Παρά την εκτεταμένη επέκταση της Ρώμης και την κατοχή εδαφών όπου κυριαρχούσε η ελληνική γλώσσα, οι Έλληνες διατήρησαν με συνέπεια τη γλωσσική και πολιτισμική τους ταυτότητα, χωρίς να υιοθετήσουν τη λατινική.
Η ανθεκτικότητα της ελληνικής γλώσσας απέναντι στη ρωμαϊκή πολιτική κυριαρχία αποτελεί ένα από τα πιο αξιοσημείωτα φαινόμενα στην ιστορία των γλωσσών της αρχαιότητας. Το γεγονός αυτό δεν ήταν τυχαίο, αλλά προϊόν μιας σύνθετης αλληλεπίδρασης ιστορικών, πολιτισμικών, πολιτικών και γλωσσικών παραγόντων, οι οποίοι εδραίωσαν την ελληνική ως κυρίαρχη γλώσσα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η υπεροχή της ελληνικής προηγείται της ρωμαϊκής ανόδου. Ήδη από τον 4ο αιώνα π.Χ., έπειτα από τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η ελληνική είχε καταστεί κοινή γλώσσα επικοινωνίας σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Η Κοινή Ελληνική, μια τυποποιημένη μορφή της γλώσσας, χρησιμοποιούνταν ευρέως για τη συνεννόηση μεταξύ λαών και εθνοτήτων στα ελληνιστικά βασίλεια. Δεν ήταν μόνο γλώσσα της καθημερινής ζωής, αλλά και το μέσο της διοίκησης, της εκπαίδευσης, της επιστήμης και της φιλοσοφίας.
Αντίθετα, εκείνη την περίοδο η λατινική παρέμενε κυρίως περιορισμένη στην ιταλική χερσόνησο. Παρά την εδαφική εξάπλωση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και κατόπιν της Αυτοκρατορίας, η λατινική χρησιμοποιούνταν κυρίως στη διοίκηση, το δίκαιο και τον στρατό, και κυρίως στη Δύση και σε τμήματα της Ιταλίας.
Το κύρος της ελληνικής ως παγκόσμιας γλώσσας αναγνωριζόταν ανοιχτά και από Ρωμαίους διανοούμενους. Ο Κικέρων (106–43 π.Χ.), από τους σπουδαιότερους ρήτορες και πολιτικούς της Ρώμης, αναγνώριζε τη πολιτιστική υπεροχή της ελληνικής. Στα έργα του και στις επιστολές του, μιλούσε με θαυμασμό για τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία των Ελλήνων, που θεωρούσε θεμελιώδεις για την παιδεία και τη διανόηση των Ρωμαίων.
Η παρατήρηση του Κικέρωνα φανερώνει μια βασική αλήθεια: η ελληνική δεν ήταν απλώς άλλη μία γλώσσα στη ρωμαϊκή επικράτεια· ήταν η γλώσσα του πολιτισμού, της ανώτερης γνώσης και της διεθνούς επικοινωνίας. Αυτή η διάκριση διαμόρφωσε τη στάση των ρωμαϊκών ελίτ απέναντι στη γλώσσα. Οι μορφωμένοι Ρωμαίοι μάθαιναν ελληνικά για να προσεγγίσουν την πνευματική κληρονομιά του ελληνισμού. Η λατινική, αν και απαραίτητη στη διοίκηση και το δίκαιο, δεν είχε τότε το εύρος και τη διεθνή απήχηση της ελληνικής.
Το υψηλό κύρος της ελληνικής συνέβαλε ώστε να διατηρήσει τον ρόλο της στους τομείς της φιλοσοφίας, της ρητορικής, της ιατρικής και της επιστήμης — τομείς στους οποίους η λατινική δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί κατά τους πρώτους αυτοκρατορικούς χρόνους. Η επιβίωση της ελληνικής ήταν λοιπόν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διατήρηση της κλασικής γνώσης.
Η γλώσσα λειτουργεί ως καθοριστικό στοιχείο ταυτότητας. Για τους Έλληνες, η γλώσσα τους ήταν αναπόσπαστο μέρος της πολιτισμικής και ιστορικής αυτοσυνειδησίας τους. Από τα έπη του Ομήρου ως τα φιλοσοφικά έργα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, η ελληνική γραμματεία προσέφερε κοινή μνήμη και πνευματική βάση στον ελληνισμό.
Οι Έλληνες θεωρούσαν τον πολιτισμό τους ανώτερο στις τέχνες, τα γράμματα και τη φιλοσοφία. Ο Αριστοτέλης έλεγε πως «το ελληνικό έθνος, επειδή είναι αρχαιότερο από τα βαρβαρικά, είναι πιο νοήμον και απαλλαγμένο από αφελή απλότητα». Ο γιατρός Γαληνός υποστήριζε ότι «η ελληνική είναι η πιο ευχάριστη και η πιο κατάλληλη γλώσσα για τους ανθρώπους. Αν παρατηρήσεις τις λέξεις των άλλων λαών, θα δεις πως άλλες μοιάζουν με το γρύλισμα των χοίρων, άλλες με τον ήχο των βατράχων, και άλλες με το κάλεσμα του δρυοκολάπτη».
Η υιοθέτηση της λατινικής θα θεωρούνταν πολιτιστική υποχώρηση και εγκατάλειψη των αξιών και της κληρονομιάς που χαρακτήριζαν την ελληνική κοινωνία. Αυτή η αντίληψη στηριζόταν στην υπερηφάνεια για την αρχαιότητα και τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας.
Επιπλέον, η ελληνική γλώσσα και κουλτούρα είχαν ήδη ασκήσει μεγάλη επιρροή στη ρωμαϊκή κοινωνία. Οι Ρωμαίοι θαύμαζαν τον ελληνικό πολιτισμό και συχνά τον υιοθετούσαν ως πρότυπο, ενώ παράλληλα διατηρούσαν τη δική τους ξεχωριστή ταυτότητα. Αυτή η σύνθετη σχέση δημιούργησε ένα γλωσσικό όριο: η ελληνική παρέμεινε η γλώσσα του πολιτισμού, ενώ η λατινική ήταν εκείνη του δικαίου και της διοίκησης.
Η διατήρηση της ελληνικής στηρίχθηκε επίσης στο εκπαιδευτικό σύστημα και στους θεσμούς. Τα ελληνιστικά προγράμματα σπουδών κυριαρχούσαν στην Ανατολική Μεσόγειο. Από την παιδική ηλικία, οι πληθυσμοί των ελληνόφωνων περιοχών εκπαιδεύονταν στη γραμματική, τη λογοτεχνία και τη ρητορική της ελληνικής.
Έτσι, τα σχολεία ελληνικής γλώσσας άνθιζαν σε όλη την Αυτοκρατορία, κυρίως σε μεγάλες πόλεις όπως η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια και η Αθήνα. Αυτά τα ιδρύματα διασφάλισαν τη συνέχεια της ελληνικής πνευματικής παράδοσης.
Οι ρωμαϊκές αρχές, με ρεαλισμό στη διοίκηση, δεν επέβαλαν τη διδασκαλία της λατινικής στις ελληνόφωνες περιοχές. Η πολιτική αυτή απέφευγε την άσκοπη αντίσταση και διευκόλυνε τη διαχείριση των ανατολικών επαρχιών. Έτσι, η ελληνική παρέμεινε η γλώσσα της τοπικής διοίκησης, της εκπαίδευσης και της καθημερινής ζωής, ενώ η λατινική χρησιμοποιούνταν κυρίως για στρατιωτικές και νομικές υποθέσεις.
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υιοθέτησε μια γλωσσική πρακτικότητα. Αντί να επιβάλει μια ενιαία γλώσσα, ανεκτούσε τη γλωσσική ποικιλομορφία. Οι ελληνόφωνες περιοχές διατήρησαν σημαντική αυτονομία στα πολιτιστικά και κοινωνικά τους ζητήματα. Οι Ρωμαίοι αναγνώριζαν τη χρησιμότητα της ελληνικής, η οποία συνέβαλλε στην αποτελεσματική διοίκηση και τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής στις ανατολικές επαρχίες. Η λατινική εισήχθη κυρίως στους στρατώνες και στα δικαστήρια, αλλά η καθημερινή γλώσσα εκατομμυρίων παρέμεινε η ελληνική.
Επιπλέον, η διγλωσσία ήταν συχνό φαινόμενο στις ανατολικές ελίτ. Η ελληνική διατηρούσε τον ρόλο της ως γλώσσα των μορφωμένων, ενώ η λατινική εξυπηρετούσε τις επίσημες λειτουργίες. Αυτό το διγλωσσικό περιβάλλον μείωσε την πίεση για πλήρη γλωσσική μετάβαση.
Οι δομικές διαφορές μεταξύ των δύο γλωσσών ενίσχυαν την ανθεκτικότητα της ελληνικής. Η ελληνική διέθετε πλούσια μορφολογία, με πολυπλοκότητα σε ρηματικούς τύπους και πτώσεις, που επέτρεπαν μεγάλη εκφραστική ακρίβεια. Η σύνταξη και η φωνολογία της διέφεραν σημαντικά από τη λατινική, κάνοντας τις δύο γλώσσες δύσκολα αμοιβαία κατανοητές.
Η πολυπλοκότητα της ελληνικής γραμματικής καθιστούσε δύσκολη την εκμάθηση της λατινικής, ιδίως από τη στιγμή που η ελληνική εξακολουθούσε να κυριαρχεί πολιτισμικά και πνευματικά. Η ανάγκη αλλαγής ήταν μικρή. Επιπλέον, η Κοινή Ελληνική ήταν και η γλώσσα της Καινής Διαθήκης και των πρώτων χριστιανικών γραφών, γεγονός που της προσέδιδε και θρησκευτική σημασία, επεκτείνοντας τη χρήση της πέρα από τον κοσμικό τομέα.
Η συνύπαρξη της ελληνικής και της λατινικής διαμόρφωσε τον πολιτισμικό χάρτη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η ελληνική κυριάρχησε στην Ανατολή, ενώ η λατινική επικράτησε στη Δύση. Αυτή η διαίρεση διατηρήθηκε και στη βυζαντινή εποχή, όταν η ελληνική έγινε επίσημη γλώσσα της Αυτοκρατορίας μετά την παρακμή της λατινικής.
Η επιβίωση της ελληνικής αντικατοπτρίζει όχι μόνο γλωσσική επιμονή, αλλά και τη βαθύτερη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού υπό ξένη πολιτική κυριαρχία. Αποδεικνύει πώς η γλώσσα ενσαρκώνει την ταυτότητα, την παράδοση και την πνευματική κληρονομιά ενός λαού.
Η ελληνική, ως παγκόσμια γλώσσα του πολιτισμού και της μάθησης, είχε θεμελιώσει την υπεροχή της πολύ πριν την ρωμαϊκή εξάπλωση, και τη διατήρησε μέσα από την πραγματιστική διακυβέρνηση της Αυτοκρατορίας. Η αναγνώριση από τους Ρωμαίους της ελληνικής υπεροχής υπογραμμίζει το εύρος της πνευματικής της αίγλης σε σχέση με τη γεωγραφικά περιορισμένη χρήση της λατινικής.
Η πολιτισμική υπερηφάνεια των Ελλήνων, οι εκπαιδευτικές τους παραδόσεις, η διοικητική ανοχή των Ρωμαίων και η γλωσσική πολυπλοκότητα της ελληνικής συνέβαλαν αποφασιστικά στη διατήρηση της κυριαρχίας της ελληνικής γλώσσας στην Ανατολική Μεσόγειο, αποδεικνύοντας τη διαχρονική δύναμη της γλώσσας ως φορέα ταυτότητας και πολιτισμικής αντοχής.