Κατά την 7η Δεκεμβρίου του 1912 ο ελληνικός στρατός εισήλθε στην Κορυτσά αφού πρωτίστως έδωσε σκληρές μάχες με τα στρατεύματα των Οθωμανών, ενώ κατά την Φεβρουαρίο του 1913 οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να επιδικάσουν την Κορυτσά στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος.
Ωστόσο οι χριστιανοί και μουσουλμάνοι κάτοικοι της περιοχής ήταν αντίθετη σε μια τέτοια απόφαση.
Έτσι στις 13 Απριλίου 1913, μια επιτροπή από Κορυτσαίους, Μοσχοπολίτες και Κολωνιάτες, μεταξύ τους και μουσουλμάνοι και εκπρόσωποι της μουφτείας της Κορυτσάς, παρουσιάστηκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου διαμαρτυρήθηκαν ενώπιον των προξένων των Μεγάλων Δυνάμεων για την προσάρτηση της Κορυτσάς στην Αλβανία και ταυτόχρονα ζητούσαν ένωση με την Ελλάδα και προχώρησαν δυναμικά στο γνωστό Βορειοηπειρωτικό Αγώνα, ο οποίος δυστυχώς δεν έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Δύο χρόνια μετά, κατά την 15η Νοεμβρίου του 1916, ο Συνταγματάρχης Ντεκουάν, πρώην Αρχηγός του Επιτελείου της εκστρατείας των Δαρδανελλίων, απεστάλη στην περιοχή για να τη διοικήσει στο όνομα της Γαλλίας, εγκαθιστώντας ως Έλληνα εκπρόσωπο τον βενιζελικό Περικλή Αργυρόπουλο και σαν σήμερα στις 10 Δεκεμβρίου του 1916, η περιοχή της Κορυτσάς, ευρισκόμενη σε απομόνωση από το υπόλοιπο νεοσύστατο αλβανικό κράτος λόγω του πολέμου, ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη.
Τότε υπεγράφη ένα πρωτόκολλο ανάμεσα στις γαλλικές στρατιωτικές αρχές, υπό του χριστιανού λήσταρχου Θεμιστοκλή Γκερμένι και τους προύχοντες της περιοχής, με στόχο την οργάνωση της συνεργασίας μεταξύ των τοπικών αρχών και των στρατευμάτων κατοχής. Η περιοχή ανακηρύχθηκε Αυτόνομη Δημοκρατία, ηγούνταν από Γάλλο εκπρόσωπο και από επιτροπή 14 Κορυτσαίων (7 χριστιανοί και 7 μουσουλμάνοι), επίσημη γλώσσα ήταν η αλβανική και παράλληλα διδάσκονταν η αλβανική, ενώ η ελληνική απαγορεύτηκε.