18.6 C
Livinë
8 Οκτωβρίου, 2024
Image default
Νέα από τον τόπο μας

Την Ελλάδα «μεγάλωσαν» τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο Βενιζέλος ταυτίζονταν μαζί τους και όταν οι συνθήκες ευνοούσαν τα εθνικά συμφέροντα.   

Την Ελλάδα «μεγάλωσαν» τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο Βενιζέλος ταυτίζονταν μαζί τους και όταν οι συνθήκες ευνοούσαν τα εθνικά συμφέροντα.   

                                       Από τον Γ. τόμο του βιβλίου «Τα ταξίδια της Φηγού»

 Τραγωδία προς λήξη. Η Βόρειος Ήπειρος μετράει τις λαβωματιές της.

Την Ελλάδα «μεγάλωσαν» τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο Βενιζέλος ταυτίζονταν μαζί τους και όταν οι συνθήκες ευνοούσαν τα εθνικά συμφέροντα.   
Βενιζέλος με τον Τιττόνι

Το Μάρτη του 1916 η κυβέρνηση Σκουλίδα απέπεμψε από το ελληνικό κοινοβούλιο τους 16 βουλευτές της Βορείου Ηπείρου, που είχαν προκύψει από τις εκλογές του Μαΐου 1915, ακυρώνοντας ταυτόχρονα τα αντίστοιχα βασιλικά διατάγματα της 5ης και 8ης Απριλίου, που κήρυτταν επίσημα την ένωση της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα.

Το Αύγουστο του 1917 ο Βενιζέλος θα δηλώσει στη Ελληνική Βουλή ότι επέστρεφε από την Ευρώπη χωρίς κανένα επίσημο τίτλο για το Βόρειο Τμήμα της Ηπείρου, αγνοώντας μάλιστα και το διεθνώς αναγνωρισμένο πρωτόκολλο της Κέρκυρας.

Θα ακολουθήσουν μια σειρά μειοδοτικές στάσεις του Βενιζέλους που καταδίκασαν εθνικά το Βόρειο Τμήμα της Ηπείρου. Για να τα έχει καλά με τους Ιταλούς, υπέγραψε το 1919 την μυστική συμφωνία παγίδα με τον Ιταλό ΥΠΕΞ Τιτόνι, αιφνιδιάζοντας τους μεγάλους συμμάχους που απέβλεπαν τη δίκαιη ένωση της Ηπείρου με την Ελλάδα. Το 1920, για να τα έχει καλά με τους Άγγλους, που ενδιαφέρονταν για τα αλβανικά πετρέλαια, πούλησε την Κορυτσά, αιφνιδιάζοντας τους Γάλλους που τον περίμεναν να παραλάβει ως ελληνική τη γαλλική δημοκρατία της Κορυτσάς, όπως είχε προαποφασιστεί από τους συμμάχους. Με την ανοχή του Βενιζέλου κατά την πρώτη αυτή περίοδο του Μεσοπολέμου, τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Ιταλίας, της Αυστρίας και της Τουρκίας οδήγησαν στην επιδίκαση στο αλβανικό κράτος το κομμάτι αυτό της Ηπείρου, ενώ είχε κάθε δυνατότητα να πετύχαινε το αντίθετο.

Η συμφωνία Τιττόνι-Βενιζέλου και η οριστική τραγωδία του Ελληνισμού στο Βόρειο Τμήμα της Ηπείρου

Την Ελλάδα «μεγάλωσαν» τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο Βενιζέλος ταυτίζονταν μαζί τους και όταν οι συνθήκες ευνοούσαν τα εθνικά συμφέροντα.   

Ο Μεγάλος Πόλεμος είχε λήξει το 1918 με την νίκη της Entente. Αρμόδιο για την επίλυση των μεταπολεμικών θεμάτων ήταν το Συνέδριο της Ειρήνης των Παρισίων. Πρόκειται ουσιαστικά για διαπραγματεύσεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε διάφορες γαλλικές πόλεις και κατέληξαν σε ομώνυμες συνθήκες. Τα ελληνικά συμφέρονταν κρίθηκαν στο Νεϊγι, στις 27 Νομεβρίου 1919, και στις Σέβρες, στις 10 Αυγούστου 1920. Μεταξύ των 30 αντιπροσωπειών, η ελληνική είχε επικεφαλής τον Βενιζέλο. Η ελληνική πλευρά είχε ετοιμάσει το φάκελο των διεκδικήσεων από πολύ νωρίς, τον Δεκέμβρη του 1918, με βασικό ισχυρισμό το γεγονός ότι το 45% των Ελλήνων ζούσαν εκτός των συνόρων του αναγνωρισμένου μέχρι τότε ελληνικού κράτους. Αναφορικά δε με τις διεκδικήσεις στη Βόρειο Ήπειρο ο Βενιζέλος όριζε μια συνοριακή γραμμή που συνέπιπτε με εκείνη της Αυτόνομης Πολιτείας, η οποία περιλάμβανε περί τις 200 χιλιάδες ψυχές,  εκ των οποίων 120 χιλιάδες ήταν Έλληνες.

Στις 3 και 4 Φλεβάρη του 1919 ο Βενιζέλος παρουσίασε την πρόταση στο ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο. Γάλλοι και Βρετανοί δεν είχαν ουσιαστικές αντιρρήσεις. Οι ΗΠΑ ήταν έτοιμες να παραχωρηθούν επιπλέον στην Ελλάδα η Χιμάρα, μαζί με το Αργυρόκαστρο, το Δέλβινο και τους Αγίους Σαράντα, αλλά όχι η Πρεμετή, το Λεσκοβίκι, η Ερσέκα και η Κορυτσά. Πρότειναν, δηλαδή γεωγραφικά εδάφη που εκπλήρωναν τα δύο τρίτα των ελληνικών διεκδικήσεων. Θετικός ήταν ο αντίκτυπος στην Επιτροπή του Συνεδρίου για το ελληνικό ζήτημα, όταν στο διάστημα από τις 23-27 Φεβρουαρίου ο Έλληνας Πρωθυπουργός εξέθεσε όλη την πορεία του Βορειοηπειρωτικού. Οι τρείς σύμμαχοι, Γαλλία, Αγγλία και ΗΠΑ, συμφώνησαν επίσης να ξεκινήσει η χάραξη των συνόρων από τον κόλπο των Γραμμάτων περίπου 25 χμ βόρεια της Χιμάρας, ενώ ο Αώος θα αποτελούσε το βόρειο όριο των ελληνικών διεκδικήσεων. Αντίθετη ήταν μόνον η φωνή της Ιταλίας. Αντιδρούσαν σθεναρά για τα γνωστά δικά τους συμφέροντα με θετική υπόκρουσή τους την αντίδραση των Αλβανών.

Βενιζέλος, αντί για πέταλο καρφί.

Την Ελλάδα «μεγάλωσαν» τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο Βενιζέλος ταυτίζονταν μαζί τους και όταν οι συνθήκες ευνοούσαν τα εθνικά συμφέροντα.   

Την ευνοϊκή εκείνη για τα ελληνικά συμφέροντα στιγμή ο Ελευθέριος Βενιζέλος εγκατέλειψε τη συνηγορία των ισχυρών συμμάχων, για να παρακαθίσει σε διμερείς συνομιλίες με τους Ιταλούς. Η εμπειρία της αποτυχίας της ταχτικής αυτής δεν είχε αποτελέσει καλό σύμβουλο για τον Έλληνα πρωθυπουργό. Πίστεψε στο πολιτικό προφίλ της νέας ιταλικής κυβέρνησης, η οποία μέσω του Υπουργού Εξωτερικών Tomaso Tittoni κατηγορούσε τους προκατόχους ότι είχαν παγιδεύσεις τα ιταλικά συμφέροντα «σε κάποια βράχια της Αδριατικής». Οι μεταξύ τους συζητήσεις κατέληξαν στις 29 Ιουλίου 1919 σε μια κατ΄ αρχήν μυστική συμφωνία, τη γνωστή στην ιστορία μυστική συμφωνία Βενιζέλου-Tittoni των Παρισίων. Κατά την αυτή η μεν Ιταλία αναλάμβανε να υποστηρίξει την Ελλάδα στη Βόρειο Ήπειρο, στην Ανατολική και Δυτική Θράκη, στα Δωδεκάνησα, εκτός από τη Ρόδο και στη Μικρά Ασία, ενώ η Ελλάδα θα στήριζε την οριστική προσάρτηση της Αυλώνας στην Ιταλία, την παροχή «εντολής» επί της Αλβανίας, κλπ. Ο Βενιζέλος δέχτηκε επίσης την ουδετεροποίηση των στενών της Κέρκυρας, όπως δέχτηκε επιπλέον το δικαίωμα της Ιταλίας να προσβάλει τη συμφωνία. Το περιεχόμενο της Συμφωνίας κρίθηκε από την Ιταλία εγγύηση για τα Ιταλικά συμφέροντα στην Αλβανίθα. Για τις δύο πλευρές ήταν γνωστό ότι η Συμφωνία θα είχε ισχύ σε περίπτωση που τα συναποφασισθέντα θα συμπεριλαμβάνονταν στα τελικά κείμενα του Συνεδρίου Ειρήνης.

Ωστόσο, οι Ιταλοί έδειξαν ότι περισσότερο επιδίωκαν να εξομαλύνουν τις σχέσεις με την Ελλάδα, με την οποία ήταν αναγκασμένοι να συνυπάρχουν στη Μεσόγειο.

Ο Βενιζέλος γνωστοποίησε τη Συμφωνία στο Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο, στις 13 Γενάρη 1920, και ο Ιταλός Πρωθυπουργός παραδέχτηκε την ύπαρξή της. Ταυτόχρονα, οι εκπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων, Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία, συμπέραναν ότι η συμφωνία μπορούσε να χρησιμεύσει ως βάση για την ρύθμιση των ελληνοαλβανικών συνόρων, επιδικάζοντας το Αργυρόκαστρο και την Κορυτσά στην Ελλάδα.

Η Συμφωνία και οι αρνητικές επιπτώσεις για τα εθνικά ελληνικά συμφέροντα.

Εντούτοις, κατά το διάστημα από την υπογραφή της συμφωνίας μέχρι τη συζήτηση του θέματος, στις αρχές του 1920, στο Συνέδριο της Ειρήνης, οι Ιταλοί κρατούσαν υπό την κατοχή τους την Ήπειρο εμποδίζοντας την λειτουργία των ελληνικών επικοινωνιακών υποδομών και εφαρμόζοντας  πολιτική διακρίσεων σε βάρος των Ελλήνων.

Παρόλο που η Συμφωνία ήταν αρκετά ευνοϊκή για την Ελλάδα, παρά το πρόσφατο ιστορικό των εξελίξεων που δικαίωναν την ανακατάληψη της Βορείου Ηπείρου και παρά ακόμα τις προετοιμασίες στρατού στα Ιωάννινα (τον Απρίλιο του 1920 αριθμούνταν σε 25 χιλιάδες άνδρες) ο Βενιζέλος δεν διέταξε την προέλαση στη Βόρειο Ήπειρο. Την πλήρη αποδοχή της συμφωνίας της 13ης Γενάρη 1920 όμως, αποδοκίμασε σθεναρά ο Αμερικανός πρόεδρος Wilson.

 Το θετικό της υπόθεσης έγκειται στο γεγονός ότι η ανακοίνωση της συμφωνίας Βενιζέλο–Tittoni, προκάλεσε την έντονη αντιιταλική αντίδραση των Αλβανών, η οποία φάνηκε στη σύγκληση του Συνεδρίου της Λιούσνιας και οδήγησε στον πόλεμο της Αυλώνας κατά των Ιταλών.

Η Ιταλία θα αλλάξει πρωθυπουργό τον Ιούνιο του 1920 και η πολιτική της, μετά τη διάλυση της Αυστροουγγαρίας, θα επιφυλάξει την καλύτερη λύση για την Αλβανία: την υποστήριξη ενός ανεξάρτητου κράτους, αλλά τούτο δεν σήμανε ποτέ και την εγκατάλειψη των επί των αλβανικών εδαφών συμφερόντων της. Η συγκεκριμένη εξέλιξη οδηγούσε και τυπικά στην προσβολή της Συμφωνίας Βενιζέλο–Tittoni, εφόσον η ιταλική επιρροή στην Αλβανία δεν μπορούσε να διασφαλιστεί με τέτοιου είδους συμφωνίες.

πηγη

Σχετικές αναρτήσεις