Η Αλβανία έχει βιώσει τρία μεγάλα μεταναστευτικά κύματα τις τελευταίες δεκαετίες. Όταν η χώρα βγήκε από το κομμουνιστικό καθεστώς στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ήταν ένα από τα φτωχότερα κράτη στον κόσμο. Οι ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον ήταν μεγάλες σε αυτή τη μικρή, αλλά πλούσια σε φυσικούς πόρους χώρα, που φαινόταν να έχει απεριόριστο δυναμικό.
Για πολλούς, ο δρόμος προς μια καλύτερη ζωή πέρασε μέσα από τη μετανάστευση. Το πρώτο κύμα (1990-2000) οδήγησε στην αποχώρηση περίπου 600.000–650.000 ανθρώπων, σύμφωνα με δεδομένα από τη φυσική αύξηση και τις απογραφές του 1989 και του 2001.
Παρά τον υψηλό αριθμό μεταναστών, η συνολική πληθυσμιακή μείωση εκείνης της δεκαετίας ήταν σχετικά μικρή, μόλις 100.000 άτομα, καθώς η φυσική αύξηση του πληθυσμού ήταν τότε 40.000–60.000 άτομα ετησίως.
Το δεύτερο κύμα ακολούθησε την περίοδο 2001–2011, με επιπλέον 500.000 αποχωρήσεις. Η φυσική αύξηση είχε μειωθεί σε 15.000–20.000 άτομα ετησίως, και η συνολική πληθυσμιακή μείωση εκείνης της δεκαετίας έφτασε τα 300.000 άτομα.
Η τρίτη δεκαετία του μετασχηματισμού βρήκε την Αλβανία σε καλύτερη θέση: η οικονομία είχε σταθεροποιηθεί, οι μισθοί άρχιζαν να αυξάνονται, υπήρχε έντονο ενδιαφέρον από ξένες επενδύσεις, και η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση είχε γίνει σημαντικός στόχος.
Ωστόσο, το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας ελάχιστα ενέπνευσε. Η εκτεταμένη διαφθορά, η κακή διαχείριση δημόσιων πόρων, το αδύναμο εκπαιδευτικό σύστημα και η υποβαθμισμένη υγειονομική περίθαλψη –η οποία απαιτούσε από τους πολίτες τις υψηλότερες ιδιωτικές δαπάνες στην Ευρώπη– σε συνδυασμό με τους χαμηλούς μισθούς, οδήγησαν χιλιάδες νέους να εγκαταλείψουν τη χώρα.
Μαζί τους έφυγαν και οικογένειες της μεσαίας τάξης, των οποίων οι προσδοκίες για μια αξιοπρεπή ζωή δεν ταίριαζαν με την αλβανική πραγματικότητα. Στην περίοδο 2012–2023, περίπου 500.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν την Αλβανία.
Με τη φυσική αύξηση σχεδόν μηδενική τα τελευταία χρόνια, η πληθυσμιακή μείωση έφτασε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα: 400.000 λιγότεροι κάτοικοι, με τον πληθυσμό να μειώνεται στους 2,4 εκατομμύρια.
Παράλληλα, ο κρατικός προϋπολογισμός παρέμεινε στάσιμος σε σχέση με την οικονομική ανάπτυξη, με περίπου 18 δισεκατομμύρια ευρώ σε δημόσιες επενδύσεις τα τελευταία χρόνια.
Συνολικά, περίπου 1,6 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα σε διάστημα τριών δεκαετιών – αριθμός τεράστιος για μια χώρα που είχε 3,2 εκατομμύρια κατοίκους το 1989. Πρόκειται για μια σιωπηλή αλλά ξεκάθαρη διαμαρτυρία απέναντι σε μια διακυβέρνηση που δεν κατάφερε να εμπνεύσει ελπίδα.
Τα τελευταία στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι η μετανάστευση συνεχίζεται: μόνο την περίοδο 2022–2023, σχεδόν 100.000 Αλβανοί μετανάστευσαν σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι άδειες παραμονής πρώτης φοράς ξεπέρασαν τις 70.000 ετησίως την ίδια περίοδο.
Οι ρυθμοί μετανάστευσης είναι ανησυχητικοί για μια χώρα που έχει ήδη χάσει το ήμισυ του πληθυσμού της – το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, ξεπερνώντας ακόμη και χώρες με πολεμικές συγκρούσεις.
Η Eurostat αναφέρει πως, το 2023, οι Αλβανοί κατέλαβαν την πρώτη θέση στην Ευρώπη ως προς την απόκτηση νέας υπηκοότητας, με 18,3 ανά 1000 κατοίκους – σημαντικά περισσότερο από τη Συρία (4) και το Μαρόκο (2,8).
Πίσω από τη βιτρίνα μιας χώρας που «πλασάρεται» παντού οτι προοδεύει, οι περισσότεροι ερωτηθέντες –κυρίως με ανώτατη ή μεταπτυχιακή εκπαίδευση– δήλωσαν πως ο βασικός λόγος για τη φυγή τους είναι η απουσία προοπτικής και υψηλών προδιαγραφών ζωής.