Η Αλβανία κατατάσσεται στην τελευταία θέση μεταξύ 35 ευρωπαϊκών χωρών όσον αφορά τις δαπάνες για συντάξεις ανά άτομο, σύμφωνα με στοιχεία του 2022. Με μόλις 1.600 ευρώ ετησίως ανά συνταξιούχο, η χώρα απέχει σημαντικά από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος φτάνει τα 16.100 ευρώ. Ακόμη και όταν λαμβάνεται υπόψη η αγοραστική δύναμη, η διαφορά παραμένει αισθητή.
Σε σχέση με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, η Αλβανία δαπανά μόλις το 5,3% για συντάξεις, έναντι 9,3% που ξοδεύει κατά μέσο όρο η ΕΕ, γεγονός που φανερώνει τις βαθιές διαρθρωτικές προκλήσεις του συνταξιοδοτικού συστήματος της χώρας. Παρότι το Μαυροβούνιο διαθέτει επίσης το 5,3% του ΑΕΠ του για συντάξεις, καταφέρνει να δίνει 4.000 ευρώ ετησίως ανά συνταξιούχο – περισσότερο από το διπλάσιο σε σύγκριση με την Αλβανία. Η Σερβία προσφέρει 3.500 ευρώ ανά άτομο και δαπανά το 6,3% του ΑΕΠ της για τις συντάξεις, καταδεικνύοντας μια πιο ενισχυμένη κρατική στήριξη προς τους ηλικιωμένους.
Όλο και περισσότεροι νέοι στην Ευρώπη δηλώνουν πως δεν θα μπορέσουν ποτέ να βγουν στη σύνταξη, εξαιτίας της οικονομικής ανασφάλειας. Αλλά πώς τα καταφέρνουν οι σημερινοί συνταξιούχοι; Πώς καλύπτουν τις μηνιαίες ανάγκες τους και ποια είναι η πραγματική εικόνα των συντάξεων στην Ευρώπη;
Ένα πρόσφατο γράφημα παρουσιάζει τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για τις ετήσιες δημόσιες δαπάνες ανά συνταξιούχο σε 35 ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και το ποσοστό του ΑΕΠ που αφιερώνεται στα συνταξιοδοτικά επιδόματα. Τα δεδομένα προέρχονται από δύο διαφορετικές βάσεις της Eurostat και περιλαμβάνουν τις συνολικές δημόσιες δαπάνες για συντάξεις το 2022, διαιρεμένες με τον αριθμό των δικαιούχων, με τις τιμές να εκφράζονται τόσο σε ευρώ όσο και βάσει της αγοραστικής δύναμης (PPS), καθώς και το ποσοστό του ΑΕΠ που κατευθύνεται στις συντάξεις.
Αυτά τα στοιχεία σκιαγραφούν με σαφήνεια το χάσμα μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών στις δαπάνες για τους ηλικιωμένους, υπογραμμίζοντας τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι συνταξιούχοι – ειδικά στις φτωχότερες οικονομίες.
Στην κορυφή της λίστας βρίσκονται η Ισλανδία, το Λουξεμβούργο και η Νορβηγία, με ετήσιες καταβολές συντάξεων που υπερβαίνουν τις 30.000 ευρώ ανά δικαιούχο. Οι υψηλοί μισθοί, τα σταθερά φορολογικά έσοδα από την ενέργεια ή τον χρηματοπιστωτικό τομέα και τα υποχρεωτικά συστήματα αποταμίευσης για σύνταξη επιτρέπουν σε αυτές τις μικρές αλλά εύρωστες οικονομίες να παρέχουν γενναιόδωρα επιδόματα στους συνταξιούχους τους. Η Δανία και η Ελβετία συμπληρώνουν την πρώτη πεντάδα, συνδυάζοντας καθολικές βασικές συντάξεις με επαγγελματικά ταμεία υποχρεωτικής ασφάλισης. Παρά τις υψηλές παροχές, καμία από αυτές τις χώρες δεν δαπανά περισσότερο από το 9% του ΑΕΠ της για τις συντάξεις, χάρη στις ευρύτερες φορολογικές βάσεις τους.
Αντίθετα, οι χαμηλές συντάξεις στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης αντανακλούν τις αδύναμες φορολογικές βάσεις. Σε κράτη όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία, το ποσοστό του ΑΕΠ που αφιερώνεται στις συντάξεις είναι παρόμοιο με εκείνο των σκανδιναβικών χωρών, αλλά οι ετήσιες πληρωμές ανά συνταξιούχο παραμένουν κάτω από τις 7.000 ευρώ. Η χαμηλή παραγωγικότητα περιορίζει τα ασφαλιστικά έσοδα, ενώ η μαζική μετανάστευση των τελευταίων δεκαετιών έχει μειώσει το εργατικό δυναμικό.
Αν ληφθεί υπόψη η αγοραστική δύναμη, το χάσμα περιορίζεται εν μέρει – για παράδειγμα, οι Πολωνοί συνταξιούχοι φτάνουν τις 11.700 μονάδες PPS – ωστόσο τα πραγματικά εισοδήματα παραμένουν χαμηλά.
Η αύξηση των μισθών, η ενίσχυση της συμμετοχής των ηλικιωμένων στην αγορά εργασίας και η ανάπτυξη πρόσθετων εθελοντικών συνταξιοδοτικών σχημάτων μπορούν να βελτιώσουν τη βιωσιμότητα του συστήματος και να καλύψουν καλύτερα τις ανάγκες των συνταξιούχων, χωρίς να επιβαρύνουν υπερβολικά τους δημόσιους προϋπολογισμούς.