Κυριάκος ο Αγκωνίτης και Marin Barleti , οι πρώτοι που ασχολήθηκαν με τα αρχαιολογικά κατάλοιπα της Αλβανίας – Οι περιηγητές του 19ου αιώνα – Οι αρχαιολογικές έρευνες στην Αλβανία ως τις αρχές του 21ου αιώνα – Τα πρόσφατα ελληνικά ευρήματα στο Τεπελένι.
Στις 25/11/2018 είχαμε γράψει στο protothema.gr ένα άρθρο με τίτλο : «Ιλλυρία και Αλβανοί: οι αλβανικές αρχαιολογικές ανασκαφές στη Βόρειο Ήπειρο». Τότε, είχαμε αναφερθεί επιγραμματικά στις ανασκαφές των Αλβανών στο έδαφος της χώρας τους , που έφερναν διαρκώς στο φως αρχαιοελληνικά ευρήματα και αναφέραμε ότι θα επανέλθουμε στο θέμα. Η εντυπωσιακή ανταπόκριση των αναγνωστών μας , στο άρθρο της προηγούμενης Κυριακής 5/9/2021, με τίτλο «Οι Ιλλυριοί και η σχέση τους με τους Αλβανούς» , όπως και η μελέτη του βιβλίου του Άκη Τσώνου , «ΣΚΑΒΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ» , μας ώθησαν να γράψουμε ένα πιο ολοκληρωμένο άρθρο για αλβανικές αρχαιολογικές έρευνες και τα αποτελέσματά τους , ξεκινώντας από τους πρώτους που εντόπισαν το αρχαιολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει η σημερινή Αλβανία : τον Κυριακό τον Αγκωνίτη (1391 -1452) και τον Marin Barleti ή Berleti με καταγωγή από τη Σκόδρα (1450 – 1513) Κυριακός ο Αγκωνίτης
Ο Κυριάκος ο Αγκωνίτης (Cyriacus de Pizzicoli) , μορφωμένος έμπορος και ταξιδιώτης από την Αγκώνα της Ιταλίας (1391 – 1452 ) , έζησε σε μια μεταβατική εποχή , όπου πλησιάζει το τέλος του Μεσαίωνα και ακολουθεί η Αναγέννηση και επανατοποθετείται ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός στην αφετηρία της παιδείας.
Σε ένα από τα αρχαιοδιφικά ταξίδια του ,το 1435 , επισκέφθηκε την αλβανική ακτή της Αδριατικής και τα σωζόμενα κατάλοιπα των αρχαίων ελληνικών αποικιών και μετέπειτα ισχυρών ρωμαϊκών πόλεων: του Δυρραχίου (Durres) , της Απολλωνίας ( Apolloni) και του Βουθρωτού ( Butrint ) . Είναι ο πρώτος δυτικός διανοούμενος ο οποίος στο έργο του «Antiquarum Berum Commentaria» , δίνει πληροφορίες για τις αρχαιολογικές θέσεις της Αδριατικής και προσφέρει τις ανάλογες περιγραφές αρχαιολογικών καταλοίπων που βρίσκονταν διάσπαρτα και εγκαταλειμμένα στην Αλβανία .
Marin Barleti ή Berleti
Ο Marin Barleti ή Berleti(1450-1513) , διανοούμενος και καθολικός ιερωμένος από τη Σκόδρα , είναι ο πρώτος καταγόμενος από την Αλβανία ερευνητής της αρχαιότητας. Η καταγωγή του από τη Σκόδρα , του έδωσε τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με το κέντρο της Αναγέννησης , την Ιταλία , όπου και ΄΄έδρασε΄΄ επιστημονικά. Ο Barleti εκδίδει μεταξύ 1508 – 1510 στην Ιταλία , στη λατινική γλώσσα , το πολύτομο (13 τόμοι ) έργο του «Historia de vita et gestis Scanderbergi , Epirotarum Principis»( «Ιστορία της Ζωής και των Έργων του Σκεντέρμπεη, Πρίγκιπα των Ηπειρωτών» ) , ενώ στα αλβανικά , ο τίτλος του έργου του είναι «Historia e jetes dhe e veprave te Skenderbeut , princit te epiroteve». Όπως είχαμε γράψει στο σχετικό για τον Σκεντέρμπεη άρθρο , ο Barleti ήταν σχεδόν σύγχρονος του Σκεντέρμπεη ( Γεώργιου Καστριώτη , 1405 – 1468 ) , ο οποίος είναι εθνικός ήρωας των Αλβανών. Ο Barletiπου έζησε στα χρόνια του Καστριώτη, τον χαρακτηρίζει «πρίγκιπα των Ηπειρωτών»
Σύμφωνα με τον Άκη Τσώνο , ο χαρακτηρισμός αυτός απηχεί την αντίληψη που επικρατούσε στους καταγόμενους από τα εδάφη της σημερινής Αλβανίας διανοούμενους του εξωτερικού σχετικά με τα όρια της Ηπείρου που κατά τον Berleti περιλαμβάνει ολόκληρη την περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων , από τη Δαλματία ως την Αμβρακία ( προφανώς εννοεί την Άρτα , που είναι χτισμένη στη θέση της αρχαίας Αμβρακίας ). Στο πολύτομο έργο του ο Barleti , δεν παραλείπει να αναφερθεί στο Δυρράχιο και στα αρχαία κατάλοιπά του. Ασχολείται επίσης με την καλά οχυρωμένη ακρόπολη της Ακρολίσου ( Akrolis ) , σημαντικής παραλίας πόλης κοντά στη Σκόδρα , στις εκβολές του ποταμού Δρίνου , ενώ κάνει αρκετές αναφορές στα διάφορα φύλα , όπως τους Ταυλαντίους και τους Δαύνιους που κατοικούσαν στην ακτή της Αδριατικής. Οι Ταυλάντιοι ήταν σημαντικό ιλλυρικό φύλο , ενώ οι Δαύνιοι , κατά τους Στράβωνα και Πολύβιο , ήταν φυλή των Ιαπύγων , που όμως υποτάχθηκε γρήγορα στους Ρωμαίους.
O Barleti, ήταν ο πρώτος ντόπιος και αξιόπιστος ερευνητής του παρελθόντος των Δυτικών Βαλκανίων και γι’ αυτό το έργο του είχε μεγάλη απήχηση και μεταφράστηκε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες.
19ος αιώνας: Η εποχή του ρομαντισμού και των περιηγητών
Από τον 16ο ως τον 18ο αιώνα, δεν υπάρχουν στοιχεία για ερευνητική δραστηριότητα στο αλβανικό έδαφος. Φτάνουμε έτσι στον 19ο αιώνα όπου με τις πνευματικές διεργασίες που συντελέσθηκαν με τον Διαφωτισμό επικρατεί σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη το ρεύμα του Νεοκλασικισμού και του, γερμανικού κυρίως, Ρομαντισμού. Η μελέτη των αρχαίων ελληνικών και ρωμαϊκών πηγών σε όλα τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, φέρνει στο επίκεντρο τα ΝΑ Βαλκάνια. Παράλληλα, εκδηλώνεται το κίνημα του Περιηγητισμού (Grand Tours). Το συγκεκριμένο κίνημα ωφέλησε πολύ την Ελλάδα καθώς οι περιηγητές και οι αρχαιοδίφες στα βιβλία τους όπου περιέχονται και εξαιρετικοί πίνακες, εξιδανικεύουν την Ελλάδα με τα αρχαία μνημεία ενώ περιγράφουν με τα μελανότερα χρώματα την οθωμανική εξουσία. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι το ελληνικό στοιχείο του νότου της Αλβανίας ανέπτυξε γρήγορα το εθνικό του αίσθημα και προσπάθησε να ενσωματωθεί στο υπό ίδρυση ελληνικό κράτος. Ας μην ξεχνάμε μια σειρά από Βορειοηπειρώτες αγωνιστές που πήραν μέρος στην Επανάσταση του 1821 αλλά και ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε ζητήσει τα σύνορα του νέου ελληνικού κράτους να φτάνουν βορειοδυτικά ως την Αυλώνα της σημερινής Αλβανίας. Αντίθετα στον Βορρά δεν έγινε κάτι παρόμοιο.
Ένας από αυτούς που με τις ζωγραφιές και τις γκραβούρες του μας δίνει πολύτιμα στοιχεία για τις αρχαίες ελληνικές αποικίες στη Νότια Αλβανία (Δυρράχιο, Απολλωνία κλπ.) αλλά και για οικιστικά κατάλοιπα κατά μήκος της Εγνατίας Οδού είναι ο Edward Lear (1812-1888). Πολύ σημαντικό είναι και το έργο του Γάλλου γιατρού και διπλωμάτη Francois Poudevilles που ως πρόξενος της Γαλλίας στα Γιάννενα είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί πολλά μέρη της Ηπείρου. Το βιβλίο του «Voyage en Morée, a Constantinople, en Albanie et dans plusiers autres parties de l’ Empire Ottoman» («Ταξίδι στον Μοριά, την Κωνσταντινούπολη, την Αλβανία και σε αρκετά άλλα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας») που κυκλοφόρησε στο Λονδίνο το 1805, είχε σημαντική συμβολή στην προβολή των αρχαίων ελληνικών μνημείων της Ηπείρου.
Σημαντικότερος όλων όμως θεωρείται ο Άγγλος περιηγητής Martin Leake (1977-1860) που περιόδευε για χρόνια στη Β. Ελλάδα και τη Βαλκανική, αναζήτησε μνημεία, μελέτησε κείμενα και συνομίλησε με κατοίκους των περιοχών. Τις εντυπώσεις και όσα κατέγραψε στα ταξίδια του, τις δημοσίευσε το 1835 σε ένα πολύτομο βιβλίο με τίτλο «Travels in Northern Greece». Χαρακτηριστικό είναι ότι αν και μερικοί περιηγητές στους τίτλους των βιβλίων τους χρησιμοποιούν τη λέξη Αλβανία, στο εσωτερικό των κεφαλαίων και των περιγραφών τους, αντιμετωπίζουν τη σημερινή Αλβανία ως γεωγραφική και πολιτιστική συνέχεια του ελληνικού τμήματος της Ηπείρου.
Εντυπωσιακό είναι ότι οι περιηγητές διευκολύνθηκαν από τον Αλή πασά που κατείχε ολόκληρη την Ήπειρο και το νότιο τμήμα της Αλβανίας εκείνη την εποχή. Χαρακτηριστικό είναι ότι όταν συνάντησε τον Δανό περιηγητή Peter Oluf Brondsted (1780-1841) στην Πρέβεζα το 1812, τον ενημέρωσε ότι στην επικράτειά του υπάρχουν πολλές αρχαιότητες και τον παρότρυνε να ξεκινήσει ανασκαφές, παρέχοντάς του εργάτες που θα δούλευαν χωρίς αμοιβή αρκεί βέβαια να του έδινε ένα μέρος από τα ευρήματα! Έτσι ο Δανός ήταν ο πρώτος που έκανε ανασκαφές στη Νικόπολη η οποία ιδρύθηκε από τον Οκταβιανό Αύγουστο μετά τη νίκη του στο Άκτιο εναντίον του Αντώνιου(31 π.Χ.).
Μετά το 1850, η Γαλλία μπαίνει πιο ενεργά στο παιχνίδι της αναζήτησης αρχαιοτήτων στα Βαλκάνια. Ο βίαιος, αυταρχικός και συγκεντρωτικός Ναπολέων Γ’ έστειλε δύο μορφωμένους διπλωμάτες, τους L. Henzy και H. Daumet, το 1851, στην Ελλάδα και τη Ν. Βαλκανική για ν’ αναζητήσουν ίχνη του Καίσαρα και του Πομπήιου.
Οι δύο Γάλλοι αφού έκαναν μεγάλη περιοδεία στη Μακεδονία, τα Ν. Βαλκάνια και την Αλβανία, επισκέφθηκαν τα κέντρα του Καίσαρα και του Πομπήιου στο Δυρράχιο και την Απολλωνία ενώ ο Daumet έγινε ο πρώτος ξένος που πήρε γλυπτά από την Απολλωνία (αρχαία ελληνική πόλη) και τα μετέφερε στο Λούβρο. Τα αποτελέσματα των ερευνών τους οι Γάλλοι, τα δημοσίευσαν το 1876 στο βιβλίο «Mission de Macedoine». Από τα μέσα του 19ου αιώνα, οι σλαβικοί πληθυσμοί των Βαλκανίων με πρώτους τους Κροάτες και τους Σλοβένους και στη συνέχεια τους άλλους άρχισαν ν’ αγωνίζονται για την αυτονομία τους. Βρήκαν μάλιστα κοινό ιστορικό παρελθόν στον Ιλλυρισμό, καθώς θεωρούσαν ότι ήταν συνεχιστές των Ιλλυριών.
Μεγάλο ρόλο στην ανάδειξη των αρχαιοτήτων των περιοχών αυτών έπαιξε ο γνωστός μας από την ανακάλυψη του ανακτόρου της Κνωσού sir Arthur Evans (1851-1943) που από το 1875 ως ανταποκριτής της εφημερίδας “Manchester Guardian” περιγράφει με κολακευτικά λόγια τον αγώνα των ντόπιων πληθυσμών, ιδίως της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και με μελανά χρώματα την κατασταλτική συμπεριφορά των αρχών της Αυστροουγγαρίας. Μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878), άνοιξε ο ασκός του Αιόλου στη Βαλκανική. Όλες τις ταξιδιωτικές και αρχαιολογικές εμπειρίες του, ο Evans τις δημοσίευσε στο περιοδικό «Archaelogia» του Λονδίνου (1883-1885) με τίτλο «Antiquarian Researches in Illyricum» («Αρχαιοσυλλεκτικές Έρευνες στο Ιλλυρικό»). Ο Evans φέρνει σ’ αυτούς τους τόμους για πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας, στοιχεία για προϊστορικά λείψανα πόλεων κατά μήκος της Αδριατικής.
Οι αρχαιολογικές έρευνες στην Αλβανία τον 20ό αιώνα
Στην Αλβανία η πρώτη συστηματική καταγραφή των αρχαιολογικών θέσεων έγινε το 1904, πριν την ίδρυση του αλβανικού κράτους ΔΗΛΑΔΉ,από τον Carl Patsch και συνεχίστηκε το 1919 από τους Camillo Praschniker και Arnold Schober. Ο Patsch εξέδωσε το 1904 στη Βιέννη στη γερμανική γλώσσα τη μονογραφία “Sandschak Berat in Albania” (Το Σαντζάκι του Βερατίου στην Αλβανία»). Κάνει εκτενή αναφορά στις ελληνικές αποικίες της Απολλωνίας (Apolloni) και του Ωρικού (Orik). Για τις αλλαγές ονομάτων σε ελληνικά τοπωνύμια έχουμε διαβάσει άπειρα επικριτικά σχόλια. Για τις αλλαγές που κάνουν οι γειτονικοί λαοί σε καθαρά ελληνικά τοπωνύμια, ελάχιστα ή κανένα. Ο Patsch αναφέρεται επίσης στη Βύλλιδα (Vyllis), το Klos και την Αμάντια (Amantia) όπου ήταν ο πρώτος που έκανε ανασκαφές. Επρόκειτο για ιλλυρική πόλη, οι κάτοικοι της οποίας θεωρούσαν ότι ήταν απόγονοι των Αβάντων.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα, ενδιαφέρον για την Αλβανία και μάλιστα έντονο, δείχνουν οι Αυστριακοί. Ο πρόξενος στη Σκόδρα T. Ippen και ο F. Nopca έκαναν εκτεταμένες ανασκαφές και συλλεκτικές δραστηριότητες. Ο καθολικός ιερέας Shtjefen Gjekov (1887-1929) επισκέφθηκε όλη τη Β. Αλβανία και το Κοσσυφοπέδιο και συγκέντρωσε 500 αντικείμενα της προϊστορικής, κυρίως, περιόδου. Αυτό προκάλεσε το ενδιαφέρον του Ιταλού L.M. Ugolini που δημοσίευσε πολλά από αυτά.
Έλληνες αρχαιολόγοι στη Βόρειο Ήπειρο
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του Ελληνικού Στρατού στη Βόρειο Ήπειρο και μέχρι τη ρύθμιση του συνοριακού ζητήματος(1913-14), το ελληνικό κράτος κινούμενο με απίστευτη ταχύτητα ανέθεσε στον σπουδαίο αρχαιολόγο Δημήτριο Ευαγγελίδη να κάνει ανασκαφές στη Βορειοδυτική Ήπειρο όπως ονομαζόταν τότε η Βόρειος Ήπειρος κάτι που μάλλον είναι άγνωστο…
Ο Ευαγγελίδης πρόλαβε και έκανε ανασκαφές στο Αργυρόκαστρο στην αρχαία πόλη της Γέρμας, στη Χιμάρα, στα ερείπια της αρχαίας πόλης του Ογχησμού όπου σήμερα βρίσκονται οι Άγιοι Σαράντα, στο Τεπελένι και στην αρχαία Φοινίκη. Ακόμα ο Ευαγγελίδης έκανε ανασκαφές στο χωριό Πύλιουρι της Χιμάρας (σε νεκροταφείο του 3ου π.Χ. αι.) ,σε ακρόπολη στο χωριό Bosch νότια της Χιμάρας την οποία (ακρόπολη) είχε ιδρύσει ο Αλή πασάς σε προχριστιανικά ερείπια. Έρευνα έγινε επίσης στην αρχαία Αντιγόνεια στην περιοχή της κοιλάδας του Δρίνου, την οποία είχε ιδρύσει ο Πύρρος το 296 π.Χ.
Έρευνες έγιναν επίσης σε βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς ναούς στο Λάμποβο, την Επισκοπή, τον Μεσοπόταμο, το Ζερβάτι, τη Μονή Αγίου Νικολάου και τη Μονή Ραβένιας και Κοκεμέας ανάμεσα στο Τεπελένι και τη Χιμάρα. Η «Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία» ενίσχυσε τις έρευνες στο Δέλβινο. Τόσο ο Δ. Ευαγγελίδης όσο και ο Α. Φιλαδελφεύς που έκανε ανασκαφές στην ελληνική σήμερα Ήπειρο, ζήτησαν τη δημιουργία αρχαιολογικού μουσείου στα Γιάννενα που θα στέγαζε όλες τις αρχαιότητες που είχαν βρεθεί (και στη Β. Ήπειρο). Σκοπός τους ήταν να δείξουν τη συνέχεια της παρουσίας του ελληνισμού στην Ήπειρο στο πέρασμα των αιώνων.
Ακολούθησαν ανασκαφές από τον Αυστριακό Camillo Praschnike (1916), τον Γάλλο L. Rey (1924-1938) στην Απολλωνία και τον Ιταλό Luigi Ugolini στο Βουθρωτό. Πρώτοι Αλβανοί αρχαιολόγοι ήταν ο Hasan Ceka (1900-1998) και ο Skender Anamali.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Με την ανάληψη της εξουσίας από τον Ενβέρ Χότζα τα πράγματα στην Αλβανία άλλαξαν δραματικά. Το 1947 ιδρύθηκε το Μουσείο των Τιράνων. Και πάλι όμως οι ανασκαφές παλαιών και νέων Αλβανών αρχαιολόγων (Selim Islami, Frano Prendi, Muzafer Korkuti και Aleksandra Mano) περιστρέφονται γύρω από ελληνικά μνημεία στην Απολλωνία και νοτιότερα ως την Κακαβιά. Οι Σοβιετικοί που ήταν «προστάτες» των Αλβανών τη δεκαετία του ’50 έφεραν στο φως ευρήματα στον Ωρικό και (πάλι!) στην Απολλωνία. Τη δεκαετία του 1960 έγιναν έρευνες στο Δυρράχιο (την αρχαία Επίδαμνο) και στον λιμναίο οικισμό του Maliq (1961-1966) στην κοιλάδα της Κορυτσάς. Από το 1960 ως το 1975 έγιναν ανασκαφές και σε τοποθεσίες όπου ζούσαν οι Ιλλυριοί. Ποια είναι τελικά όμως τα αρχαιολογικά πάρκα της σημερινής Αλβανίας; Της Λέζα (αρχ. ελληνική Λισσός), της Σκόδρας, της Βύλλιδος (κοντά στο Φίερι), αρχαίας ελληνικής πόλης, το θέατρο της οποίας συνδυάζει δωρικό και ιωνικό ρυθμό (ωστόσο οι Αλβανοί δεν το παραδέχονται), το πάρκο της Αντιγόνειας, της Φοινίκης, του Βουθρωτού, της Απολλωνίας και της Αμάντιας.
Αλβανός αγρότης αποκάλυψε κατά λάθος ελληνικές αρχαιότητες στο Τεπελένι!
Σύμφωνα με το himara.gr, πριν λίγες μέρες, Αλβανός αγρότης καθώς όργωνε τη γη με το τρακτέρ του στο κάστρο του χωριού Τουράν κοντά στο Τεπελένι, έφερε στο φως μια επιτύμβια στήλη και αρχαία αγγεία. Το κάστρο περιγράφεται για πρώτη φορά από τον Πουκεβίλ. Επίσης ήρθε στο φως και το πέτρινο, πάνω μέρος μιας σαρκοφάγου. Ανακαλύφθηκαν επίσης αρχαίες ελληνικές επιγραφές που μάλλον ανατρέπουν τη θεωρία ότι το κάστρο χτίστηκε μεταξύ 3ου και 4ου αιώνα αλλά πιθανότατα χρονολογείται από τα ελληνιστικά χρόνια.
Βασική πηγή μας για το σημερινό άρθρο ήταν το βιβλίο του ΑΚΗ ΤΣΩΝΟΥ, «ΣΚΑΒΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ισνάφι, Ιωάννινα, 2009
Φωτογραφίες προέρχονται και από το βιβλίο του Φώτιου Πέτσα “ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΗΠΕΙΡΩΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΥΘΙΚΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΩΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ”,ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΜΙΑΧ,1993.
Πηγή: Μιχάλης Στούκας / protothema.gr