Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας, το τελευταίο από τα Επτά Θαύματα του Αρχαίου Κόσμου που παρέμεινε όρθιο, ήταν ένα θαύμα της αρχαίας μηχανικής, κατασκευασμένο για να καθοδηγεί με ασφάλεια τα πλοία στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο.
Η κατασκευή του ολοκληρώθηκε τον 3ο αιώνα π.Χ., κατά τη βασιλεία του Πτολεμαίου Β’ Φιλάδελφου, γιου του Πτολεμαίου Α’, Μακεδόνα στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο φάρος ανεγέρθηκε στο νησάκι Φάρος, έξω από τις ακτές της Αλεξάνδρειας, και για περίπου 15 αιώνες λειτουργούσε ως φάρος πλοήγησης στη Μεσόγειο, προσφέροντας ασφαλή καθοδήγηση στους ναυτικούς που προσέγγιζαν την Αίγυπτο.
Ήταν ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα της αρχαίας αρχιτεκτονικής, σύμβολο ισχύος της Πτολεμαϊκής δυναστείας και κληρονομιά του ελληνιστικού κόσμου. Ταξιδιώτες από κάθε γωνιά του τότε γνωστού κόσμου επισκέπτονταν την Αλεξάνδρεια για να θαυμάσουν το μεγαλείο του πύργου.
Η ανέγερση του φάρου ξεκίνησε γύρω στο 300 π.Χ. με εντολή του Πτολεμαίου Α’ Σωτήρα, πρώτου Μακεδόνα βασιλιά της Αιγύπτου και πρώην στρατηγού του Αλεξάνδρου. Χρειάστηκαν είκοσι χρόνια για να ολοκληρωθεί το έργο, το οποίο τελικά ολοκληρώθηκε υπό τη βασιλεία του γιου του, Πτολεμαίου Β’. Ο ίδιος συνέχισε την ανάπτυξη της πόλης, προωθώντας το εμπόριο και καθιστώντας την Αλεξάνδρεια κέντρο τεχνών και επιστημών.
Ο Έλληνας αρχιτέκτονας και μηχανικός Σώστρατος από την Κνίδο, προσωπικός φίλος του Πτολεμαίου, θεωρείται ο σχεδιαστής και χρηματοδότης του φάρου. Ο Πλίνιος αναφέρει πως ο Σώστρατος υπέγραψε το έργο του με την επιγραφή: «Σώστρατος Δεξιφάνους Κνίδιος τοις σωτηρίοις θεοίς, υπέρ των ναυτιλλομένων». Άλλες πηγές υποστηρίζουν ότι αρχικά του απαγορεύθηκε να καταγράψει το όνομά του και πως η επιγραφή του καλύφθηκε με άλλη που τιμούσε τον Πτολεμαίο, αλλά με το πέρασμα του χρόνου η ανώτερη στρώση αποκολλήθηκε και το όνομα του αρχιτέκτονα αποκαλύφθηκε.
Ο φάρος είχε κατασκευαστεί με πρακτικό σκοπό: να διευκολύνει την ασφαλή είσοδο των πλοίων στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Παράλληλα, χρησιμοποιούνταν και ως στρατιωτικό παρατηρητήριο για την ανίχνευση εχθρικών πλοίων. Το ύψος του έφτανε τα 110 μέτρα, γεγονός που τον καθιστούσε το δεύτερο ψηλότερο κτίσμα της αρχαιότητας μετά τις Πυραμίδες της Γκίζας.
Σύμφωνα με τον Γερμανό αρχαιολόγο Χέρμαν Τιρς και τη μελέτη του το 1909, ο φάρος ήταν κατασκευασμένος από μεγάλους λίθους ανοιχτού χρώματος και αποτελούνταν από τρία διαφορετικά επίπεδα: το κατώτερο τετράγωνο, το μεσαίο οκταγωνικό και το ανώτερο κυλινδρικό. Μια σπειροειδής ράμπα οδηγούσε στην κορυφή, ενώ το φως παραγόταν τη νύχτα από μεγάλη φωτιά και την ημέρα αντανακλάτο από κοίλο μεταλλικό κάτοπτρο.
Το εσωτερικό διέθετε θολωτό διάδρομο και σκάλα που οδηγούσε σε πολλούς θαλάμους, πιθανώς για τους δούλους που μετέφεραν τα καύσιμα στην κορυφή. Ο φάρος ήταν ορατός από απόσταση έως και 56 χιλιομέτρων, ενώ κατά τον θρύλο, οι ακτίνες του μπορούσαν να καίνε εχθρικά πλοία – πιθανώς πρόκειται για υπερβολή ή παρερμηνεία.
Ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι στην κορυφή του υπήρχε άγαλμα του Δία, συνοδευόμενο από τον Ποσειδώνα, ενώ ρωμαϊκά νομίσματα απεικονίζουν άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στις τέσσερις γωνίες φέρονται να υπήρχαν αγάλματα του Τρίτωνα, γιου του Ποσειδώνα.
Κατά τους πρώτους τρεις αιώνες, ο φάρος χρησιμοποιούνταν κυρίως ως πλοηγός. Μετά την κατάκτηση από τους Ρωμαίους, χρησίμευε περισσότερο ως σημάδι ημέρας. Παρά τον σεισμό του 365 μ.Χ., το οικοδόμημα άντεξε, όμως μεταγενέστεροι σεισμοί προκάλεσαν ζημιές. Το 796 χάθηκε το ανώτερο τμήμα του φάρου και στα τέλη του 9ου αιώνα κτίστηκε τζαμί στην κορυφή του. Μέχρι το 950 είχαν εμφανιστεί ρωγμές στους τοίχους.
Ο Άραβας περιηγητής Ιμπν Τζουμπαΐρ περιέγραψε τον φάρο το 1183 ως κάτι που τα μάτια δεν μπορούν να συλλάβουν και τα λόγια να περιγράψουν. Ωστόσο, οι καταστροφικοί σεισμοί του 1303 και του 1323 προκάλεσαν τεράστιες ζημιές και η είσοδος στον φάρο έγινε αδύνατη. Γύρω στο 1375, ο φάρος καταστράφηκε εντελώς από ακόμα έναν σεισμό.
Το 1480, οι τελευταίοι ορατοί λίθοι αφαιρέθηκαν από τον Σουλτάνο της Αιγύπτου για να χρησιμοποιηθούν στην κατασκευή του Φρουρίου Καΐτμπεϊ. Κάποιοι από τους τεράστιους λίθους του φάρου εξακολουθούν να είναι εμφανείς στους τοίχους του φρουρίου, ξεχωρίζοντας λόγω του μεγέθους τους.
Το 1994, ομάδα Γάλλων αρχαιολόγων υπό τον Ζαν-Υβ Εμπερ ανακάλυψε τα ερείπια του φάρου στον βυθό του ανατολικού λιμανιού της Αλεξάνδρειας. Με τη βοήθεια της σκηνοθέτιδας Άσμα Ελ Μπάκρι, καταγράφηκαν για πρώτη φορά υποβρύχιες εικόνες από σπασμένες στήλες και γλυπτά.
Ανάμεσα στα σημαντικότερα ευρήματα ήταν μαρμάρινες πλάκες βάρους 50 έως 60 τόνων. Η κληρονομιά του Φάρου της Αλεξάνδρειας είναι τεράστια: αποτέλεσε πρότυπο για όλους τους φάρους που ακολούθησαν και παραμένει σύμβολο του ιστορικού μεγαλείου της Αλεξάνδρειας.