Σύμφωνα με ένα έγγραφο της CIA του 1978, περιγράφεται λεπτομερώς πώς η συνεργασία μεταξύ Αλβανίας και Κίνας όδευε προς το τέλος της. Στο κείμενο επισημαίνεται ότι, μετά τον θάνατο του Μάο Τσετούνγκ, ο Ενβέρ Χότζα εξαπέλυσε ανοιχτές επιθέσεις εναντίον της Κίνας, κατηγορώντας την ότι συνεργαζόταν με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Δύση. Παράλληλα, σύμφωνα με τη CIA, ένας από τους βασικούς λόγους της ρήξης ήταν το γεγονός ότι η Κίνα, έχοντας διευρύνει το δίκτυο των εταίρων της, άρχισε να περιορίζει την οικονομική βοήθεια προς την Αλβανία. Στην έκθεση υπήρχε ανάλυση των προσδοκιών των Αμερικανών για το τι θα ακολουθούσε μετά το τέλος των αλβανοκινεζικών σχέσεων, ενώ αναφερόταν και η πιθανότητα να στραφεί η Αλβανία προς τη Δύση. Αυτό όμως δεν συνέβη εκείνη την περίοδο, αλλά πολύ αργότερα, κατά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος και τη νίκη της δημοκρατίας. Στην ανάλυση της CIA τονιζόταν πως η επιδείνωση των σχέσεων των δύο χωρών άνοιγε για πρώτη φορά το ενδεχόμενο πλήρους ρήξης μεταξύ των στενών συμμάχων. Παρότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία για να ερμηνευτούν πλήρως τα κίνητρα της αλβανικής στάσης, υπήρχαν ενδείξεις ότι τα Τίρανα ετοίμαζαν νέα στρατηγική, σε περίπτωση που θα έχαναν την πολιτική και οικονομική στήριξη της Κίνας. Δεδομένης της στρατηγικής θέσης της Αλβανίας, η μελλοντική της στάση ενδιέφερε όλους τους Μεσογειακούς της γείτονες. Η Σοβιετική Ένωση, που υπήρξε σύμμαχος των Τιράνων ως το 1961, θα μπορούσε να προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί την κατάσταση για να επαναφέρει την επιρροή της, αν και εκτιμάτο ότι αυτή θα απορριπτόταν.
Ο Ενβέρ Χότζα κράτησε τη χώρα του απομονωμένη, βασισμένος στην ξενοφοβία και την ακραία ιδεολογία. Για δεκαέξι χρόνια, η Αλβανία ήταν εξαρτημένη πλήρως από την Κίνα για οικονομική και βιομηχανική στήριξη. Οι προσπάθειες των Τιράνων να επαναπροσδιορίσουν την εξωτερική τους πολιτική συνοδεύονταν πάντα από εσωτερική αναταραχή. Οι εκκαθαρίσεις του καθεστώτος από το 1973 και μετά είχαν αφήσει ελάχιστα στοιχεία για εσωτερικές συγκρούσεις. Παρότι το παλιό κομμουνιστικό κατεστημένο, με επικεφαλή τον ίδιο τον Χότζα, κρατούσε γερά την εξουσία, οι νέοι αξιωματούχοι που εισήλθαν μετά τις εκκαθαρίσεις θα μπορούσαν να εκφράσουν τάσεις υπέρ μιας ενδεχόμενης στροφής. Παρά την περιορισμένη πληροφόρηση για τις εσωτερικές εξελίξεις, υπήρχαν σημάδια ότι οι σχέσεις Αλβανίας-Κίνας είχαν φτάσει στο χαμηλότερο επίπεδό τους. Τα Τίρανα ενδέχεται να προσπαθούσαν να αποφύγουν την οριστική ρήξη, αλλά αν αυτή ερχόταν, θα επιδίωκαν να βρουν άλλους εταίρους, ενδεχομένως και μεταξύ των δυτικών βιομηχανικών κρατών. Ωστόσο, οι νέες συμμαχίες θα είχαν τους περιορισμούς τους. Από τη ρήξη με τη Μόσχα και ύστερα, οι Αλβανοί παρέμεναν προσκολλημένοι στην αντίληψη της σοβιετικής απειλής, ενώ ο Χότζα και το επιτελείο του θα συνέχιζαν να βλέπουν με δυσπιστία κάθε προσέγγιση με την ΕΣΣΔ. Παράλληλα, δεν υπήρχαν ενδείξεις προσέγγισης των Τιράνων με την Ουάσιγκτον, αν και δεν αποκλειόταν στο μέλλον να υπάρξουν σταδιακές αλλαγές στην εξωτερική τους πολιτική. Οι ιδεολογικές διαφορές, μαζί με εθνοτικές και εδαφικές εντάσεις, εμπόδιζαν την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των Τιράνων και της Γιουγκοσλαβίας, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει φυσικό οικονομικό εταίρο για την Αλβανία.
Η επιτυχία του Τίτο να βελτιώσει τις σχέσεις του με το Πεκίνο είχε δημιουργήσει υποψίες στα Τίρανα για δήθεν «προδοσία» της Κίνας, σκληραίνοντας περαιτέρω τη στάση τους απέναντι στο «ρεβιζιονισμό» της Γιουγκοσλαβίας. Η Δύση δεν θα μπορούσε να αντικαταστήσει την Κίνα ως προστάτη της Αλβανίας, δεδομένου του ακραίου ιδεολογικού δόγματος του Χότζα. Η χώρα αντιμετώπιζε το αργό και δύσκολο καθήκον να ξεφύγει από την αποκλειστική συμμαχία της με το Πεκίνο, αλλά οι εναλλακτικές της επιλογές παρέμεναν ελάχιστες. Μια νέα γενιά ηγετών θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για μια αλλαγή στην εξωτερική της πολιτική, αν και οι περιορισμένες πληροφορίες δεν επέτρεπαν σαφή πρόβλεψη για την πορεία της χώρας.
Σύμφωνα με μελέτες της εποχής, η ρήξη των σχέσεων της Αλβανίας με την Κίνα θα ακολουθούσε την ίδια πορεία που είχε ακολουθήσει και το διαζύγιο με τους Σοβιετικούς, βασισμένη στις ίδιες ιδεολογικές εμμονές του Ενβέρ Χότζα. Η εξωτερική του πολιτική συνδύαζε τον μαοϊσμό με τον θαυμασμό του για τον Στάλιν, του οποίου οι ανδριάντες εξακολουθούσαν να βρίσκονται στις κεντρικές πλατείες των αλβανικών πόλεων. Παρά το γεγονός ότι για καιρό τα συνθήματα της φιλίας Αλβανίας-Κίνας παρέμεναν ζωντανά, το κλίμα άλλαξε το 1978, με τον Χότζα να δυσανασχετεί για την προσέγγιση της Κίνας με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η απαρχή της ρήξης εντοπίζεται τον Μάρτιο του 1973, όταν ο Χότζα εκφώνησε τον περίφημο λόγο του για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού εν μέσω πλήρους αποκλεισμού από τον ιμπεριαλιστικό και τον ρεβιζιονιστικό κόσμο. Επτά χρόνια νωρίτερα, το 1967, είχε ξεκινήσει στην Αλβανία η Πολιτιστική Επανάσταση, ως αντιγραφή της κινεζικής, και μαζί της επιβλήθηκε σκληρή ιδεολογική καταπίεση. Επτά χρόνια μετά, ο Χότζα χρησιμοποιούσε αυτήν την επανάσταση για να αιτιολογήσει το αρνητικό της αποτέλεσμα, επιρρίπτοντας ευθύνες στο «φιλελευθερισμό» της αλβανικής κοινωνίας. Οι σκιές της άλλοτε ακλόνητης φιλίας είχαν πλέον διαλυθεί, παρά τις δημόσιες δηλώσεις περί της αντοχής της.
Από το 1972, οι Κινέζοι είχαν προειδοποιήσει ότι οι οικονομικές τους σχέσεις θα εξαρτώνταν από το πολιτικό κλίμα, καλώντας την Αλβανία να μην προσπαθεί να παίξει τον ρόλο του καθοδηγητή της κινεζικής ηγεσίας. Παρ’ όλα αυτά, ο Χότζα συνέχισε να επιτίθεται και να κρίνει την Κίνα, επιδεινώνοντας περαιτέρω την κατάσταση. Μετά το 1974, οι παλιοί συνομιλητές των Αλβανών με τους Κινέζους καταδικάστηκαν ως «φιλελεύθεροι» και ύποπτοι για συνωμοσίες ενάντια στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Η οικονομική βοήθεια της Κίνας είχε προσφέρει στην Αλβανία για χρόνια στήριξη και εξοπλισμό, αλλά ο Χότζα διέκοψε αυτές τις σχέσεις ως αντίδραση στην προσέγγιση των Κινέζων με την Ουάσιγκτον. Παράλληλα, είχαν ήδη καταγραφεί σοβαρές καθυστερήσεις και δυσκολίες στην εκτέλεση των επενδυτικών σχεδίων της χώρας, τα οποία βασίζονταν στα κινεζικά δάνεια. Το Πεκίνο, ως αντίδραση στην κριτική του Χότζα, δημιούργησε εμπόδια στην παροχή τεχνολογικού εξοπλισμού και πρώτων υλών, γεγονός που επιδείνωσε την οικονομική κατάσταση της Αλβανίας. Η χώρα υπέφερε από χαμηλή παραγωγικότητα, παρωχημένες τεχνολογίες και χαμηλή κερδοφορία. Παρά το σύνθημα της αυτάρκειας, η οικονομία βάδιζε σε αδιέξοδο, με μεγάλο μέρος των εσόδων να πηγαίνει στη συντήρηση της κρατικής μηχανής, του στρατού, των συντάξεων, της υγειονομικής περίθαλψης και της παιδείας.
Η κρίση βάθυνε όχι μόνο εξαιτίας της επιβράδυνσης των κινεζικών επενδύσεων, αλλά και λόγω του υπερσυγκεντρωτισμού της οικονομίας και των υπέρογκων αμυντικών δαπανών, ιδιαίτερα μετά το Σύνταγμα του 1976. Οι επιθέσεις του Χότζα στο 7ο Συνέδριο του Κόμματος εναντίον της κινεζικής φιλελεύθερης πολιτικής πυροδότησαν σκληρή αντίδραση από το Πεκίνο, παρότι το όνομά της δεν αναφερόταν ρητά στο κείμενο του Συνεδρίου.
Η σύγκρουση αυτή, που είχε προκαλέσει ο ίδιος ο Χότζα χωρίς ουσιαστικό λόγο, κλιμακώθηκε σταδιακά. Το έκτο πενταετές πλάνο της χώρας βασιζόταν στο δόγμα της αυτάρκειας. Αυτό το δόγμα καταδίκαζε κάθε μορφή συμμαχίας ή εξάρτησης, οδηγώντας την Αλβανία σε πλήρη απομόνωση με το σύνθημα: «Παράγουμε μόνοι μας και καταναλώνουμε μόνο ό,τι παράγουμε». Οι σκληρές επιθέσεις και οι αντεγκλήσεις κλιμάκωσαν τη ρήξη με το Πεκίνο, μέχρι την πλήρη διακοπή των οικονομικών σχέσεων το 1978. Στις καταγραφές του, ο Χότζα αποκάλυπτε ότι οι συνομιλίες με τους Κινέζους επιδεινώνονταν συνεχώς, και ότι το Πεκίνο είχε αρχίσει να ασκεί πιέσεις στην Αλβανία. Σημείωνε χαρακτηριστικά ότι, αν η Κίνα δεν άλλαζε στάση, οι σχέσεις θα εξασθένιζαν ανεπανόρθωτα.
Λίγο πριν τον θάνατο του Μάο, ο Χότζα κατηγόρησε τους Κινέζους ότι χρησιμοποιούσαν αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, χειρότερες κι από εκείνες των καπιταλιστικών κρατών. Παρ’ όλα αυτά, διατηρούσε μια διπλή στάση: από τη μία επιθυμούσε να διατηρήσει στενές οικονομικές σχέσεις με το Πεκίνο, ενώ από την άλλη καταδίκαζε την εσωτερική και εξωτερική πολιτική του. Σε αυτήν την κατάσταση, ο ίδιος δήλωνε πως οι Κινέζοι δεν θα θεωρούνταν πλέον φίλοι αλλά εχθροί, και ως τέτοιοι θα αντιμετωπίζονταν.
Από την ανάλυση των δηλώσεων του Χότζα γίνεται σαφές ότι μιλούσε εξ ονόματος του αλβανικού λαού, προσπαθώντας να πείσει ότι όλοι οι πολίτες θα θυσιάζονταν για να υπερασπιστούν τον μαρξισμό-λενινισμό – δηλαδή τον σταλινισμό και το προσωπικό του καθεστώς. Στόχος του ήταν να ενισχύσει το εσωτερικό μέτωπο και να αποφύγει οποιαδήποτε κριτική, αφού για χρόνια το σύνθημα της «αδιάρρηκτης αλβανοκινεζικής φιλίας» είχε καταστεί κεντρικό στοιχείο της κρατικής προπαγάνδας.