Οι υποβρύχιες ανασκαφές σε ένα αρχαίο βυζαντινό ναυάγιο κοντά στις Φούρνους, κοντά στη Σάμο, συνεχίζουν να φέρνουν στο φως σημαντικά ευρήματα.
Το συγκεκριμένο ναυάγιο, το οποίο διερευνάται συστηματικά από το 2021, επιλέχθηκε για εντατική μελέτη λόγω του εξαιρετικά ενδιαφέροντος φορτίου του. Πρόσφατα, βρέθηκαν αμφορείς θαμμένοι στην άμμο κοντά στα απομεινάρια του πλοίου, οι οποίοι, μαζί με το ξύλινο σκαρί του, διατηρήθηκαν σε εξαιρετική κατάσταση. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι το ξύλινο πλαίσιο του πλοίου διασώθηκε ανά τους αιώνες επειδή καταπλακώθηκε από τα υπόλοιπα τμήματα του σκάφους, αποτρέποντας έτσι την επαφή του με το οξυγόνο και επιβραδύνοντας τη διαδικασία αποσύνθεσης.
Μέχρι στιγμής, έχουν καταγραφεί οκτώ διαφορετικοί τύποι αμφορέων, οι οποίοι φαίνεται να προέρχονται από διάφορες περιοχές, όπως η Κριμαία, η Σινώπη του Εύξεινου Πόντου, τα νησιά του Αιγαίου και η αρχαία Φώκαια στη Μικρά Ασία.
Σύμφωνα με το Υπουργείο Πολιτισμού, κατά την τελευταία φάση των ανασκαφών πραγματοποιήθηκαν 170 ομαδικές καταδύσεις. Οι αρχαιολόγοι εργάστηκαν εντατικά για να απομακρύνουν την άμμο και τα συντρίμμια από το ναυάγιο, επιτρέποντας στους ειδικούς να το μελετήσουν λεπτομερώς.
Η διασπορά των αντικειμένων στον βυθό υποδηλώνει ότι μέρος του φορτίου χάθηκε πριν το πλοίο βυθιστεί. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κεραμικά που ανακτήθηκαν, καθώς βοήθησαν στον ακριβέστερο χρονολογικό προσδιορισμό του ναυαγίου. Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Υπουργείου Πολιτισμού, το ναυάγιο χρονολογείται πλέον με μεγαλύτερη ασφάλεια μεταξύ 480 και 520 μ.Χ., πιθανότατα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Αναστασίου Α’ (491 – 518 μ.Χ.).
Ο Αναστάσιος Α’ ήταν γνωστός για τις φορολογικές και νομισματικές μεταρρυθμίσεις του, οι οποίες ενίσχυσαν τα οικονομικά του Βυζαντίου και επέτρεψαν την επεκτατική πολιτική των αυτοκρατόρων του 6ου αιώνα.
Παράλληλα με την έρευνα στο συγκεκριμένο ναυάγιο, ανακτήθηκαν ευρήματα και από τρία ακόμη ναυάγια στο αρχιπέλαγος των Φούρνων. Αυτά προγραμματίζεται να εκτεθούν στο τοπικό αρχαιολογικό μουσείο. Μεταξύ των σημαντικότερων αντικειμένων που βρέθηκαν συγκαταλέγονται ένας τεράστιος αρχαϊκός λίθινος στύλος άγκυρας και αμφορείς από ναυάγια που χρονολογούνται μεταξύ του 6ου και 8ου αιώνα μ.Χ.
Οι ελληνικές θάλασσες φιλοξενούν αμέτρητα αρχαία ναυάγια, και οι αρχαιολόγοι συνεχίζουν να ανακαλύπτουν πολύτιμους θησαυρούς σε αυτά τα υποθαλάσσια αρχαιολογικά σημεία.
Τον Μάρτιο του 2024, το Υπουργείο Πολιτισμού ανακοίνωσε ότι οι επιστήμονες εντόπισαν αρκετά ναυάγια και άλλα σημαντικά αρχαία ευρήματα στον βυθό κοντά στο νησί της Κάσου. Τα ευρήματα αυτά καλύπτουν μια μεγάλη χρονική περίοδο, από την προϊστορία (3000 π.Χ.), την Κλασική εποχή (460 π.Χ.), την Ελληνιστική περίοδο (100 π.Χ. – 100 μ.Χ.), τα Ρωμαϊκά χρόνια (200 μ.Χ. – 300 μ.Χ.), έως και τη μεσαιωνική και Οθωμανική περίοδο.
Επιπλέον, τέσσερα εντυπωσιακά αρχαία ναυάγια, γεμάτα αντικείμενα από την αρχαιότητα, τη Ρωμαϊκή και τη Βυζαντινή εποχή, στα ανοιχτά της κεντρικής Ελλάδας, είναι πλέον προσβάσιμα σε ερασιτέχνες δύτες.
Η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη δήλωσε ότι στόχος της ελληνικής πολιτείας είναι η ανάδειξη της υποθαλάσσιας πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας. Επεσήμανε ότι η Ελλάδα ανταποκρίθηκε σε αυτή τη μεγάλη πρόκληση, ανοίγοντας στο κοινό τέσσερις υποθαλάσσιους αρχαιολογικούς χώρους στη Μαγνησία, γεγονός που θα επιτρέψει στη χώρα να ενταχθεί στον παγκόσμιο χάρτη του καταδυτικού τουρισμού.