Το να θεωρείται κανείς πλούσιος δεν σημαίνει απαραίτητα ότι διαθέτει υψηλό εισόδημα. Οι τιμές και το κόστος ζωής διαφέρουν από χώρα σε χώρα, και έτσι ένα μέτριο εισόδημα μπορεί να αποκτά μεγαλύτερη αξία σε περιοχές όπου το κόστος διαβίωσης είναι χαμηλό.
Ακόμη και οι ώρες εργασίας δεν είναι ίδιες παντού. Σε ορισμένες χώρες, οι πολίτες κερδίζουν περισσότερα δουλεύοντας λιγότερες ώρες, με αποτέλεσμα να απολαμβάνουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο και καλύτερη ποιότητα ζωής. Το περιοδικό The Economist κατέταξε 178 χώρες βάσει τριών διαφορετικών δεικτών για να αποτυπώσει την πραγματική οικονομική κατάσταση των κατοίκων τους.
Ο πρώτος δείκτης είναι το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) σε τρέχουσες συναλλαγματικές ισοτιμίες. Πρόκειται για έναν ευρέως χρησιμοποιούμενο και εύκολα κατανοητό δείκτη, ο οποίος όμως δεν λαμβάνει υπόψη τις διαφορές στο κόστος ζωής μεταξύ των χωρών. Ο δεύτερος δείκτης προσαρμόζει το εισόδημα σύμφωνα με το τοπικό κόστος ζωής – γνωστός ως ισοδυναμία αγοραστικής δύναμης (PPP) – και δίνει μια πιο ρεαλιστική εικόνα για το βιοτικό επίπεδο. Ωστόσο, ούτε αυτός λαμβάνει υπόψη τον ελεύθερο χρόνο, καθώς η συμμετοχή στην αγορά εργασίας και οι ώρες εργασίας διαφέρουν σημαντικά από χώρα σε χώρα. Ο τρίτος δείκτης είναι και ο πιο σύνθετος, καθώς συνυπολογίζει τόσο τις τοπικές τιμές όσο και τις ώρες εργασίας, προσφέροντας έτσι μια πιο πλήρη εικόνα της πραγματικής ευημερίας και της οικονομικής απόδοσης των εργαζομένων.
Στην εν λόγω κατάταξη περιλαμβάνονται και η Αλβανία μαζί με άλλες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, με εξαίρεση το Κοσσυφοπέδιο. Σύμφωνα με το κατά κεφαλήν εισόδημα, που στην περίπτωση της Αλβανίας ανέρχεται στα 10.000 δολάρια ετησίως, η χώρα υπολείπεται όχι μόνο του Μαυροβουνίου (13.000 δολάρια) και της Σερβίας (13.500 δολάρια), αλλά ακόμη και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης (σχεδόν 9.000 δολάρια) και των Σκοπίων (9.300 δολάρια). Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Αλβανία κατατάσσεται όγδοη από το τέλος, ξεπερνώντας μόνο το Αζερμπαϊτζάν, τη Μολδαβία, τη Λευκορωσία, την Αρμενία, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, τη Γεωργία και τα Σκόπια.
Ωστόσο, η εικόνα επιδεινώνεται όταν εξετάζονται οι άλλοι δύο δείκτες, οι οποίοι λαμβάνουν υπόψη τις διαφορές στις τιμές και τις ώρες εργασίας. Ο δεύτερος δείκτης προσαρμόζει το εισόδημα στις τοπικές τιμές, ενώ ο τρίτος υπολογίζει το εισόδημα με βάση τόσο τις τιμές όσο και τις ώρες εργασίας, δείχνοντας πόσο πλούτο παράγεται πραγματικά για κάθε ώρα εργασίας σε κάθε χώρα. Αυτός ο τελευταίος δείκτης θεωρείται ο πιο ακριβής για τη σύγκριση της οικονομικής αποδοτικότητας του πληθυσμού.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία για το 2024, το προσαρμοσμένο εισόδημα της Αλβανίας – δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη το κόστος ζωής και τις ώρες εργασίας – διαμορφώνεται στα 26.400 δολάρια, έναντι 22.000 στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Τα στοιχεία δείχνουν ξεκάθαρα ότι οι Αλβανοί κατατάσσονται στους εργαζόμενους που αμείβονται λιγότερο, παρά το γεγονός ότι εργάζονται πολλές ώρες.
Ενδεικτικά, στα Σκόπια το αντίστοιχο ποσό ξεπερνά τις 30.000 δολάρια, στη Σερβία φτάνει τα 31.600 δολάρια και στο Μαυροβούνιο ξεπερνά τις 36.000 δολάρια. Η Αλβανία υπολείπεται αισθητά στην οικονομική αξία που παράγει ανά ώρα εργασίας. Ακόμη και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, με μικρότερο ονομαστικό κατά κεφαλήν εισόδημα, παρουσιάζει παρόμοια ή και υψηλότερη παραγωγικότητα από την Αλβανία, όταν μετριέται το εισόδημα ανά ώρα εργασίας.
Η αδύναμη αυτή θέση δεν οφείλεται στο ότι οι Αλβανοί εργάζονται λιγότερο – αντιθέτως, εργάζονται κατά μέσο όρο 43,7 ώρες την εβδομάδα, έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου των 36,1 ωρών. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στη δομή της αλβανικής οικονομίας. Η πλειοψηφία των εργαζομένων απασχολείται σε τομείς χαμηλής προστιθέμενης αξίας, όπως η άτυπη γεωργία, το μικρεμπόριο ή υπηρεσίες που δεν συνεισφέρουν ουσιαστικά στην παραγωγικότητα. Ως αποτέλεσμα, το εισόδημα που προκύπτει από την εργασία αυτή δεν είναι ικανοποιητικό σε σχέση με τον χρόνο που επενδύεται.
Σε σύγκριση με τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η απόσταση είναι ακόμη πιο έντονη. Σύμφωνα με το The Economist, χώρες όπως η Ελβετία και η Ιρλανδία καταφέρνουν να παράγουν πάνω από 90.000 δολάρια ανά κάτοικο ετησίως, με προσαρμογή στις ώρες εργασίας. Άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες, όπως η Γερμανία, η Αυστρία και η Σουηδία, κυμαίνονται μεταξύ 70.000 και 80.000 δολαρίων. Η Αλβανία, με λίγο πάνω από 26.000 δολάρια, παραμένει πολύ μακριά από αυτά τα επίπεδα.
Η ανάλυση του The Economist στέλνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα σε χώρες όπως η Αλβανία: η αύξηση της παραγωγικότητας δεν εξαρτάται από περισσότερη εργασία, αλλά από πιο αποδοτική και καλύτερα αμειβόμενη εργασία, σε τομείς υψηλής τεχνολογίας και προστιθέμενης αξίας. Εάν δεν υπάρξουν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση, την απασχόληση και την τεχνολογική ανάπτυξη, η Αλβανία κινδυνεύει να παραμείνει μια χώρα στην οποία οι πολίτες εργάζονται σκληρά, αλλά αμείβονται πενιχρά.