8.1 C
Livinë
12 Δεκεμβρίου, 2024
Image default
Ιστορία Βορείου Ηπείρου

Πίσω από τα φώτα ήταν η ελευθερία – himara.gr | Ειδήσεις απ’ την Βόρειο Ήπειρο

Πίσω από τα φώτα ήταν η ελευθερία - himara.gr | Ειδήσεις απ' την Βόρειο Ήπειρο

Κοκαβέση Ελεονώρα – Ελένη του Διονυσίου και της Αντωνίας. Γεννήθηκα στη Χιμάρα της Βορείου Ηπείρου. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πάρα πολύ δύσκολα, γιατί υπήρχε απαγόρευση. Δε μπορείς να φανταστείς τι καταπίεση! Τώρα που ακούω εδώ πέρα, που λένε χούντα κι έτσι κι αλλιώς, δικτατορία… Πώς μπορούν και χρησιμοποιούν αυτές τις λέξεις, που είναι τόσο βαριές; Αν ήξερες τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις και πόσο και πόσο, πόσο υπέφερε ο κόσμος!

Εκείνο που με έχει σημαδέψει ως παιδί, ήταν τα φώτα της Κέρκυρας, που τα ‘βλεπα κάθε βράδυ κι εκεί πίσω από τα φώτα ήταν η ελευθερία. Πίσω από τα φώτα ήταν η Ελλάδα. Τα βράδια με τρόμαζαν πάρα πολύ οι προβολείς που έπεφταν στη θάλασσα, γιατί έπρεπε να ελέγξουνε μη φύγει κανένας, μη δραπετεύσει κανένας. Aυτό με σημάδεψε ως παιδί.

Το καθεστώς μας είχε πάρει τα κτήματα, μας είχε πάρει την περιουσία. Είχε κάνει τις λεγόμενες «κοπερατίβες». Όλα ήταν κοινοκτημοσύνη, δεν ανήκε τίποτα σε κανέναν.

Kαι μας δίνανε να φάμε με το δελτίο. Τι να σου πρωτοπώ παιδί μου; «Κρεμμύδι κρεμμυδάκι μου, κάθε χαψιά και κλάμα» ήτανε.

Δεν έπρεπε να μιλάμε τη γλώσσα μας, την ελληνική. Δυσκολευόμουν πάρα πολύ που έπρεπε να μαθαίνω τα αλβανικά, γιατί εμείς μιλούσαμε τη διάλεκτο κι όταν πήγα στο σχολείο το αλβανικό, δυσκολευομουν πάρα πολύ. Παρόλο που απαγορευούτανε να μιλάμε τη γλώσσα, δεν μπορούσε αυτό να σταματήσει. Οπότε στα διαλείμματα μιλούσαμε τα ελληνικά και μας εκυνηγούσανε οι δάσκαλοι να μη μιλάμε.

Θυμάμαι επερνούσανε τα λεωφορεία με τσ’ Έλληνες και δεν τσι σταματούσαν στη Χιμάρα, επειδή μιλούσαμε ελληνικά, να μην έχουμε επαφή. Κι εμείς προσπαθούσαμε, όταν ήμασταν στην αυλή του σχολείου και βλέπαμε κάνα λεωφορείο που περνούσε, νομίζαμε ότι περούσε ο Θεός και πηγαίναμε να χαιρετούσαμε και «παπ», μας κόβανε τα χέρια με τη βέργα, να μη χαιρετάμε. Για εμάς η Ελλάδα… Για εμάς η Ελλάδα ήτανε η πατρίδα μας. Και είναι. Η χώρα της ελευθερίας. 

Θα σου πω, πότε ήρθαμε; Το 1990 άρχισε να αλλάζει η κατάσταση μέσα. Είχαν ξεσηκωθεί οι φοιτητές, είχαν αρχινίσει μπαίνανε στις πρεσβείες, ζητούσαν ελευθερία. Το ’90 που λες, προς το τέλος Δεκέμβρη, έκαμε μία κακοκαιρία στη Χιμάρα. Ο κόσμος είχε αρχινίσει να φεύγει -προς την Ελλάδα, έτσι- με ποδάρια, μ’ ότι ο καθένας μπορούσε και με όποιο μέσο έβρισκε, μόνο να φύγει για την Ελλάδα. Μόνο να φεύγει για την ελευθερία. Και κάνει μία τέτοια κακοκαιρία που το δέντρο, που είχαμε στο Καμπί της Χιμάρας, εξεριζώθη κι έπεσε προς τη μεριά που έφευγε ο κόσμος, προς τη μεριά της Ελλάδας. Έλεγαν οι ντόπιοι εκεί ότι βγήκε η προφητεία του Αγίου Κοσμά, που είχε πει ότι: «Όταν τούτο το δέντρο ξεριζωθεί, θα φεύγει όλος ο κόσμος». Προς τα εκεί είχε δείξει.

Ξεκινήσαμε… Αφού χαιρετήσαμε τον παππού, τη γιάγιω. Δεν υπάρχει πιο δύσκολο πράμα από τον ζωντανό ξεχωρισμό. Ο ζωντανός ξεχωρισμός είναι ότι χειρότερο. Εκείνο που θυμάμαι έτσι πολύ έντονα είναι όταν περάσαμε στην Κακαβιά, εβλέπαμε Έλληνα και θέλαμε να τον αγκαλιάσουμε, θέλαμε να τον φιλήσουμε, να… Και μας βλέπανε αυτοί και λέγανε: «Τι ειν’ τούτοι εδώ τώρα; Έχουν τρελαθεί, ας πούμε;» Γιατί ήταν τόση μεγάλη η επιθυμία να ιδούμε τ’ αδέρφια μας και να τα αγκαλιάσουμε. Γιατί έτσι το βλέπαμε εμείς. Μετά, διαπιστώσαμε ότι δεν ήταν έτσι τα πράγματα.

Ήρθαμε στην Ελλάδα, εδιάφκαμε στην Πάτρα. Eδιάφκαμε σ’ έναν ξάδερφο. Αυτός είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο και μας είπε: «Ελάτε εδώ και μετά θα δούμε τι θα κάνετε, πώς θα ταχτοποιηθείτε». Μετά πάει ο πατέρας μου στη λαϊκή, βρίσκει έναν κύριο. Λέει αυτός: «Θα σας βάλω σ’ ένα σπίτι και θα δίνω στους γονείς από 40.000, δεν θα πληρώνετε νοίκι και θα σκάβετε εκεί τα χωράφια». Και μας βάνει σ’ ένα γιαπί. Ήμασταν νοικοκυραίοι στο σπίτι μας και βρεθήκαμε σ’ ένα γιαπί. Να λυσσομανάει ο άνεμος, χωρίς παράθυρα. Τότε έφτιαχνε την οικοδομή, δεν περιμέναμε αυτήν την αντιμετώπιση.

Ευτυχώς που είχε πάρει η μάνα μου δύο κελίμια, τα στρώνουμε κάτω και μ’ αυτά καλυβούμεσα. Να μην έχουμε πού να πλυθούμε, παιδί μου. Να μην έχουμε τίποτα! Tης λέγω: «Μάνα, δεν είναι να μείνουμε εδώ, δεν μπορώ», της λέω. «Το ξέρω, παιδί μου -μου λέει- θα βρούμε κάτι». Την Τρίτη μέρα εξημέρωσε Κυριακή. Το παίρνουμε με τα ποδάρια με τη μάνα μου και φτάνουμε σε μία εκκλησία εκεί στην Πάτρα.

Μπαίνω μες στην εκκλησία… Πρώτη φορά θα ‘μπαινα σ’ εκκλησία στην Ελλάδα. Γιατί εμάς τσ’ εκκλησίες μας τσ’ είχαν κάνει στάβλους, μας τσ’ είχαν κάνει γυμναστήρια. Απαγορευούταν, παιδί μου, να πάμε στην εκκλησία εμείς, να ανάβουμε τα καντήλια, να κάνουμε το σταυρό μας, γιατί το 1967 είχε κηρυχθεί το κράτος αθεϊστικό και απαγορευόντουσαν τα πάντα. Και κρυφά η γιαγιά μου η Άννα με ξυπνούσε τη νύχτα, για να ανάβω τα καντήλια. Τα ‘χαμε κρυμμένα, είχαμε μια εικόνα στην αποθήκη κι ανάβαμε τα καντήλια τη νύχτα κρυφά.

Που λες, μπαίνω μέσα και με βγάνουν όξω. Δεν ήξερα γιατί με ‘βγαλαν όξω και ρώτησα εκεί πέρα. Του λέω: «Γιατί με βγάνετε όξω;» Λέει: «Γιατί φοράς παντελόνια», γιατί φορούσα παντελόνια. Δεν ήξερα ότι πρέπει να μπω στην εκκλησία χωρίς παντελόνι. Μετά καθούμεσα με τη μάνα μου έξω από την εκκλησία και περούσε ο κόσμος και μας έδινε ένα κατοστάρικο, δραχμές. Κι εκείνη την ώρα βοήθησε ο Θεός και περάει ένας μακρινός ξάδερφος απ’ το πουθενά κι η μάνα μου τον αναγνώρισε. Λέει: «Τι κάνετε εδώ;» Λέει: «Βασίλη, έχουμε πάθει αυτό και αυτό». Λέει: «Μη σας νοιάζει, θα ‘ρθειτε σ’ εμένα. Θα πάτε να πάρετε τα πράματά σας και θα ‘ρθειτε σ’ εμένα να μείνετε. Kαι θα χωρέσουμε».

Και μετά βρήκε δουλειά ο πατέρας μου στην οικοδομή και ύστερα νοικιάσαμε σπίτι. Όταν πήγα σχολείο, μου λέγαν τα παιδιά: «Πώς τα μιλάς έτσι τα ελληνικά;». Εμείς έχουμε όλα τα ασυναίρετα, τα μαλία, τα χαρτία, τα παιδία και με κορόιδευαν τα παιδιά. Και πήγαινα σπίτι με κλάματα και μου λέει η μάνα μου «Παιδί μου, μην κλαις! Θα πας και θα τους πεις: «Εμείς ξέρουμε τα παλαία ελληνικά, εσείς ξέρετε τα καινούρια». Μετά πήρα λίγο πάνω μου και δεν στεναχωριόμουνα, ας πούμε. Δε μ’ έπιανε η στεναχώρια.

Έλεγα στον εαυτό μου ότι δε θα αφήσω αυτές τις συμπεριφορές να μου καταστρέψουν αυτό που νιώθω για την Ελλάδα. Λέω πάντα -και τώρα το λέω- ότι: «Νιώθω για σε πατρίδα στα σπλάχνα χαλασμό». Αυτό μου το ‘μαθε ο παππούς μου, Βασιλική. Ο παππούς μου με ξυπνούσε το πρωί να ακούσω, όταν άνοιγε το ραδιόφωνο της ΕΡΑ, που το πιάναμε από την Κέρκυρα, έβανε τον εθνικό ύμνο και μου ‘λεγε: «Τώρα θα ακούσουμε τον εθνικό μας ύμνο». Κι ακούγαμε τον εθνικό ύμνο. Αν έχω κάποιον ήχο μέσα μου είναι ο ήχος που έχει η ΕΡΑ, αυτό τον ήχο.

Στη Πάτρα δεν μείναμε πάρα πολύ. Ύστερα, επήγαμε στην Αθήνα και ήθελα να γραφτώ πάλι στο σχολείο, να πάρω μεταγραφή. Τότε όμως κάτι βγάλανε ένα… δε θέλανε να με γράψουνε, γιατί είχαν πάρει μια απόφαση να μη γράφουν τα παιδιά, μπας και γυρίσει ο κόσμος μέσα στη Βόρειο Ήπειρο. Και πήγα μόνη μου, κατέβηκα κάτω, πήγα μόνη μου στο Υπουργείο, ζήτησα να δω τον Υπουργό και μου λένε: «Καλά ένα μικρό παιδί θέλει να δει τον υπουργό;» Νομίζω ότι ήτανε ο Σουφλιάς τότε, πρέπει να ήτανε Υπουργός Παιδείας. Τέλος πάντων, δεν ήταν εκεί εκείνη την ώρα. Εγώ έκατσα, περίμενα.

Κάποια στιγμή έρχεται και του λέω: «Σας παρακαλώ πάρα πολύ, εγώ θέλω να γραφτώ εδώ πέρα, στο σχολείο, να κάνω μεταγραφή. Είμαι εκεί πέρα και θέλω να μάθω ελληνικά γράμματα. Δεν μπορώ να γυρίσω πίσω, οι γονείς μου δουλεύουνε». Και μετά μου επέτρεψαν και πήρα τη μετεγγραφή. Μετά με τη μητέρα μου καθάριζα σπίτια. Γενικά δούλευα και σπούδαζα ταυτόχρονα. Αυτή ήταν η ζωή μου στην Αθήνα.

Μετά, ένα καλοκαίρι, καλοκαίρι του ’94, μας έστειλε η μαμά στο χωριό με τον αδελφό μου. Εκεί αποφασίσαμε να γράψουμε συνθήματα. Ο αδελφός μου κρατούσε τσίλιες, εγώ άρχισα να γράφω τα συνθήματα, γιατί η κατάσταση ήταν πάρα πολύ δύσκολη τότε. Ήταν η πρώτη περίοδος του Μπερίσα που ήταν πολύ δύσκολη, ειδικά για τον ελληνισμό. Είχα γράψει: «Θέλουμε ελληνικά σχολεία». Είχα γράψει: «Κάθαρμα Μπερίσα». Τέλος πάντων, εκεί που εκρατούσε τσίλιες ο αδερφός μου, πήγε ένας της μυστικής υπηρεσίας. Του λέει: «Τι κάνεις εδώ; Πρέπει να μας ακολουθήσεις».

Ήρθαν πέντε άτομα. Πέντε άτομα να συλλάβουν δύο μικρά παιδιά! Αν είναι δυνατόν! Πέντε άτομα! Εγώ δε μιλούσα αλβανικά και αυτοί νευρίαζαν. «Πώς είναι δυνατόν να μη μιλάς; Είσαστε Αλβανοί». Λέω: «Η γλώσσα της μάνας μου είναι η ελληνική, αυτήν ξέρω, δεν ξέρω τα αλβανικά».

Και μετά μας βάλανε σ’ ένα μικρό βανάκι. Κι ήτανε μέσα οκτώ άντρες, για να πάνε δύο παιδιά, να πάνε δύο παιδιά! Και κάποια στιγμή μέσα στο βανάκι μας είχαν βάλει χώρια και έρχεται ο αδερφός μου κοντά και έρχεται ο άλλος -ένας άγριος- και λέει: «Χωριστείτε, σκυλιά» και μας χώρισε.

Μετά φτάσαμε μέχρι τον Λογαρά. Εκεί είναι που έφτασε ο ελληνικός στρατός το ’40 και μου ‘λεγαν: «Μέχρι εδώ το θες το σύνορο;», μου λέγανε. Εγώ δεν έλεγα τίποτα.

Το πρωί μας πήγανε για ανάκριση, με ρωτούσανε κάτι απίθανα πράγματα. Αν μ’ έχει βάλει το σχολείο, αν μ’ έχει βάλει η Ελλάδα, αν, αν… Κάτι βλακείες, που δεν ίσχυε τίποτα απ’ όλα αυτά. Ποιος είχε λόγο να με βάλει να γράψω; Μόνη μου το ‘κανα. Μετά μας άφησαν ελεύθερους, τώρα μαθεύτηκε στην Ελλάδα, επειδή ήμασταν ανήλικα, έγινε θέμα, έτσι; Αφού θυμάμαι που χτύπησε ένα τηλέφωνο εκεί και θυμάμαι ότι είπανε: «Εντάξει, δεν θα τα πειράξουμε». Αυτό άκουσα, ας πούμε. Μ’ άφησαν με τον όρο να φύγω για Ελλάδα και να σβήσουμε τα συνθήματα. Ύστερα, ήρθα στην Ελλάδα.

Από τότε το κυνήγι δε σταμάτησε. Δυστυχώς υπάρχουν αυτά και θα συνεχίζουν να υπάρχουν. Τα δικαιώματά μας ακόμα δεν έχουν αποκατασταθεί. Έχω να πω ότι στην περιοχή εκεί, διαβιεί ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνισμού, το οποίο είναι εγκαταλελειμμένο, το οποίο χρειάζεται βοήθεια. Χρειάζεται στήριξη, χρειάζεται πίεση από την ελληνική πλευρά προς την αλβανική, ώστε να εφαρμόζει τα δικαιώματα των Ελλήνων. Να μπορούν οι άνθρωποι να εκφράζονται ελευθερα.

Δεν έλειπε ποτέ το τραγούδι, Βασιλική. Ακόμα κι όταν ήρθαμε στην Ελλάδα, ποτέ δεν έλειπε το τραγούδι.

Στην γειτονιά μου και αν διαβείς, νοήματα δεν θέλω,νοήματα δεν θέλω.
Ταραξ’ το φουστανάκι σου κι εγώ καταλαβαίνω, κι εγώ καταλαβαίνω.
Και αν ίσως τι δεν σ’ αγαπώ, τα νιάτα μου να χάσω, τα νιάτα μου να χάσω.
Και το κουστούμι που φορώ, στη γης να το χαλάσω, στη γης να το χαλάσω.

πηγη

Σχετικές αναρτήσεις