Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, οι αρχαίοι Έλληνες φαίνεται πως χρησιμοποιούσαν έναν πρωτόγονο τύπο μηχανής ανύψωσης για τη μετακίνηση βαριών λίθων, πριν ακόμη ανακαλύψουν τον γερανό, περίπου 2.500 χρόνια πριν. Αν και θεωρείται ευρέως ότι ο γερανός αποτελεί την κορυφαία ανακάλυψη των Ελλήνων στην οικοδομική τεχνολογία, οι επιστήμονες επεσήμαναν ότι εντυπωσιακά λίθινα οικοδομήματα είχαν ανεγερθεί στην Ελλάδα τουλάχιστον 150 χρόνια πριν την εμφάνιση γερανών.
Όπως διαπιστώθηκε από τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Annual of the British School at Athens, οι γερανοί έκαναν την εμφάνισή τους στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., ωστόσο μηχανικά προγενέστερα συστήματα φαίνεται πως είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί γύρω στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. σε ναούς όπως εκείνοι της Ισθμίας και της Κορίνθου.
Οι ερευνητές υποστήριξαν ότι οι πρώτες μέθοδοι ανύψωσης βασίζονταν πιθανότατα σε ράμπες φτιαγμένες από χώμα ή πλίνθους, παραπέμποντας σε παρόμοιες τεχνικές που χρησιμοποιούνταν από τους Αιγύπτιους και τους Ασσύριους. Ο αρχιτέκτονας και ιστορικός Alessandro Pierattini, επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Notre Dame, εξήγησε ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν επινοήσει έναν τύπο μηχανής ανύψωσης ικανό να μετακινεί ογκόλιθους βάρους από 200 έως 400 κιλά. Ανέφερε επίσης ότι αυτή η μηχανή, που πιστεύεται ότι εφευρέθηκε από τους Κορίνθιους, χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την κατασκευή πλοίων και για την τοποθέτηση βαριών σαρκοφάγων σε βαθιούς ταφικούς λάκκους.
Διευκρίνισε ωστόσο πως δεν επρόκειτο για γερανό με τη σύγχρονη έννοια, καθώς δεν χρησιμοποιούνταν βαρούλκα ή τροχαλίες· αντίθετα, η δύναμη του βάρους διοχετευόταν μέσω ενός σχοινιού που περνούσε πάνω από ένα ξύλινο πλαίσιο. Ο ίδιος επεσήμανε ότι αυτό το είδος οικοδομικής τεχνικής αποτέλεσε καθοριστική καμπή στην πορεία της ελληνικής αρχιτεκτονικής από τις κατασκευές με πλίνθους προς τη μνημειακή λιθοδομή.
Τόνισε ακόμη ότι ενδείξεις της χρήσης αυτών των συστημάτων βρίσκονται σε αυλακώσεις που είναι χαραγμένες στην κάτω πλευρά των λίθων στους ναούς της Κορίνθου και της Ισθμίας. Ανέφερε ότι οι εν λόγω αυλακώσεις ήταν γνωστές στην επιστημονική κοινότητα, αλλά δεν ήταν έως τώρα σαφές αν είχαν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της ανύψωσης των λίθων ή αν προέρχονταν από τη μεταφορά τους στα λατομεία.
Ο Pierattini, ο οποίος συνδύασε την αρχαιολογική μελέτη με πειραματική προσέγγιση, μελέτησε τους λίθους από τους ναούς του 7ου αιώνα π.Χ. και τις χαρακτηριστικές διπλές αυλακώσεις στο κάτω μέρος τους, οι οποίες στρέφονταν ανοδικά προς τη μία πλευρά. Μέσω πειραμάτων με σχοινιά και λίθους διαπίστωσε ότι οι αυλακώσεις εξυπηρετούσαν διπλό σκοπό, καθώς επέτρεπαν τόσο την ανύψωση των λίθων όσο και την ακριβή τοποθέτησή τους δίπλα σε άλλους στον τοίχο.
Επεσήμανε ότι η τελική τοποθέτηση των βαριών αυτών λίθων ήταν ιδιαίτερα απαιτητική λόγω της τριβής μεταξύ τους, και σε μεταγενέστερες περιόδους γινόταν με τη χρήση μεταλλικών μοχλών που εισάγονταν σε ειδικές οπές. Δήλωσε επίσης ότι η εργασία του αποδεικνύει πως οι οικοδόμοι των πρώτων ναών της Κορίνθου και της Ισθμίας χρησιμοποιούσαν ήδη μοχλούς κατά την τελική τοποθέτηση των λίθων, κάτι που συνιστά την πρώτη τεκμηριωμένη χρήση του μοχλού στην αρχιτεκτονική της αρχαίας Ελλάδας.