Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-’13), μπορεί να απέβησαν νικηφόροι για την Ελλάδα και να συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην εδαφική της αποκατάσταση (απελευθέρωση τουρκοκρατούμενων περιοχών) μετά από μια σειρά πολεμικών επιχειρήσεων, όμως έδωσαν αφορμή στους Νεότουρκους για αλλαγή πολιτικής στον Πόντο.
Όλα ξεκίνησαν όταν βρήκαν την ευκαιρία αυτοί για ανασύνθεση του πληθυσμού εκεί μετά τη φυγή Ελλήνων Ποντίων που είχαν «εξαφανιστεί», για να μην επιστρατευτούν κατά της Ελλάδας (σ.σ: Ο μεγαλύτερος αριθμός των φυγόδικων λιποτακτών κατέφυγε στη Ρωσία και μικρός αριθμός αυτομόλησε στον ελληνικό στρατό).
Έτσι οι ελληνικοί πληθυσμοί του Πόντου βρέθηκαν να «συγκατοικούν» με μεταφερόμενους από τα Βαλκάνια μουσουλμάνους (Τουρκαλβανούς, στην πλειοψηφία τους) οι οποίοι προέβαιναν σε αρπαγές κτημάτων και ωμότητες κατά των Ελλήνων Ποντίων χωρίς να τιμωρούνται.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά είχαν τοποθετηθεί σε κρατικές υπηρεσίες από τις οποίες ασκούσαν ανενόχλητοι μεθόδους καταπίεσης και εκφοβισμού σε βάρος τους. Όσο περνούσε ο καιρός, μάλιστα (τέλη 1913-άνοιξη 1914), το καθεστώς των Νεοτούρκων επέτεινε τις διώξεις κατά των Ελλήνων Ποντίων με πρόσχημα την ασφάλεια του τουρκικού κράτους.
Έτσι άρχισε ο εκτοπισμός από τις εστίες τους προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Σαν αντίδραση σε αυτόν, στις διώξεις, τους αποκλεισμούς, τις βιαιοπραγίες και τις δολοφονίες κατά των Ποντίων, το Οικουμενικό Πατριαρχείο έκλεισε τις εκκλησίες και τα σχολεία (Μάιος 1914) βλέποντας ότι η αντιπαράθεση των μεταφερόμενων μουσουλμάνων με τους χριστιανούς Πόντιους εντατικοποιήθηκε.
Κατά την επώδυνη αυτή περίοδο πριν και μετά την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι μόνοι που προστάτευαν με ένοπλες παρεμβάσεις τους Έλληνες του Πόντου απέναντι στις διώξεις του οθωμανικού στρατού και της Χωροφυλακής ήταν οι αντάρτικες ομάδες Ποντίων σε τουρκικό έδαφος.
Οι Νεότουρκοι, μη μπορώντας να τους εμποδίσουν, προέβησαν σε εκτοπισμούς συγγενών τους. Πολιτική που την διαδέχτηκαν οι επιτάξεις σπιτιών, οι βαριές φορολογίες στον υπόλοιπο πληθυσμό και οι εξισλαμισμοί Ελληνοπαίδων ποντιακής καταγωγής. Ώσπου κάποια στιγμή περιορίστηκαν όλα μετά το πλήγμα των Τούρκων από τον ρωσικό (τσαρικό) στρατό στο μέτωπο του Καυκάσου.
Η προέλαση του τελευταίου στον ανατολικό Πόντο ήταν γεγονός και η κατάληψη της Τραπεζούντας ξεσήκωσε κύματα ενθουσιασμού στους Έλληνες Πόντιους τον Απρίλιο του ’16. Όμως το γεγονός αυτό έδωσε αφορμή στους Νεότουρκους για οργανωμένες και μαζικές εκτοπίσεις των ελληνικών πληθυσμών και του δυτικού Πόντου, τους οποίους προστάτευε ως τότε η ομάδα του Αντών πασά.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι, για να μην προκαλέσουν την Ελλάδα και τους ισχυρούς συμμάχους της (ΑΝΤΆΝΤ) κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Τούρκοι εφάρμοζαν κατά των Ποντίων την μέθοδο του «λευκού θανάτου», κάτι που είχαν κάνει και με τους Αρμένιους.
Απέφευγαν δηλαδή την άμεση εξόντωση των θυμάτων δια των εκτελέσεων και τους υπέβαλλαν στη δοκιμασία των μακρών πορειών υπό αντίξοες συνθήκες μέχρι να πεθάνουν, αφού είχαν προηγηθεί λεηλασίες ελληνικών περιουσιών.
Με τη μέθοδο αυτή είχαν επεκταθεί οι εκτοπισμοί των Ελλήνων Ποντίων στην Κολωνία, τη Χαλδία και τον υπόλοιπο Πόντο, πλην των χωριών της Αμισού και της Πάφρας που προστατεύονταν από ομάδες ανταρτών οι οποίοι είχαν καταφύγει στα βουνά. Ομάδες που αποδυναμώθηκαν μετά τη δολοφονία του καπετάν Αντών πασά τον Αύγουστο του 1917.
Την περίοδο δοκιμασίας των Ποντίων εκείνης της περιόδου ξεχώρισε μια προσωπικότητα που αποδείχθηκε η σπουδαιότερη στη νεότερη ιστορία του Πόντου. Ήταν ο Χρύσανθος (Φιλιππίδης) – Μητροπολίτης Τραπεζούντας το 1913-1938 & Αθηνών και πάσης Ελλάδος το 1938-1941 – , ο οποίος διακήρυττε ότι ο Πόντος θα έλυνε το εθνικό του πρόβλημα με κάποια μορφή αυτοδιάθεσης, αν υπήρχε σε μόνιμη βάση ρωσική παρουσία εκεί.
Ο σπουδαίος Έλληνας ιεράρχης είχε πάρει υπό την προστασία του τότε – πέραν των Ελλήνων χριστιανών – και τους 200.000 Έλληνες μουσουλμάνους, τους οποίους συμβούλευε να μην αποκαλύψουν ότι ήταν κρυπτοχριστιανοί όσο κρατούσε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, γιατί ήλπιζε σε αλλαγή συσχετισμών στη Μ. Ασία…
«Σχεδιασμοί επί χάρτου», φυσικά, που ανατράπηκαν πανηγυρικά με την Οκτωβριανή Επανάσταση των Μπολσεβίκων το ’17. Των Μπολσεβίκων οι οποίοι διεμήνυσαν εξ αρχής ότι ήταν υπέρ των εθνικών διεκδικήσεων των «μεγάλων» εθνών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αλλά δεν θα διεκδικούσαν την προσάρτηση νεοαποκτηθέντων περιοχών απ’ τον ρωσικό στρατό όπως ο Πόντος…
Όσο ο ρωσικός στρατός, εντωμεταξύ, στον ανατολικό Πόντο βρισκόταν υπό διάλυση και έτοιμος προς αποχώρηση μετά την αλλαγή καθεστώτος στη Ρωσία, ο οθωμανικός είχε ξεκινήσει την προέλασή του ένα μήνα πριν το τέλος του ’17.
Τον Φεβρουάριο του ’18 η Τραπεζούντα έπεσε στα χέρια 200 ρακένδυτων Νεότουρκων οριστικοποιώντας τη ρωσική αποχώρηση και προκαλώντας τη φυγή προς Ρωσία 85.000 Ελλήνων Ποντίων. Οι περιουσίες τους κατασχέθηκαν ασκαρδαμυκτί, φυσικά, ενώ εκδηλωνόταν νέο κύμα φυγής Ποντίων (από το Καρς αυτή τη φορά) με κατεύθυνση το Βατούμ.
Μετά τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόβσκ τον Μάρτιο του ’18 (βλ. παραχώρηση Πόντου, Καρς, Βατούμ, Αρνταχάν από τη Ρωσία στην Οθωμανική αυτοκρατορία κλπ), οι περισσότεροι Έλληνες Πόντιοι κατέφυγαν στην Ελλάδα.
Όσοι έμειναν πίσω ήλπιζαν – μετά την ανακωχή, κυρίως, του Μούδρου τον Οκτώβριο του ’18 – να σταματήσουν οι διώξεις των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου (που είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό και ήταν οικονομικά κατεστραμμένοι) με τη λήξη του «Μεγάλου Πολέμου».
Οι ελπίδες τους εκπορεύονταν από την ήττα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και τη διακήρυξη των ΗΠΑ περί αυτοδιάθεσης των λαών. Ωστόσο αποδείχθηκαν φρούδες και από τον Μάρτιο του 1919 άρχισαν πάλι οι επιθέσεις του οθωμανικού στρατού κατά των Ελλήνων Ποντίων.
Η συνάντηση του Μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθου (ως εκπροσώπου των Ελλήνων του Πόντου) με τον Έλληνα πρωθυπουργό Βενιζέλο (συνάντηση που αποσκοπούσε στην αποδοχή εκ μέρους μας του αιτήματός τους για αυτοδιάθεση, μετά την εκδήλωση του κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ) απέβη άκαρπη ουσιαστικά.
Το μόνο που συμφωνήθηκε ήταν η δημιουργία Στρατιωτικού Σώματος Ποντίων και η οργάνωση ελληνικής αποστολής στον Καύκασο και την Νότια Ρωσία για περίθαλψη των Ελλήνων προσφύγων του Πόντου από την Μ. Ασία.
Το ίδιο άκαρπη απέβη και η συνάντηση του Πόντιου ιεράρχη με αξιωματούχους των Μεγάλων Δυνάμεων (σ.σ: οι αμερικανικές αποστολές στην Μ. Ασία ενδιαφέρονταν πρωτίστως για το αρμενικό ζήτημα και ελάχιστα για τους ευρισκόμενους σε μόνιμο διωγμό Έλληνες του Πόντου).
Έτσι, με δεδομένα αυτά και το γεγονός ότι πήγαιναν στο βρόντο οι εκκλήσεις των Βρετανών και των Γάλλων αρμοστών στον Πόντο για προστασία των χριστιανικών πληθυσμών από μουσουλμανικές συμμορίες, ο Χρύσανθος προσέγγισε το ’20 τους Αρμένιους και συμφώνησαν από κοινού στη δημιουργία ομόσπονδου ποντοαμενικού κράτους.
Όμως έμεινε στα χαρτιά το κράτος αυτό, γιατί η ελληνική πλευρά αδυνατούσε να πιέσει για την υλοποίησή του. Ήταν η περίοδος που το Στρατιωτικό Σώμα Ποντίων (για τη συγκρότηση του οποίου είχαν συμφωνήσει Χρύσανθος-Βενιζέλος) – όντας ισχνό αριθμητικά (370 άνδρες) – εντάχθηκε στο εκστρατευτικό σώμα της Μ. Ασίας στη Σμύρνη (βλ. ελληνική στρατιωτική απόβαση στις 16 Μαῒου 1919 με απόφαση των Συμμάχων, νικητών του Α’ ΠΠ»).
Μια τελευταία, ανέλπιστη αναλαμπή για τους Έλληνες Πόντιους έδωσαν οι συζητήσεις Βενιζέλου-Βρετανών για προσβολή του κεμαλικού στρατού από τη δυτική Μ. Ασία και τον Πόντο (οι οποίες τελικά διακόπηκαν), όπως και η Συνθήκη των Σεβρών (Ιούλιος/Αύγουστος 2020) που προέβλεπε τη δημιουργία αρμενικού κράτους συμπεριλαμβανομένου σ’ αυτό του ανατολικού Πόντου, ενώ «έτρεχαν» οι συζητήσεις μεταξύ Ελλήνων-Συμμάχων για στρατιωτική επέμβαση των πρώτων ή των δεύτερων στον αιμορραγούντα απ’ τις συνεχιζόμενες σφαγές Ελλήνων Πόντο.
Τελικά όμως η ήττα του Βενιζέλου τον Νοέμβριο του ’20 ματαίωσε κάθε σχέδιο και εξανέμισε κάθε ελπίδα για τον Ελληνισμό του Πόντου τον οποίο στοχοποίησαν οι κεμαλικοί με σκοπό τον αφανισμό του.
Έτσι η εξόντωση και ο εκτοπισμός τους κλιμακώνονταν προοδευτικά, αφού αποδείχθηκε αναποτελεσματικός ακόμα και ο βομβαρδισμός λιμανιών του Πόντου από ελληνικά πολεμικά πλοία που στάλθηκαν για να συνδράμουν την Μικρασιατική Εκστρατεία.
Όσα στάλθηκαν, γιατί ένα από αυτά – έμφορτο με πολεμικό υλικό που προοριζόταν για τη Σαμψούντα – δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του. Μόνο περίμενε φορτωμένο από τον Αύγουστο του 1919 στον Πειραιά αποκαλύπτοντας την τραγική οικονομική κατάσταση του ελληνικού κράτους κατά την πολεμική επιχείρηση του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία…