Κατά τους τελευταίους μήνες, η αλβανική κυβέρνηση έχει προβάλλει εκτενώς τις ειδήσεις για το άνοιγμα των διαπραγματευτικών κεφαλαίων με την Ευρωπαϊκή Ένωση, παρουσιάζοντας το γεγονός ως απόδειξη της γρήγορης πορείας της χώρας προς την ένταξη. Ωστόσο, ένα ανεπίσημο έγγραφο της Γραμματείας του Συμβουλίου της ΕΕ, του θεσμικού οργάνου που έχει καθοριστικό ρόλο στον ενταξιακό μηχανισμό, δείχνει μια πολύ πιο απαιτητική εικόνα. Το έγγραφο επισημαίνει ότι η Αλβανία χρειάζεται σημαντικές και πολυδιάστατες μεταρρυθμίσεις σε βασικούς τομείς, όπως η λειτουργία του κράτους δικαίου και η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ανάμεσα στα θεμελιώδη ζητήματα που τονίζονται, είναι και η κατάσταση στον χώρο των μέσων ενημέρωσης, η οποία αναμένεται να λάβει ιδιαίτερη βαρύτητα στις διαπραγματεύσεις, ειδικά μετά τη δημοσίευση του τελικού εκλογικού απολογισμού του 2025 από τη διεθνή εκλογική αποστολή του ΟΑΣΕ. Σύμφωνα με το προσχέδιο, η αλβανική ενημέρωση κρίνεται ως έντονα προκατειλημμένη και υπό σημαντική επιρροή της κυβέρνησης.
Στο ίδιο έγγραφο τονίζεται ότι η Αλβανία καλείται να προχωρήσει σε μια πλήρη μεταρρύθμιση του νομικού και ρυθμιστικού πλαισίου που αφορά την ελευθερία του λόγου και τη λειτουργία των μέσων ενημέρωσης. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στην ανάγκη ενίσχυσης της ανεξαρτησίας και της αποτελεσματικότητας της Αρχής Οπτικοακουστικών Μέσων, καθώς και της ανεξαρτησίας του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα, οι οποίες θεωρούνται σήμερα ανεπαρκείς και προβληματικές.
Οι απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλύπτουν τόσο θεσμικές όσο και πρακτικές πτυχές. Πρωτίστως απαιτούνται αλλαγές στον νόμο για να αντιμετωπιστεί η υπερσυγκέντρωση στην αγορά των μέσων ενημέρωσης – ένα φαινόμενο που η κυβέρνηση μέχρι στιγμής δεν έχει επιδείξει πρόθεση να αγγίξει. Ενδεικτικά, δύο μόνο τηλεοπτικά κανάλια, το Klan και το Top Channel, ελέγχουν το 64% των διαφημιστικών εσόδων της τηλεοπτικής αγοράς, ενώ τέσσερις σταθμοί συνολικά – Klan, Top Channel, Media Vizion και A2 CNN – συγκεντρώνουν πάνω από το 79% του συνολικού μεριδίου.
Παρόλο που δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένα μέτρα, γίνεται ξεκάθαρο ότι ζητείται ενίσχυση της ανεξαρτησίας της σύνταξης, διαφάνεια στη χρηματοδότηση και στην ιδιοκτησία των μέσων, καθώς και η εισαγωγή ρυθμίσεων για την κατανομή της κρατικής διαφήμισης και άλλων δημοσίων πόρων. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο τελευταίο σημείο, καθώς σήμερα η αλβανική κυβέρνηση βασίζεται ακόμη σε κανονισμούς του 2008, που επιτρέπουν στις δημόσιες αρχές να διαθέτουν διαφημιστικά κονδύλια χωρίς διαγωνισμό ή δημοσιοποίηση. Το αποτέλεσμα είναι πως συχνά προβάλλονται στην τηλεόραση υλικά που παρουσιάζονται ως «ειδήσεις» ή «εκπομπές», ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για πληρωμένη πολιτική προβολή με δημόσιο χρήμα.
Ένα ακόμη αίτημα της Ένωσης είναι η αποποινικοποίηση της δυσφήμησης και της εξύβρισης. Η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση απαιτεί την αφαίρεση των σχετικών άρθρων από τον Ποινικό Κώδικα, κάτι που δεν συνεπάγεται θεσμικά μεγάλη δυσκολία, αλλά απαιτεί πολιτική βούληση – η οποία δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί από την παρούσα κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι η σχετική σύσταση είναι διαχρονική και έχει επαναληφθεί σε πολλές εκθέσεις.
Η ΕΕ υπογραμμίζει ότι οι όποιες μεταρρυθμίσεις στον τομέα των μέσων ενημέρωσης πρέπει να προκύψουν μέσα από μια ανοιχτή και ευρεία διαδικασία διαβούλευσης, όχι μόνο με τους εγχώριους ενδιαφερόμενους φορείς αλλά και με την Επιτροπή της Βενετίας. Το έγγραφο αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η εκτελεστική εξουσία οφείλει να διασφαλίσει τη συμμετοχή και τη δέσμευσή της στην όλη διαδικασία και ότι τα σχέδια νόμου πρέπει να υποβάλλονται στην Επιτροπή της Βενετίας πριν από την έγκρισή τους.
Παράλληλα, το έγγραφο εκφράζει ανησυχίες για την αντίδραση της κυβέρνησης απέναντι στη Δικαιοσύνη, ιδιαίτερα έπειτα από τη σύλληψη του δημάρχου Τιράνων, Εριόν Βελίαϊ, η οποία φέρεται να συνοδεύτηκε από επιθέσεις κατά του δικαστικού συστήματος. Το κείμενο βάζει φρένο στις υψηλές προσδοκίες περί ταχείας ένταξης της Αλβανίας, υπογραμμίζοντας ότι η ουσιαστική πρόοδος στα «Θεμελιώδη Κεφάλαια» θα καθορίσει και τον ρυθμό των διαπραγματεύσεων. Όπως σημειώνεται ρητά, κανένα διαπραγματευτικό κεφάλαιο δεν μπορεί να κλείσει εάν δεν επιτευχθεί πρώτα πραγματική πρόοδος στα βασικά αυτά ζητήματα.