Στις αρχές του 20ου αιώνα, τα Βαλκάνια βίωναν μια εκρηκτική κατάσταση, καθώς το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα αποτυπωνόταν μια συνεχής πολεμική δυναμική των λαών της Βαλκανικής, εναντίoν της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού πολέμου (Οκτώβριος 1912 – Μάιος 1913), ο Βαλκανικός Συνασπισμός (Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο και Ελλάδα) αποφασίζει την κήρυξη του πολέμου ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ένα άλλο στοιχείο σε αυτές τις περιφερειακές συγκρούσεις είναι και η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του αλβανικού κράτους, πράξη η οποία επιτυγχάνεται σε διπλωματικό επίπεδο από τον ελληνομαθή αλβανό πολιτικό, Ισμαήλ Κεμάλ Μπέη Βλιόρα, τον Νοέμβριο του 1912.
Από τις προηγούμενες δεκαετίες ο σκληρός ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο ισχυρές ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής, την Ιταλία και την Αυστρία, είχε επηρεάσει καταλυτικά ολόκληρο τον αλβανικό και βορειοηπειρωτικό χώρο.
Οι μεγάλες προσδοκίες για την απελευθέρωση ολόκληρης της Ηπείρου
Στις 21 Οκτωβρίου 1912, ο ελληνικός στρατός καταλαμβάνει την Πρέβεζα και εμπλέκεται σε σφοδρή σύγκρουση με τον οθωμανικό τουρκικό στρατό στη μάχη στα Πέντε Πηγάδια, στις 23, – 30 Οκτωβρίου 1912.
Παράλληλα δε η ελληνική κυβέρνηση με την προοπτική της διεισδύσεως των ελληνικών στρατευμάτων μέχρι τα Ακροκεραύνεια όρη της Αλβανίας, γεωγραφική θέση στην οποία επρόκειτο να χαραχθούν τα νέα σύνορα, είχε μελετήσει έγκαιρα τον τρόπο με τον οποίο θα πραγματοποιείτο μια στρατιωτική ενέργεια του ελληνικού στρατού στην περιοχή αυτή, φωτογραφίζοντας ουσιαστικά τη Χειμάρρα (ή Χιμάρα) της Βορείου Ηπείρου, η οποία πληρούσε τις απαραίτητες συνθήκες για την επίτευξη αυτού του παράτολμου εγχειρήματος.
«Να καταληφθεί η Χειμάρρα το ταχύτερον… υπό την ηγεσίαν Σπυρομήλιου…»
Η Χειμάρρα την εποχή εκείνη ήταν ένα μικρό χωριό, ενταγμένο στην ομώνυμη επαρχία, χτισμένο στην πλαγιά ενός υψώματος που έβλεπε στον όρμο της Σπηλιάς.
Η Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια (ΜΣΝΕ) του ελληνικού υπουργείου των Στρατιωτικών, εκδόθηκε το 1927, αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Την 2α Νοεμβρίου 1912, το υπουργείον Στρατιωτικών έκρινεν σκόπιμον πολιτικώς να καταληφθεί η Χειμάρρα το ταχύτερον, έχον υπ΄όψιν του γενικωτέρους λόγους εθνικής ανάγκης. Προς τούτο απέστειλε προς τον αρχηγόν στρaτού Ηπείρου, αντιστράτηγον Σαπουντζάκην, το κάτωθι τηλεγράφημα: Κρίνω πολιτικώς σκόπιμον να καταληφθεί το ταχύτερον η Χειμάρρα, και υψωθή εκεί η ελληνική σημαία. Προς τον σκοπόν τούτο δύνασθε να διαθέσητε εθελοντικόν τι σώμα αποβιβαζόμενον δια θαλάσσης εις Χειμάρραν, υπό την ηγεσίαν του Σπυρομήλιου…».
Στις αρχές Οκτωβρίου 1912, ο ταγματάρχης Χωροφυλακής Σπύρος Σπυρομήλιος, έχει φτάσει στην Κέρκυρα και οργανώνει διακριτικά την αποφασισθείσα στρατιωτική επιχείρηση.
Στο στρατιωτικό αυτό εγχείρημα θα ήταν ο ίδιος επικεφαλής σώματος εθελοντών 240 περίπου ανδρών από την Κρήτη και τη Χειμάρρα, ενώ για τη μεταφορά των ανδρών του εθελοντικού αυτού σώματος, θα χρησιμοποιούνταν τρεις (3) ατμομυονδρόμονες, οι οποίοι ήταν τρικάταρτα ιστιοφόρα σκάφη, επιπλέον δε χρησιμοποιούσαν ατμομηχανή και έφεραν προπέλα.
Την εποχή εκείνη το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό διέθετε τέσσερις (4) ατμομυονδρόμονες, οι οποίοι έφεραν αντίστοιχα ονόματα ποταμών της Ελλάδος, ο «Aχελώος», ο «Αλφειός» ο «Πηνειός» και ο «Ευρώτας».
«Διετάχθησαν οι πρώτοι εξελθόντες άνδρες να βαδίσωσι προς την Χειμάρραν…»
Στις 5 Νοεμβρίου 1912 στις 2 μετά τα μεσάνυχτα, η μικτή στρατιωτική και ναυτική αποστολή ξεκινάει τον κατάπλου της από την Κέρκυρα, με προορισμό τις ηπειρωτικές ακτές, με τρεις (3) ατμομυονδρόμονες του ελληνικού πολεμικού ναυτικού, τον «Aχελώο», τον «Αλφειό» και τον «Πηνειό» μεταφέροντας τους 240 εθελοντές.
Η μικτή αυτή στρατιωτική και ναυτική αποστολή αποβιβάζεται κάτω από καταρρακτώδη βροχή, στις 7.30 το πρωί στον όρμο της Σπηλιάς, στη Χειμάρρα.
Για τα ευρωπαϊκά δεδομένα εκείνης της εποχής, αλλά και για τα σημερινά, η αποβατική αυτή ενέργεια τμημάτων του ελληνικού στρατού σε συνεργασία με ναυτικά τμήματα στις 5 Νοεμβρίου 1912, στη Χειμάρρα, συνιστά στοιχεία καταδρομικής αμφίβιας επιχείρησης πεζοναυτών σε εχθρικό περιβάλλον και αποτελεί μιας πρώτης τάξεως αποβατική ενέργεια πεζοναυτών, η οποία διοργανώθηκε και στέφθηκε με επιτυχία από τον ελληνικό στρατό.
Η ΜΣΝΕ του ελληνικού υπουργείου των Στρατιωτικών εν έτει 1927, χρησιμοποιεί τον όρο «πεζοναύτης» στα πολεμικά γεγονότα για την κατάληψη της Χειμάρρας:
«…αμέσως δε και πριν συντελεσθή η αποβίβασις, διετάχθησαν οι πρώτοι εξελθόντες άνδρες να βαδίσωσι προς την Χειμάρραν, ίνα κυκλώσωσι ταύτην… τον μέν 1ον αποτελούμενον εκ πεζοναυτών του ελληνικού ναυτικού και εθελοντών υπό τον ανθυπομ. Γκισερλήν και τον οπλαρχηγόν Παπαγιαννάκην εβάδισεν από Α. προς την Χειμάρραν, το δε 2ον τμήμα, το μικρότερον, εκ κατοίκων της Χειμάρρας υπό τον ενωματάρχην Μαρκόπουλον, εβάδισεν από Δ. προς το αυτόν χωρίον…».
Η τουρκική οθωμανική στρατιωτική φρουρά και λίγοι διοικητικοί υπάλληλοι, οι οποίοι ήταν οχυρωμένοι στους στρατώνες στο διοικητήριο – τηλεγραφείο, έβαλαν εναντίον των εθελοντών Χειμαριωτών με πυρά τυφεκίων πεζικού, οι οποίοι και ανταπέδωσαν πυρά.
Μετά από μισή ώρα περίπου και ανταλλαγή πυρών, οι οθωμανοί τούρκοι στρατιώτες ζήτησαν να παραδοθούν, μόνο εάν ερχόταν επικεφαλής αξιωματικός του ελληνικού στρατού.
Ο επικεφαλής αξιωματικός ανθυπομ. Γκισερλής του 1ου τμήματος διέταξε τότε τους οθωμανούς τούρκους στρατιώτες να παραδοθούν, πράγμα το οποίο έγινε αμέσως αποδεκτό από τους ίδιους, οι οποίοι και παρεδόθησαν.
Κατά τη διάρκεια της μάχης για την κατάληψη του διοικητηρίου – τηλεγραφείου της Χειμάρρας, εφονεύθησαν δύο (2) οθωμανοί τούρκοι στρατιώτες και τραυματίστηκε ένας Χειμαρριώτης.
Αιχμαλωτίσθηκαν είκοσι (20) οθωμανοί τούρκοι στρατιώτες καθώς και δεκατρείς (13) διοικητικοί υπάλληλοι του διοικητηρίου – τηλεγραφείου, οι οποίοι εστάλησαν στην Κέρκυρα ως αιχμάλωτοι πολέμου.
«Ένθα ύψωσεν την ελληνικήν σημαίαν εν μέσω απερίγραπτου ενθουσιασμού»
Η Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια του ελληνικού υπουργείου των Στρατιωτικών, αναφέρει επ΄αυτού:
«…Ευθύς δ΄αμέσως μετά την παράδοσιν, εισήλθεν εις το χωρίον (Χειμάρρα) και ο αρχηγός της επαρχίας Χειμάρρας, ταγματάρχης Σπυρομήλιος, ηγούμενος των λοιπών τμημάτων και διηυθύνθη εις το διοικητήριον, ένθα ύψωσε την ελληνικήν σημαίαν εν μέσω απερίγραπτου ενθουσιασμού των κατοίκων, εκδούς προκήρυξιν προς τους Έλληνας Χειμαρριώτας, δι΄ής, αγγέλων την εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων κατάληψιν της Χειμάρρας..»
Επιπλέον δε ο ταγματάρχης Σπυρομήλιος, με την ιδιότητα του διοικητή του αποβατικού σώματος, την ίδια ημέρα της κατάληψης της Χειμάρρας, εξέδωσε προκήρυξη (Αρχείο ΔΙΣ – Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Φ. 1699α/Γ/328 – 328α ) διά της οποίας απευθυνόταν στους Χριστιανούς και Μουσουλμάνους κατοίκους, αναφέροντας:
«…λησμονούντες το πικρόν παρελθόν θέλετε τηρήσει απέναντι των γειτόνων υμών Μουσουλμάνων την αξιοπρεπήν εκείνην στάσιν, ην υπαγορεύουσιν οι νόμοι του Ελληνικού Κράτους…», ενώ στην ίδια προκήρυξη απευθύνεται και στο μουσουλμανικό στοιχείο της Χειμάρρας, αναφέροντας τα κάτωθι:
«…Αδελφοί Μουσουλμάνοι… αιτώ αμέσως να προσέλθητε και να δηλώσετε υποταγήν, οπότε ο Ελληνικός Στρατός υπόσχεται εις υμάς πλήρη ευνομείαν και ισοπολιτείαν…»
Την επόμενη ημέρα, 6 Νοεμβρίου 1912, τα μικτά αποσπάσματα πεζοναυτών και εθελοντών του ταγματάρχη Σπυρομήλιου απελευθερώνουν τα υπόλοιπα χωριά Παλιάσσα, Δρυμάδες Βούνο, Κηπαρό, Κούδεσι της επαρχίας Χειμάρρας.