Αν ζούσαν σήμερα ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης δεν θα αρνούνταν ασφαλώς να επαναλάβουν αυτά που είχαν πει στην εποχή τους για την αναλλοίωτη φύση του πολέμου. Του πολέμου κάθε μορφής, από τον ομηρικό πόλεμο και τον «ιδανικό» ελληνοπερσικό (όπως εκλαμβάνεται ο πόλεμος των αρχαίων Ελλήνων κατά των Μήδων στους κλασικούς χρόνους) μέχρι τον σύγχρονο ρωσο-ουκρανικό.
Τον ρωσο-ουκρανικό που έχει βαθύτερη αιτία (για όσους ερμηνεύουν την εισβολή της Ρωσίας το 2022 στην Ουκρανία ως πράξη άμυνας έναντι της επέκτασης του Ν.Α.Τ.Ο) την αυτονόμηση της Ουκρανίας από τη ρωσική σφαίρα επιρροής μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991 («Νόμος Θουκυδίδη»: Ο φόβος, στο επίπεδο συλλογικών οντοτήτων κρατών ή πόλεων, προκαλεί τον πόλεμο).
Για τη φύση των πολέμων και το πώς επηρεάζουν αυτοί και αντανακλούν ανθρώπινες καταστάσεις (όπως συμβαίνει στις αρχαίες τραγωδίες) θα μπορούσαν να μας πουν πολλά και ο Ηρόδοτος, ο Ηράκλειτος, ο Ισοκράτης και ο Δημοσθένης, έστω και αν οι σύγχρονες διεθνείς και εθνικές συνθήκες πολέμου είναι τελείως διαφορετικές από εκείνες της ελληνικής αρχαιότητας.
Διαφορετικές κι από τον «πόλεμο της ντροπής», τον πόλεμο-τραγωδία της Κύπρου το 1974. Έναν πόλεμο που πέρασε, γραφειοκρατικά, σαν θερμό επεισόδιο στον οποίο οι εμπλεκόμενοι εκπρόσωποι του Ελληνισμού (Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριοι αξιωματικοί και στρατιώτες) είχαν διπλή ατυχία:
1. Την ατυχία του αιφνιδιασμού (κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους εισβολείς εξοπλιστικά και ψυχολογικά απροετοίμαστοι) και 2. Την ατυχία της μη κήρυξης επίσημα του πολέμου μεταξύ Τουρκίας – Κύπρου για πολιτικούς λόγους («εθνικά επιβεβλημένους» προς αποφυγή εμπλοκής της «μόλις ανανήψασας από την 7ετή δικτατορία» απογυμνωμένης εξοπλιστικά Ελλάδας σε έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο).
Αποτέλεσμα της δεύτερης αυτής ατυχίας – στην περίπτωση των Ελλαδιτών πεσόντων στην Κύπρο τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1974, ειδικότερα – ήταν η συνύπαρξή τους για πολλά χρόνια στους καταλόγους των νεκρών του 1940…
Αλλά και εκπαιδευτικά η τραγωδία της Κύπρου – που κορυφώθηκε με την τουρκική εισβολή του ’74 και συνεχίζει να αποτελεί αιμάσσουσα πληγή του Ελληνισμού λόγω του ατιμώρητου εισβολέα και της κατοχής επί 50 χρόνια του 37% της βόρειας Κύπρου – δεν δικαιώνει ιστορικά τη θυσία των ηρωικών πεσόντων, παρά τείνει (από δεκαετίας και βάλε) να παρουσιάζει το μείζον ζήτημα της Κύπρου ως μικροδιαφορά γειτόνων που βαίνει προς… βολική τακτοποίηση.
Με τον τρόπο αυτό, φυσικά, δικαιώνουμε την Τουρκία. Αυτό πιστοποιεί, δυστυχώς, και η «ευοίωνη» πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων σήμερα ερήμην του Κυπριακού και των συνεπειών της κυπριακής τραγωδίας (αγνοούμενοι, εποικισμός, ντε φάκτο τουρκοποίηση των Κατεχομένων), αφού απ’ τη διεθνοποίησή της πήγαμε στη συλλογή ψηφισμάτων από διεθνείς οργανισμούς.
Ψηφισμάτων με ηθική αποκλειστικά αξία και, έκτοτε (περιοδικά), σε απευθείας διακοινοτικές συνομιλίες Ελληνοκυπρίων-Τουρκοκυπρίων (χωρίς αποτέλεσμα) με πρωτοβουλία του ΟΗΕ και «μάρτυρες» ξένους παράγοντες από Αμερική και Αγγλία.
Μοιραία διολίσθηση λόγω της υπάρχουσας κόπωσης, εν μέρει, Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων οι οποίοι – σε πολιτικό επίπεδο – δίνουν την εντύπωση ότι θέλουν να κλείσουν όπως όπως την πληγή της κυπριακής τραγωδίας, που κουβαλάει εντός της πολλούς σκελετούς και ένοχες συνειδήσεις…
Δίνουν την εντύπωση ότι θέλουν να κλείσουν τα αυτιά τους, για να πάψουν να ακούν τις κραυγές του πόνου και της αγωνίας των συγγενών των νεκρών (τα οστά πολλών εκ των οποίων δεν έχουν ταυτοποιηθεί ακόμα) και των συγγενών των αγνοουμένων της Κύπρου.
Η βαθύτερη αιτία, ωστόσο – αυτή της μοιραίας διολίσθησης του Κυπριακού σε δικοινοτικό πρόβλημα – εδράζεται στο γεγονός ότι όλο και λιγότεροι σε Ελλάδα και Κύπρο το θεωρούν εθνικό πρόβλημα ή έστω πρόβλημα, αφού γινόμαστε μάρτυρες καθημερινά της διαβεβαίωσης Κυπρίων πολιτών ότι «δεν υφίσταται πλέον αυτό, γιατί «τα έχουν βρει οι Κύπριοι μεταξύ τους…».
Αυτό λέγεται «ύβρις»! Ύβρις κατά των νεκρών της κυπριακής τραγωδίας και των αγνοουμένων της. Ύβρις κατά των θυμάτων της τουρκικής βίας μεταξύ του άμαχου πληθυσμού και της βεβήλωσης των ιερών και οσίων που άφησαν πίσω τους οι 200.000 εκτοπισμένοι Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες των Κατεχομένων της Κύπρου.
Ύβρις που επιβεβαιώνει ότι τα σκληρά παθήματα της 50ετίας στην Κύπρο δεν έγιναν μαθήματα στην ατομική και συλλογική συνείδηση Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων, γιατί δείχνουν αμφότεροι να μην έχουν αφομοιώσει το τετελεσμένο του 1974 ως δραματικό για τον Ελληνισμό ιστορικό γεγονός.
Γεγονός που αξίζει να τους το θυμίσουμε στην μνήμη των πεσόντων στρατιωτικών, πολιτών, πληροφοριοδοτών, αγνοουμένων-νεκρών, αλλά και εκείνων οι οποίοι επέζησαν απ’ τον εφιάλτη του Αττίλα και «έφυγαν» σε καιρό ειρήνης με την ελπίδα ότι η «ιστορική περιοχή» του ’74 θα πάψει να παραμένει «terra incognita» («άγνωστη γη») για τους Έλληνες σε Ελλάδα και Κύπρο…
Μιλώ για τους τελευταίους και η λύπη βουλιάζει τον νου μου στη σκέψη ότι πολλοί εξ αυτών μπαινοβγαίνουν στα ψυχιατρεία χτυπημένοι από το «σύνδρομο των βετεράνων». Με σπασμένα τα κομμάτια του ψυχικού τους καθρέφτη. περιφέρονται σιωπηλοί νιώθοντας μέσα τους έτοιμη να εκραγεί τη λάβα των αναμνήσεων στο φαινομενικά αδρανοποιημένο απ’ τα ηρεμιστικά μυαλό τους.
Λάβα που τους οδηγεί σε ανία, πλήξη ή μοναξιά και συχνά στην αναβίωση των δραματικών γεγονότων στα πεδία των μαχών της Κύπρου, όπου οι μόνοι ανθρώπινοι ψίθυροι (μέσα στον πύρινο όλεθρο τον οποίο σκορπούσαν τα τουρκικά βομβαρδιστικά) ήταν τα τελευταία λόγια των ετοιμοθάνατων συμπολεμιστών τους στο ομιχλώδες τοπίο του θανάτου:
– Εμείς πεθαίνουμε για την πατρίδα. Σειρά σας να συνεχίσετε. Σας περιμένουμε…
Τοπίο κόλασης σε δυο ειδικά περιπτώσεις γι’ αυτούς που είχαν την τύχη ή την ατυχία να επιζήσουν:
1. Στην περίπτωση της επιχείρησης «Νίκη» (σε εφαρμογή του «Σχεδίου Κ» για συνδρομή της Ελλάδας σε περίπτωση τουρκικής εισβολής στην Κύπρο) που αποδείχθηκε αποστολή αυτοκτονίας (29 νεκροί καταδρομείς και 4 αεροπόροι της 354 Μοίρας Τακτικών Μεταφορών »Πήγασος» της Πολεμικής Αεροπορίας), στην οποία συμμετείχαν 15 αεροσκάφη μας Nord 2501D Noratlas και C-47 Dakota (τα «15 πορτοκάλια» που θα στέλναμε, ξημερώματα 21ης-22η Ιουλίου 1974, με χαμηλή πτήση και χωρίς συνοδεία μαχητικών λόγω μυστικότητας της επιχείρησης, σύμφωνα με το σήμα του ελληνικού κέντρου επιχειρήσεων προς το ΓΕΕΦ Λευκωσίας).
Αεροσκάφη στα οποία επιβιβάστηκαν τελικά 319 Έλληνες καταδρομείς της Α’ Μοίρας Καταδρομών από το Μάλεμε Χανίων Κρήτης και 25 της Γ’ Μοίρας Αμφίβιων Καταδρομών απ’ το Μεγάλο Πεύκο Αττικής, καθώς η πτήση των καταδρομέων της Β’ Μοίρας Καταδρομών με έδρα τη Ρεντίνα Θεσσαλονίκης (που θα αερομεταφέρονταν στην Κύπρο δια της Ολυμπιακής Αεροπορίας, σύμφωνα με το σχέδιο) ακυρώθηκε.
2. Στην περίπτωση του Αγίου Ιλαρίωνα στο Σταυροβούνι, όπου οι διασωθέντες καταδρομείς του δεύτερου Ντακότα (που απογειώθηκε από την Κρήτη και χτυπήθηκε στο αεροδρόμιο Λευκωσίας αφήνοντας στο έδαφος 9 νεκρούς και τραυματίες) αντίκρισαν μια κόλαση πυρός μπροστά τους, στην προσπάθειά τους να βρουν επιζώντες της 20ης-22ας Ιουλίου μετά τις μάχες της 33ης Μοίρας Καταδρομών.
Τις μάχες που δόθηκαν στο φρούριο του Αγίου Ιλαρίωνα, το Μπέλλα-Πάις και την Κερύνεια από τον ηρωικό διοικητή της Μοίρας Ταγματάρχης Γεώργιο Κατσάνη και τον – «Λεωνίδα της Κερύνειας» – ήρωα λοχαγό Νικόλαο Κατούντα, ο οποίος πότισε με το αίμα του το χώμα της όταν έσπευσε με 62 άνδρες να στηρίξει – την ώρα της εισβολής – το 251ο Τάγμα Πεζικού υπό τον γενναίο αντισυνταγματάρχη Παύλο Κουρούπη.
Αλλά αυτά τα ανδραγαθήματα που θυμίζουν σελίδες της Ομηρικής Ιλιάδας έμειναν να τα θυμούνται μόνο οι άνθρωποι που βλέπουν σκιές, συνωμοσίες και εφιάλτες. Οι επιζώντες που άντεξαν και τους απονεμήθηκαν, έστω κι αργά, μετάλλια ανδρείας.
Μετάλλια ανδρείας για εξαίρετες πράξεις προς την πατρίδα, τα οποία δεν μπορούν να χαρούν, δυστυχώς, γιατί κρύβουν την ταραχή του «πολέμου της ντροπής» μέσα τους, όπως χαρακτήρισε την τουρκική εισβολή πριν πεθάνει ο συνταγματάρχης Νίκος Νικολούδης (2009).
Ο ε.α συνταγματάρχης που βίωσε έντρομος τον Ιούλιο του ’74 (μαζί με τους αντισυνταγματάρχες Παπαθανασίου και Μπούτο, επικεφαλής των 281 Τ.Π, 285 Τ.Μ.Χ και 286 Τ.Π) την ισοπέδωση απ’ την τουρκική αεροπορία – με βόμβες Ναπάλμ και ρουκέτες – του χωριού Κοντεμένο της επαρχίας Κερύνειας, οι δρόμοι του οποίου είχαν γεμίσει από πτώματα Ελληνοκυπρίων και τραυματίες.
Μεταξύ των τελευταίων και ο ηρωικός αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Μπούτος, ο οποίος πέθανε λίγες μέρες αργότερα (3 Αυγούστου 1974) σε νοσοκομείο της Αθήνας μ’ ένα παράπονο στα χείλη πριν ξεψυχήσει, αγνοώντας προφανώς την κακιά μοίρα της επιχείρησης αερομεταφοράς «Νίκη» :
– Γιατί η Ελλάδα δεν έστειλε έστω και ένα αεροπλάνο για να βοηθήσει την Κύπρο. Πού είναι, μωρέ, η Ελλάδα να στείλει έστω και τρία αεροπλάνα και να έβλεπες τους Τούρκους που θα πήγαιναν…
Κρινιώ Καλογερίδου