Η Βίβλος περιγράφει ένα από τα πιο εμβληματικά επεισόδια της Παλαιάς Διαθήκης: τη μαζική έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο υπό την ηγεσία του Μωυσή. Αν και για αιώνες η ιστορικότητα της αφήγησης αυτής αποτέλεσε αντικείμενο έντονης διαμάχης, νεότερα αρχαιολογικά στοιχεία, που σχετίζονται με ένα αρχαίο αλφάβητο γνωστό ως Πρωτοσιναϊτική γραφή, ενδέχεται να ενισχύουν την εκδοχή ότι η Έξοδος όντως συνέβη.
Σύμφωνα με τη βιβλική παράδοση, οι Ισραηλίτες εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο την εποχή που ο Ιωσήφ κατείχε υψηλή θέση στην αυλή του Φαραώ. Με την πάροδο του χρόνου, οι σχέσεις των Αιγυπτίων με τους Ισραηλίτες επιδεινώθηκαν, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να καταλήξουν υπόδουλοι. Παρ’ όλα αυτά, ο πληθυσμός τους αυξανόταν και, τελικά, ο Μωυσής ανέλαβε να τους απελευθερώσει. Η μαζική τους φυγή από την Αίγυπτο, γνωστή ως Έξοδος, συνοδεύτηκε από θαυμαστά γεγονότα και σαράντα χρόνια περιπλάνησης στην έρημο του Σινά, πριν καταλήξουν στη γη της Χαναάν. Μετά τον θάνατο του Μωυσή, την ηγεσία ανέλαβε ο Ιησούς του Ναυή.
Για πολύ καιρό, οι ιστορικοί πίστευαν ότι δεν υπήρχε καμία ένδειξη για την παρουσία μεγάλου αριθμού Ισραηλιτών στην Αίγυπτο κατά την Εποχή του Χαλκού – την περίοδο στην οποία τοποθετείται η Έξοδος. Ωστόσο, αρχαιολογικές ανακαλύψεις που χρονολογούνται στην Ύστερη Μέση Εποχή του Χαλκού (περίπου 1800–1550 π.Χ.) δείχνουν ότι σημιτικοί πληθυσμοί ζούσαν εκτεταμένα στην Αίγυπτο, ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα της. Μάλιστα, ένα έγγραφο από τον νότο της χώρας αποδεικνύει την ύπαρξη μεγάλου αριθμού σημιτών σκλάβων. Αν λάβουμε υπόψη το μέγεθος των πληθυσμών, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι ο αριθμός των σκλάβων στον βορρά ήταν ακόμη μεγαλύτερος.
Μετά το τέλος αυτής της περιόδου, παρατηρείται ραγδαία μείωση της σημιτικής παρουσίας στην Αίγυπτο – κάτι που ορισμένοι ερευνητές συνδέουν με την Έξοδο, ενώ άλλοι θεωρούν απλή ιστορική σύμπτωση. Ωστόσο, μια επιπλέον ένδειξη με ιδιαίτερη σημασία είναι η ανακάλυψη επιγραφών γραμμένων στην Πρωτοσιναϊτική γραφή. Πρόκειται για ένα πολύ πρώιμο αλφαβητικό σύστημα που χρησιμοποιήθηκε στην Αίγυπτο, το Σινά και τη Χαναάν. Οι αρχαιότερες επιγραφές χρονολογούνται γύρω στο 1800 π.Χ., δηλαδή στην ίδια εποχή με τη σημιτική εγκατάσταση στην Αίγυπτο.
Η γλώσσα αυτών των επιγραφών θεωρείται σχεδόν ομόφωνα σημιτική, και πιθανόν να αποτελεί πρώιμη μορφή των εβραϊκών ή των χαναανιτικών. Αν και δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία για την ακριβή μετάφρασή τους, το περιεχόμενο φαίνεται να έχει βαθιές θεολογικές και πολιτισμικές ρίζες. Εντυπωσιακό είναι ότι οι περισσότερες επιγραφές εντοπίζονται στη χερσόνησο του Σινά – περιοχή που, κατά τη βιβλική αφήγηση, αποτέλεσε το επίκεντρο της περιπλάνησης των Ισραηλιτών. Αργότερα, η γραφή αυτή πέρασε στη Χαναάν, όπου εξελίχθηκε στα γνωστά εβραϊκά και φοινικικά αλφάβητα.
Εφόσον οι Ισραηλίτες όντως ζούσαν στην Αίγυπτο κατά την εν λόγω περίοδο και μετανάστευσαν προς τη Χαναάν όπως περιγράφεται στη Βίβλο, είναι πολύ πιθανό αυτή να ήταν η γραφή που χρησιμοποιούσαν. Το γεγονός ότι οι επιγραφές ακολουθούν γεωγραφικά και χρονικά την ίδια πορεία με τη βιβλική αφήγηση ενισχύει αυτή την υπόθεση, σύμφωνα με κάποιους ερευνητές.
Αν και η Πρωτοσιναϊτική γραφή από μόνη της δεν αποτελεί οριστική απόδειξη της Εξόδου, δείχνει σαφώς μια πολιτισμική και γλωσσική ροή που ακολουθεί το ίδιο μονοπάτι. Η απότομη εξαφάνιση των σημιτών από την Αίγυπτο στο τέλος της Μέσης Εποχής του Χαλκού ταιριάζει με το σενάριο μιας μαζικής φυγής.
Επιπλέον, πρόσφατες αναλύσεις αυτών των επιγραφών έχουν αποκαλύψει ενδιαφέροντα ευρήματα. Αν και η αποκρυπτογράφησή τους συνεχίζεται και υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ των ειδικών, ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν ότι περιλαμβάνουν αναφορές σε δουλεία και επικλήσεις προς τον Θεό – θέματα που παραπέμπουν ευθέως στην ιστορία της Εξόδου. Μία επιγραφή, γνωστή ως “Sinai 357” ή “Επιγραφή του Ορυχείου L”, έχει τραβήξει ιδιαίτερη προσοχή. Ο γλωσσολόγος Michael Bar-Ron υποστηρίζει πως σε αυτή εντοπίζεται η φράση «Έτσι λέει ο Μωυσής» – μια πιθανή άμεση αναφορά στον βιβλικό ηγέτη.
Απομένει να φανεί αν η επιστημονική κοινότητα θα υιοθετήσει αυτή την ερμηνεία. Αν επιβεβαιωθεί, ίσως βρισκόμαστε μπροστά στην πρώτη επιγραφική απόδειξη της ιστορικής ύπαρξης του Μωυσή και, ενδεχομένως, της ίδιας της Εξόδου.