Τα έσοδα του Δήμου Τιράνων παρουσίασαν σημαντική μείωση κατά τους πρώτους πέντε μήνες του 2025, γεγονός που αποτυπώνει τη μεγάλη εξάρτηση της πρωτεύουσας από την έκδοση οικοδομικών αδειών. Σύμφωνα με την έκθεση εκτέλεσης του προϋπολογισμού για την περίοδο Ιανουαρίου–Μαΐου 2025, τα συνολικά έσοδα από φόρους και τέλη ανήλθαν σε περίπου 75 εκατομμύρια ευρώ, έναντι 125 εκατομμυρίων ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους, σημειώνοντας πτώση της τάξης του 41,5%.
Κύρια αιτία αυτής της μείωσης ήταν ο φόρος επί της επίπτωσης στην υποδομή, ο οποίος επιβάλλεται κατά την έκδοση οικοδομικών αδειών και αντιστοιχεί στο 8% της αξίας των οικιστικών κατασκευών. Από τον συγκεκριμένο φόρο εισπράχθηκαν μόλις 13 εκατομμύρια ευρώ, έναντι 63 εκατομμυρίων ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2024 – μείωση σχεδόν 80%. Το μερίδιο του φόρου αυτού στο σύνολο των εσόδων έφτασε μόλις το 18% για το πεντάμηνο του 2025, έναντι 50% πέρυσι.
Η πτώση αυτή αντανακλά τη μείωση στην έκταση των εγκριθέντων κατασκευών. Σύμφωνα με την INSTAT, κατά την περίοδο Ιανουαρίου–Μαρτίου 2025 εκδόθηκαν 72 οικοδομικές άδειες στην πρωτεύουσα, συνολικής επιφάνειας περίπου 201.000 τετραγωνικών μέτρων. Σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024, η επιφάνεια μειώθηκε κατά 13,3%. Τα μεγέθη αυτά, μαζί με εκείνα του πρώτου τριμήνου του 2023, είναι τα χαμηλότερα από το 2018.
Τα τελευταία χρόνια, ο Δήμος Τιράνων έχει ενισχύσει τη χρηματοδοτική του εξάρτηση από τα έσοδα που προέρχονται από την έκδοση οικοδομικών αδειών. Το 2024, η συνολική επιφάνεια των εγκεκριμένων έργων έφτασε σε ιστορικό υψηλό, ξεπερνώντας τα 1,9 εκατομμύρια τετραγωνικά μέτρα. Ο δήμος εισέπραξε τότε περίπου 145 εκατομμύρια ευρώ από τον φόρο υποδομής, ποσό που ανταποκρίνεται σε συνολική αξία κατασκευών περίπου 1,8 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ο φόρος αυτός κάλυψε το 54% των συνολικών φορολογικών και μη φορολογικών εσόδων του δήμου για το 2024.
Αυτή η υπέρμετρη εξάρτηση προκαλεί ανησυχία στους ειδικούς των τοπικών οικονομικών, καθώς πρόκειται για φόρο στενά συνδεδεμένο με τον ρυθμό της οικοδομικής δραστηριότητας. Οποιαδήποτε επιβράδυνση στον κατασκευαστικό τομέα επιφέρει άμεσα μεγάλη μείωση στα έσοδα. Εκθέσεις του Co-PLAN και του Υπουργείου Οικονομικών επισημαίνουν ότι αυτή η εξάρτηση υπονομεύει τη μακροπρόθεσμη οικονομική σταθερότητα και διευρύνει τις ανισότητες μεταξύ των δήμων, αφού η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των εσόδων συγκεντρώνεται στα Τίρανα, ενώ άλλοι δήμοι έχουν περιορισμένους πόρους ανάπτυξης. Οι αναφορές συνιστούν τη διαφοροποίηση των πηγών εσόδων και την ενίσχυση της οικονομικής αυτονομίας των ΟΤΑ, για τη διαμόρφωση ενός πιο ισορροπημένου και βιώσιμου χρηματοδοτικού συστήματος.
Κατά το ίδιο πεντάμηνο, η σημαντικότερη πηγή εσόδων ήταν ο φόρος ακίνητης περιουσίας, με περίπου 17,2 εκατομμύρια ευρώ, σημειώνοντας ετήσια αύξηση 11%. Ακολούθησε το τέλος καθαριότητας με 14,5 εκατομμύρια ευρώ και άνοδο 10%. Ο φόρος υποδομής κατατάχθηκε για πρώτη φορά την τελευταία περίοδο στην τρίτη θέση.
Όσον αφορά τις δαπάνες, ο Δήμος Τιράνων ξόδεψε περίπου 100 εκατομμύρια ευρώ κατά το πεντάμηνο, σημειώνοντας αύξηση 7,5% σε ετήσια βάση. Τα ποσά αυτά καλύφθηκαν από ίδιους πόρους, καθώς και από άμεσες και έμμεσες μεταβιβάσεις του κρατικού προϋπολογισμού, κονδύλια για την ανασυγκρότηση και δωρεές. Το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών κατευθύνθηκε σε λειτουργικά έξοδα, ύψους περίπου 46 εκατομμυρίων ευρώ, αυξημένα κατά 13% ετησίως. Οι δαπάνες προσωπικού ανήλθαν σε περίπου 39 εκατομμύρια ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 17%.
Αντίθετα, οι επενδυτικές δαπάνες παρουσίασαν μείωση, φθάνοντας τα 14,8 εκατομμύρια ευρώ – δηλαδή 20% λιγότερο σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2024. Σύμφωνα με την έκθεση του δήμου, οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση των προγραμματισμένων επενδυτικών κονδυλίων συνδέονται κυρίως με τις χρονοβόρες διαδικασίες προμηθειών, την ανάγκη ολοκλήρωσης των διαδικασιών και την υπογραφή συμβάσεων.
Κατά το πρώτο πεντάμηνο κάθε έτους, παραδοσιακά παρατηρείται μειωμένη εκτέλεση προμηθειών, καθώς στους δύο πρώτους μήνες ολοκληρώνεται ο απολογισμός εσόδων–εξόδων του προηγούμενου έτους, μεταφέρονται οι εκκρεμείς συμβάσεις στο σύστημα Δημοσίου Ταμείου και καταρτίζονται οι νέοι κατάλογοι προμηθειών, σύμφωνα με τον εγκεκριμένο προϋπολογισμό του 2025.