 1999 ιστορικού ηγέτη των Κούρδων – το Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν (ΡΚΚ), η ένοπλη δράση του οποίου υπήρξε ακανθώδες πρόβλημα των τουρκικών κυβερνήσεων διαχρονικά.
Και το “στρατιωτικά” δεν το λέω τυχαία, γιατί — μετά την ανακοίνωση διάλυσης του ΡΚΚ ύστερα από πάνω από 40 χρόνια ένοπλου αγώνα, με τροχοδρόμηση ήδη του επαναπροσδιορισμού των τουρκοκουρδικών σχέσεων (σύμφωνα με το πρακτορείο FIRAT) και εκπεφρασμένη (σε ανάρτηση του Φαχρετίν Αλτούν στο Χ) τη διαβεβαίωση του εν λόγω διευθυντή επικοινωνίας της τουρκικής Προεδρίας ότι “όλα θα γίνουν με ευαισθησία και διαφάνεια” για την οριστική επίλυση του θέματος — η Τουρκία συνεχίζει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Κούρδων.
Τις συνεχίζει έως ότου “καθαρίσει η περιοχή”, κατά δήλωση του τουρκικού υπουργείου Άμυνας (βλ. Γιασάρ Γκιουλέρ, ο περσινός χαρακτηρισμός του οποίου – “είναι μαξιμαλιστικές και παράνομες οι απαιτήσεις Ελλάδας και Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο” – ηχεί ακόμα στα αυτιά μου )…
Έχοντας κλείσει επιτυχώς – ως εκ τούτου – το κύριο εσωτερικό μέτωπο, ο Ταγίπ Ερντογάν συνεχίζει απτόητος τον αγώνα του για ανάδειξη της Τουρκίας σε διεθνές διπλωματικό κέντρο και ενίσχυση της Τουρκίας στον γεωπολιτικό χάρτη. Στο πλαίσιο αυτού του αγώνα, εντάσσεται η αποκατάσταση των σχέσεών της με αραβικές χώρες και η ενεργή ανάμειξή της στα τρέχοντα θεμελιώδη θέματα, αν εξαιρέσουμε τον ρόλο-κλειδί που είχε το ‘23 στη συμφωνία για τα σιτηρά της Μαύρης Θάλασσας:
Ενεργή ανάμειξη Ερντογάν έχουμε στο Μεσανατολικό (εμπλοκή του στο θέμα της Συρίας με “νομιμοποίηση” του τζιχαντιστή Αμπού Μοχάμεντ αλ Τζολάνι, ισλαμιστή αρχηγού του συνασπισμού των ανταρτών και νυν ηγέτη τους), τον οποίο δέχθηκε με ανοιχτές αγκάλες ο Τραμπ, “συστημένο” απ’ τον Τούρκο φίλο του προκαλώντας ρίγη αγανάκτησης στον βαθιά επιφυλακτικό για το εξτρεμιστικό παρελθόν του αλ Σάρα Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου.
Ενεργή ανάπτυξη του αναβαθμισμένου Τούρκου Προέδρου έχουμε και στο Ουκρανικό, όπου “κάνει παιχνίδι” ειρηνοποιού (“διαμεσολαβητή ελπίδας” και εκπροσώπου σταθεροποιητικής δύναμης) εκμεταλλευόμενος την “ειδική σχέση” του με τον Πούτιν και την ανταποδοτική συμπάθεια που του έχει ο Αμερικανός Πρόεδρος (αν και υπάρχουν “ανοιχτοί λογαριασμοί” μεταξύ ΗΠΑ-Τουρκίας…).
Παράλληλα, στα ελληνοτουρκικά, ο Ερντογάν έχει πετύχει – χάρη στον χαμηλό δείκτη των ελληνικών προσδοκιών (βλ. “κατηγορώ” Σαμαρά), τη σφοδρή επιθυμία Μητσοτάκη για “ήρεμα νερά” στο Αιγαίο και με δεδομένο ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις διαχρονικά (από το 1995 έως τώρα) δεν αποτόλμησαν ποτέ να αιτηθούν την κατάργηση του τιμωρητικού casus belli – να κρατά χαμηλούς τόνους στα ελληνοτουρκικά, αξιοποιώντας τη Διακήρυξη Αθηνών (7/12/’23) και τη σχέση Φιντάν-Γεραπετρίτη, που οικοδομήθηκε πάνω σ’ αυτήν.
Όντας “δάσκαλος” στους διπλωματικούς ελιγμούς, ο Τούρκος Πρόεδρος καταφέρνει να δίνει ελπίδες αρμονικής συνύπαρξης στο όνομα της καλής γειτονίας, χωρίς να υποχωρεί όμως από τις πάγιες θέσεις του στο Κυπριακό (διχοτόμηση/αίτημα για δύο ανεξάρτητα κράτη στη βάση της κυριαρχικής ισότητας) και το Αιγαίο (αποστρατιωτικοποίηση νησιών και αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε 152 από αυτά: βλ. λίστα EGAYDAAK).
Και τώρα ακόμα – μετά τη σύνοδο των ΥΠΕΞ του ΝΑΤΟ στην Αττάλεια, με τη συμμετοχή του Γιώργου Γεραπετρίτη και του Αμερικανού Μάρκο Ρούμπιο – ο Ταγίπ Ερντογάν δεν παύει να προβάλλει τη διπλωματική του ατζέντα και να επωφελείται απ’ το καλοπροαίρετο της Ελλάδας (όπως καταγράφηκε, ήδη, στη Διακήρυξη των Αθηνών) έχοντας κάνει “ανώδυνες” υποχωρήσεις για την Τουρκία.
Υποχωρήσεις όπως ο τερματισμός απειλών, υπερπτήσεων και τύποις παραβιάσεων πάνω από ελληνικά νησιά (οι 80 που καταμετρήθηκαν απ’ την αρχή της χρονιάς συνιστούν επιστροφή της τουρκικής προκλητικότητας), ενώ εκδήλωσε σχετικά ήπια αντίδραση στο θέμα δημοσιοποίησης του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού από την Αθήνα.
Παρ’ όλα αυτά, η Άγκυρα δεν παρέλειψε να απαντήσει με “μεγαλοϊδεατική” πρόκληση δημοσιοποιώντας τον χωροταξικό θαλάσσιο σχεδιασμό της χώρας του βάσει της μέσης γραμμή μεταξύ αυτής και της Ελλάδας .
Σε κάθε περίπτωση, η διπλωματική ατζέντα του Τούρκου Προέδρου είναι ανοικτή, γιατί είναι ανοικτή και… “επαναφορτιζόμενη” η προσπάθειά του να διεκδικήσει μια θέση της Τουρκίας στο τραπέζι των ισχυρών (παράλληλα με την περιφερειακή αναβάθμισή της), με προϋπόθεση τόσο την πλήρη “απόψυξη” των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, όσο και της ακολουθούμενης εχθροπαθούς πολιτικής του στο Κυπριακό, σε επικοινωνιακό όμως επίπεδο, αφού – σε επιχειρησιακό – το status quo της επιθετικότητας και βουλιμίας του παραμένει.
Λόγος για τον οποίο θεωρώ παγιδευτική τη δήλωση που έκανε ο Ερντογάν – στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας στα Τίρανα της Αλβανίας – απευθυνόμενος προς τον Κύπριο Πρόεδρο Νίκο Χριστοδουλίδη, λέγοντας χαρακτηριστικά: “Πρέπει να μιλήσουμε οι δυο μας για να υπάρξει πρόοδος σε Κυπριακό” (ΚΥΠΕ) – άρα εμμένει στην αποδιεθνοποίησή του (που δε συμφέρει στην Κύπρο) – εκτιμώντας πως ο διορισμός απεσταλμένου από την Ε.Ε δείχνει το ενδιαφέρον της και ότι μπορεί να επιτευχθεί πρόοδος με δεδομένα αυτά. Μπορεί να επιτευχθεί η προοπτική επίλυσης, δηλαδή, μέσω διαλόγου…
Έπεα πτερόεντα! Ο “γητευτής” Ερντογάν ξέρει καλά το παιχνίδι της παραπλάνησης και γι’ αυτό το αναπόφευκτο των τετελεσμένων στην Κύπρο παρασύρει περιοδικά Ελληνοκύπριους και Ελλαδίτες στην αποδοχή του (βλ. δήλωση Χάρη Γεωργιάδη – ΥΠΟΙΚ της Κύπρου και αναπληρωτή προέδρου του ΔΗΣΥ το 2021 για “διχοτόμηση που προκύπτει εκ των πραγμάτων” και τωρινή παρεμφερή του πρώην υπουργού Μετανάστευσης Δημήτρη Καιρίδη για “διχοτόμηση που την έχει πραγματοποιήσει η Τουρκία από το 1974”).
Προφανώς, κάποιοι ξεχνούν ότι δεν πρέπει να εκστομίζουν ούτε γι’ αστείο αυτό που ποθούν οι Τούρκοι να καταστήσουν τετελεσμένο. Αντίθετα, πρέπει να αγωνίζονται για την ματαίωση οποιουδήποτε τέτοιου ενδεχομένου δια παντός!!!
Όσο για την Ελλάδα, καλό είναι να μην αρκείται μόνο στην οικονομική της επαναφορά και να μην νιώθει ικανοποιημένη με τους επαίνους των ξένων όσο έχει “δεμένα τα χέρια της” – στο θέμα εκπλήρωσης κυριαρχικών μας δικαιωμάτων (επέκταση των ΕΧΥ από τα 6 στα 12 νμ) – αρκούμενη στο μισό βήμα για ΑΟΖ (“Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό”) υπό τον φόβο βίαιης τουρκικής αντίδρασης και αναστολής των “ήρεμων νερών” στο Αιγαίο προ του κινδύνου μετατροπής του σε ελληνική λίμνη.
Να μην νιώθει ικανοποιημένη όσο εφησυχάζει την εθνική της συνείδηση στο Κυπριακό με επίκληση την πολιτική και διπλωματική της συμπαράσταση στην Κύπρο, σαν να εκπληροί χρέος φιλανθρωπίας και φυλετικής αλλαλεγγύης και όχι χρέος τιμής και συνείδησης.
Χρέος το οποίο θα εξοφλήσουμε στο ακέραιο (σαν υπόθεση ψυχικής κάθαρσης υπό το πλέγμα της συλλογικής μας ευθύνης) με εντατικοποίηση των διπλωματικών και πολιτικών ενεργειών μας (εκμεταλλευόμενοι και την παρουσία μας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ – που ξεκίνησε, ήδη, απ’ την αρχή της νέας χρονιάς για την Ελλάδα – ως μη μόνιμο μέλος για τη διετία 2025-’26), αλλά και την ενεργοποίηση του δόγματος ενιαίου αμυντικού χώρου (ΔΕΑΧ) Κύπρου-Ελλάδας (το οποίο υιοθετήθηκε το 1993, ολοκληρώθηκε σαν διακήρυξη το 1995 και λειτούργησε μέχρι το 2000).
Λειτούργησε περιορισμένα, δηλαδή, σαν στοιχειώδης μορφή αμυντικής συνεργασίας/συμμαχίας (έμπνευσης του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου επί υπουργού Άμυνας Γεράσιμου Αρσένη), η οποία – παρά τα κενά και τις ελλείψεις της – “συνέβαλε σε ένα βαθμό στην ανάσχεση των επιδιώξεων της Τουρκίας να αποκτήσει κυρίαρχο ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο”.
Είχε, με άλλα λόγια, στόχο την εκτεταμένη αποτροπή και την προληπτική αυτοάμυνα, πλην όμως δεν εφαρμόστηκε κατ’ ουσίαν λόγω της ελληνικής ατολμίας διακομματικά και διακυβερνητικά, κι ας διακήρυττε το δόγμα περί “δέσμευσης της Ελλάδας να θεωρεί ως αιτία πολέμου (casus belli) οποιαδήποτε τουρκική απόπειρα προέλασης στην ελεύθερη Κύπρο”…
Και κάτι τελευταίο. Τα μισά βήματά μας στη δικαιωματική διεκδίκηση των 12 μιλίων, οι όποιες ενεργειακές συνεργασίες μας στον τομέα των καινοτομιών, των ψηφιακών τεχνολογιών και της κυβερνοασφάλειας, οι στρατηγικές συνεργασίες, οι συμμαχίες (με Ισραήλ, Αίγυπτο και “Μεγάλους” του ΝΑΤΟ), οι διακηρύξεις και η πληθώρα πρωτοκόλλων που υπογράφουμε με την Τουρκία και τους συμμάχους μας δεν πρέπει να εξαντλούν τις φιλοδοξίες της εξωτερικής πολιτικής μας.
Δεν πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να επιτρέψουμε να εμφιλοχωρήσει “εντός τω τειχών” η πιθανότητα συμβιβασμού σε βάρος των εθνικών συμφερόντων μας στο Αιγαίο και την Κύπρο (ήδη αποτελεί δυσάρεστο μήνυμα η νέα αναβολή της απόφασης για γεώτρηση νότια της Κρήτης από την Exxon Mobil και την Hellenic Energy, με έξωθεν παρέμβαση προφανώς την οποία δεχτήκαμε παθητικά δικαιώνοντας τον Σαμαρά), προς ανταπόκριση της προειδοποίησης Ερντογάν τον Οκτώβριο του ’18:
“[…] Δεν μπορεί να γίνει κάποιο βήμα χωρίς την Τουρκία. Όπως σε κάθε ζήτημα, έτσι και στο Αιγαίο και στην Κύπρο η προτίμησή μας είναι το “καζάν-καζάν”. Όσοι οδηγούν το ζήτημα σε σύγκρουση ή σε κρίση θα λογοδοτήσουν πρώτα στον λαό τους”…
Με άλλα λόγια, «Ή θα πάρουμε κι εμείς μερίδιο σε ό,τι βρείτε στο Αιγαίο, ή δεν θα πάρει κανείς»…