Το Μάρτιο του 1941 στη διάρκεια της μεγάλης ιταλικής αντεπίθεσης στην Αλβανία, στη θέση “Πούντα” της οροσειράς Σιντέλι, οι Έλληνες απωθήθηκαν αλλά κατάφεραν να ανακαταλάβουν τη θέση και να την κρατήσουν. Ένας από τους πολλούς Ιταλούς που σκοτώθηκαν, από την κρητική δύναμη που αμυνόταν εκεί, ήταν και ο υπολοχαγός που είχε ηγηθεί μιας αντεπίθεσης. Αυτό που οι Έλληνες δεν γνώριζαν τότε ήταν ότι είχαν σκοτώσει έναν από τους πιο σημαντικότερους θεωρητικούς του φασισμού. Επρόκειτο για τον Νίκολο Τζιάνι (Niccolò Giani) Ιταλό δημοσιογράφο και φιλόσοφο που διηύθυνε τη «Σχολή Φασιστικού Μυστικισμού» όπου εκπαιδεύονταν οι μελλοντικοί φασίστες ηγέτες.
Διευθυντής της Σχολής Φασιστικού Μυστικισμού
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο Νίκολο Τζιάνι αναδείχθηκε σ’ ένα από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του φασισμού. Έγραψε βιβλία και άρθρα για το θέμα που επηρέασαν ακόμη και τον Μουσολίνι. Ως φοιτητής ήταν από τους βασικούς υπεύθυνους για την οργάνωση της φασιστικής φοιτητικής νεολαίας στα ιταλικά πανεπιστήμια.
Το 1931 ο Τζιάνι ανέλαβε διευθυντής της νεοιδρύθεισας «Σχολής Φασιστικού Μυστικισμού» που είχε σαν στόχο να εκπαιδεύσει τους μελλοντικούς ηγέτες του φασιστικού κινήματος. Επιπλέον, η σχολή προσπαθούσε να προσδώσει στο φασισμό και μεταφυσικό υπόβαθρο σαν να επρόκειτο για νέα θρησκεία με “μύστες”, εξ’ ου και ο τίτλος της σχολής. Ο Τζιάνι ήθελε οι απόφοιτοι της Σχολής Φασιστικού Μυστικισμού, εκτός από ηγέτες, να γίνουν και «διαφωτιστές» της ιταλικής νεολαίας ακολουθώντας πιστά ό,τι έλεγε ο Μουσολόνι.
“Φιλόσοφος” του φασισμού
Το 1932 ο Νίκολο Τζιάνι ήταν ο συντάκτης μια εκτενούς ομιλίας που εκφωνήθηκε στη Ρώμη για την επέτειο των δέκα ετών από την κατάληψης της εξουσίας από τον Μουσολίνι. Σε αυτό εξήγγειλε τις αρχές του νέου σχολείου για την κατήχηση της ιταλικής νεολαίας στο φασισμό που συνοψίζονταν στη φράση του: «Το καθήκον μας πρέπει να είναι μόνο να συντονίσουμε, να ερμηνεύσουμε και να επεξεργαστούμε τη σκέψη του Ντούτσε. Γι’ αυτό προέκυψε μια σχολή φασιστικού μυστικισμού και ιδού το καθήκον της: να επεξεργαστεί και να ξεκαθαρίσει τις νέες αξίες του φασισμού που βρίσκονται στο έργο του Ντούτσε».
Σύμφωνα με τη σκέψη του, ο φασισμός έπρεπε να επιστρέψει στις απαρχές του, δηλαδή στο επαναστατικό κίνημα του 1919, «μια πιο ριζοσπαστική επανάσταση σε συνδυασμό με την ανάκτηση μιας πιο φονταμενταλιστικής παράδοσης».
«Ο Δεκάλογος του Φασίστα»
Το 1934, ο Νίκολο Τζιάνι κατέλαβε την έδρα της ιστορίας και του δόγματος του φασισμού στο Πανεπιστήμιο της Παβίας. Όμως, παραιτήθηκε από τη θέση για να πάρει μέρος στην εισβολή στην Αιθιοπία το 1935, όπου πολέμησε σε τάγμα μελανοχιτώνων.
Επιστρέφοντας στην Ιταλία από την Αιθιοπία, στα τέλη του 1936, ανέλαβε ξανά τη θέση του διευθυντή της Σχολής του Φασιστικού Μυστικισμού. Ήταν υπεύθυνος για την έκδοση δύο περιοδικών, το «Quaderni» που πραγματευόταν διάφορα ιδεολογικά ζητήματα του φασισμού και το μηνιαίο περιοδικό «Φασιστικό Δόγμα», το οποίο έγινε το επίσημο όργανο της Σχολής του Φασιστικού Μυστικισμού.
Το 1939 ο Τζιάνι δημοσίευσε σε αυτό τον «Δεκάλογο του νέου Ιταλού» που έγινε ο απόλυτος οδηγός στην κατήχηση των νέων φασιστών.
Η εύνοια του Μουσολίνι
Τον ίδιο χρόνο, ο Μουσολίνι ανέδειξε με τον πιο επίσημο τρόπο τον Νίκολο Τζιάνι σε “διανοητή” του φασισμού. Του παραχώρησε το κτήριο της εφημερίδας «Ιλ Πόπολο ντι Ιτάλια» για να γίνει έδρα της Σχολής του Φασιστικού Μυστικισμού. Επρόκειτο για την εφημερίδα που εξέδιδε ο Μουσολίνι πριν πάρει την εξουσία, μέσω της οποίας παρουσίαζε τις θέσεις του στο ξεκίνημα του φασισμού.
Το κτήριο θεωρούνταν «ιερό σύμβολο» για τους φασίστες, που το αποκαλούσαν «Το κρησφύγετο». Όταν μετακόμισε σε αυτό η Σχολή του Τζιάνι, είχε ήδη μετατραπεί σε μουσείο της «Φασιστικής Επανάστασης» και ανακηρυχθεί «εθνικό μνημείο».
Θεωρητικός του ιταλικού αντί-σημιτισμού
Παράλληλα με τη δράση του ως διευθυντής της Σχολής του Φασιστικού Μυστικισμού, ο Τζιάνι αρθρογραφούσε σε διάφορες ιταλικές εφημερίδες, και κυρίως την “Κρόνακα Πρεαλπίνα” («Cronaca prealpina») στο Βαρέζε, της οποίας ανέλαβε διευθυντής. Σύντομα την κατέστησε βασικό έντυπο των φασιστών στη βόρεια Ιταλία. Μέσα σ’ ένα χρόνο υπό τη διεύθυνσή του η εφημερίδα τετραπλασίασε την κυκλοφορία της.
Ο Τζιάνι ήταν από τους μεγαλύτερους αντισημίτες και ακολουθούσε πιστά τους ναζί. Υποστήριξε την εισαγωγή αντισημιτικών νόμων στην Ιταλία και άρθρα του στην “Κρόνακα Πρεαλπίνα” που είχαν στόχο τους Ιταλό-Εβραίους αναδημοσιεύονταν σε όλη την Ιταλία πυροδοτώντας διώξεις εναντίον τους.
Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Τον Ιούνιο του 1940, όταν η Ιταλία μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας, ο Τζιάνι όπως και οι περισσότεροι «φασίστες-μύστες», κατατάχθηκε εθελοντικά για να πολεμήσει. Συμμετείχε στις επιχειρήσεις στις Άλπεις εναντίον των Γάλλων και παρασημοφορήθηκε με το αργυρό μετάλλιο στρατιωτικής ανδρείας. Το Νοέμβριο του 1940 πολέμησε τους Βρετανούς στη Βόρεια Αφρική, όπου και κέρδισε χάλκινο μετάλλιο στρατιωτικής ανδρείας.
Αν και τα παράσημα του δόθηκαν κυρίως για λόγους προπαγάνδας, οι ιταλικές πηγές καταγράφουν ότι ο Νίκολο Τζιάνι στην πρώτη γραμμή πολεμούσε με γενναιότητα και φανατισμό.
Όμως, στα τέλη του 1940, αντιλήφθηκε ότι το σημαντικότερο μέτωπο, όπου θα παιζόταν η τύχη της φασιστικής Ιταλίας δεν ήταν αυτό της Βόρειας Αφρικής, όπου η κατάσταση ήταν στάσιμη, αλλά της Αλβανίας. Για το λόγο αυτό αιτήθηκε πολλές φορές να σταλεί εκεί για να πολεμήσει τους Έλληνες. Όμως, η φασιστική ηγεσία απέφευγε να το κάνει, για αν μην σκοτωθεί. Όπως αποδεικυόταν κάθε μέρα, η Ελλάδα δεν ήταν ούτε Αιθιοπία ούτε Γαλλία.
Τελικά, τον Φεβρουάριο του 1941, το αίτημά του έγινε αποδεκτό και στάλθηκε στον ελληνοϊταλικό μέτωπο ως υπολοχαγός του 11ου Συντάγματος Αλπινιστών της Ταξιαρχίας Τζούλια.
Σκοτώνεται στην «Εαρινή Επίθεση»
Στις αρχές Μαρτίου 1941, ενώ οι Ιταλοί ολοκλήρωναν τις προετοιμασίες τους για την έναρξη της «Εαρινής Επίθεσης», η μονάδα του Νίκολο Τζιάνι ανέλαβε να καταλάβει την οροσειρά του Σιντέλι και να εκδιώξει τους Έλληνες, του 44ου Συντάγματος Κρητών, που είχαν φτιάξει εκεί την αμυντική τους γραμμή. Με την έναρξη της “Εαρινής Επίθεσης”, στις 9 Μαρτίου 1941, στο Σιντέλι ξεκίνησαν φονικές μάχες με πολλές απώλειες και για τους δύο αντιπάλους.
Στις 14 Μαρτίου 1941, ο Τζιάνι προσφέρθηκε εθελοντικά να τεθεί επικεφαλής μίας επικίνδυνης αποστολής που ήταν η κατάληψη του βορειότερου σημείου του Σιντέλι γνωστό ως “Πούντα” Σιντέλι. Οι αλπινιστές υπό τις διαταγές του κατάφεραν πράγματι να εκδιώξουν τους Έλληνες. Όμως, λίγη ώρα αργότερα αυτοί αναδιοργανώθηκαν και αντεπιτέθηκαν. Πήραν πίσω τις θέσεις τους και καταδίωξαν τους Ιταλούς αλπινιστές. Στη διάρκεια αυτής της σύγκρουσης, σκοτώθηκε ο Νίκολο Τζιάνι.
Οι Έλληνες τον έθαψαν πρόχειρα στην Πούντα Σιντέλι μαζί με τους δικούς τους πεσόντες και Ιταλούς.
Όταν οι Ιταλοί πληροφορήθηκαν ότι ο Νίκολο Τζιάνι είχε σκοτωθεί, προσπάθησαν να βρουν το πτώμα του. Λίγες μέρες αργότερα, ο ανθυπολοχαγός Άνγκελο Καράτι, ο οποίος ήταν αναπληρωτής διευθυντής της Σχολής Φασιστικού Μυστικισμού, τέθηκε επικεφαλής της έρευνας. Καθώς οι μάχες μεταξύ Ελλήνων και Ιταλών συνεχίζονταν αμείωτες, το μόνο που κατάφερε ήταν να εντοπίσει το σημείο όπου ο Τζιάνι είχε σκοτωθεί αλλά όχι το τόπου που θάφτηκε
Στον Νίκολο Τζιάνι απονεμήθηκε μετά θάνατο το χρυσό μετάλλιο στρατιωτικής ανδρείας, το ανώτατο μετάλλιο ανδρείας του ιταλικού στρατού. Ο ίδιος ο Μουσολίνι διέταξε να βρεθεί η σορός του Τζιάνι και να ταφεί με στρατιωτικές τιμές.
Ο Έλληνας αξιωματικός
Όταν η Ελλάδα είχε πλέον καταληφθεί από τις δυνάμεις του Άξονα, οι Ιταλοί ανέκριναν αξιωματικούς του 44ου Συντάγματος Κρητών στο Ναύπλιο όπου είχαν φυλακιστεί, προκειμένου να μάθουν ποιος απ’ αυτούς διηύθυνε την αντεπίθεση στη διάρκεια της οποίας είχε σκοτωθεί ο Τζιάνι. Ένας αξιωματικός τον είχε θάψει και έτσι γνώριζε που βρισκόταν ο τάφος του.
Σύμφωνα με ιταλικές πηγές, ο υπολοχαγός Ιωάννης Φουσκάκης, διοικητής του 2ου λόχου, του 1ου Τάγματος του 44ου Συντάγματος, τους είπε ότι ήταν ο επικεφαλής της ελληνικής αντεπίθεσης στην Πούντα Σιντέλι στις 14 Μαρτίου 1941. Στη διάρκειά της είχε σκοτωθεί ο «Ιταλός υπολοχαγός» που είχε καταλάβει πριν τη θέση εκείνη.
Στις 10 Ιουνίου 1942 οι Ιταλοί μετέφεραν τον Φουσκάκη στην Αλβανία όπου τους υπέδειξε το ακριβές σημείο όπου είχε θάψει τον Τζιάνι. Οι Ιταλοί ανέσκαψαν τα λείψανά του και τα έθαψαν σε στρατιωτικό νεκροταφείο τους στην Κλεισούρα. Το 1961 μετέφεραν τα οστά του στην Ιταλία μαζί μ’ εκείνα χιλιάδων άλλων Ιταλών στρατιωτών που είχαν σκοτωθεί στον ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Ακόμη και σήμερα ο Νίκολο Τζιάνι είναι γνωστός στους Ιταλούς φασίστες. Το 2006 τοποθέτησαν μία πινακίδα στο σημείο όπου είχε σκοτωθεί στην Πούντα Σιντέλι μαζί με μια ιταλική σημαία. Το 2021, στην επέτειο των 80 χρόνων από το θάνατό του, οι φασίστες του έκαναν αφιερώματα στον ηλεκτρονικό και έντυπο τύπο τους.
Τι λένε οι Έλληνες για τον Τζιάνι
Οι ελληνικές πηγές καταγράφουν λανθασμένα ότι η αντεπίθεση στην οποία σκοτώθηκε ο Τζιάνι έγινε την πρώτη μέρα της Εαρινής Επίθεσης, στις 9 Μαρτίου 1941. Αξίζει να επισημανθεί ότι παρ’ όλο που οι Έλληνες κατάλαβαν από τα χαρτιά που βρήκαν πάνω στο πτώμα του Τζιάνι ότι ήταν κάποιος σημαντικός φασίστας, δεν γνώριζαν την ταυτότητά του.
Είναι πιθανόν ότι πολέμησε στην Αλβανία με ψευδώνυμο και όχι με το πραγματικό του όνομα.
Επίσης, εκτός από τον λόχο του Φουσκάκη, στη μάχη όπου σκοτώθηκε ο Τζιάνι συμμετείχαν οι άνδρες του φυλακίου της Πούντας Σιντέλι υπό τον ανθυπολοχαγό Βασιλονικολιδάκη, διλοχία του εφεδρικού ΙΙ Τάγματος του 44ου Συντάγματος, καθώς και ο 6ος λόχος του Ι Τάγματος υπό τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Δουλγεράκη Ιωάννη.
του Κωνσταντίνου Λαγού – Μηχανή του Χρόνου